Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- άδεια, η,
- ουσ. [<αρχ. ἄδεια (= αφοβία, ασφάλεια)], η άδεια. 1. το νόμιμο δικαίωμα και ο νόμιμος χρόνος αποχής του εργαζόμενου από την εργασία του: «πότε θα πάρεις άδεια; || πόσες μέρες είναι η άδειά σου;». 2. το νόμιμο έντυπο που δίνει το δικαίωμά στον κάτοχό του να κάνει κάτι: «άδεια οδήγησης». Υποκορ. αδειούλα και αδειίτσα, η. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- άδεια εξόδου, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. λ. έξοδος·
- άδεια μετά δημοσίων θεαμάτων, βλ. συνηθέστ. έξοδος μετά δημοσίων θεαμάτων, λ. έξοδος·
- βγάζω (την) άδεια, ετοιμάζω τις τυπικές διατυπώσεις για την κυκλοφορία επαγγελματικού αυτοκινήτου ή για την ανέγερση οικοδομής: «τρέχω κάθε τόσο στο υπουργείο Συγκοινωνιών, γιατί βγάζω άδεια ταξί || έχω μπλέξει με την Πολεοδομία, γιατί βγάζω την άδεια να χτίσω μια οικοδομή»·
- βγάζω τις άδειες (ενν. του γάμου), ετοιμάζω τις τυπικές διατυπώσεις για να τελέσω το γάμο μου, για να παντρευτώ: «τον άλλο μήνα παντρεύομαι κι έχω τρεξίματα για να βγάλω τις άδειες»·
- είμαι με άδεια ή είμαι σε άδεια, βρίσκομαι νόμιμα και δικαιωματικά για ορισμένο χρονικό διάστημα εκτός της εργασίας μου, της υπηρεσίας μου, ιδίως βρίσκομαι σε διακοπές: «όταν είμαι σε άδεια, το μυαλό μου ξεφεύγει εντελώς απ’ τα προβλήματα της δουλειάς || φέτος ήμουν με άδεια στη Σκόπελο»·
- έχω άδεια ή έχω την άδεια (κάποιου), α. έχω τη συγκατάθεση κάποιου ανωτέρου μου να κυκλοφορώ σε ώρα εργασίας χωρίς να δουλεύω, ή να απομακρυνθώ για ορισμένη ώρα από το χώρο εργασίας μου ή να ενεργώ με τον τρόπο που ενεργώ: «έχω άδεια απ’ τον προϊστάμενό μου να καθίσω λίγο να ξεκουραστώ || έχω την άδεια του προϊσταμένου μου να πεταχτώ μέχρι το σπίτι μου και να ξαναγυρίσω σε δυο ώρες». β. (ειρωνικά) έχω τη συγκατάθεση της συζύγου μου για νυχτερινή έξοδο με την παρέα μου: «απόψε θα το κάψουμε, γιατί έχω την άδεια»·
- έχω άδεια ή έχω την άδειά μου, βρίσκομαι νόμιμα και δικαιωματικά για ορισμένο χρονικό διάστημα εκτός της εργασίας μου, της υπηρεσίας μου, ιδίως βρίσκομαι σε διακοπές: «όταν έχω την άδειά μου, την περνώ στη Χαλκιδική»·
- και με την άδεια της αστυνομίας, με την πλήρη συναίνεση, με την πλήρη συγκατάθεση, με την πλήρη έγκριση του ατόμου που υποτίθεται πως μας εξουσιάζει (γονείς, σύζυγος): «θα ’ρθεις μαζί μας στην εκδρομή; -Και με την άδεια της αστυνομίας || θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκι; -Και με την άδεια της αστυνομίας». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη μας να έρχεται πλάγια στο πρόσωπο του συνομιλητή μας, σαν να θέλουμε να του δείξουμε την υποτιθέμενη άδεια που πήραμε από την αστυνομία. Ίσως η φρ. να έλκει από το κατόπιν αδείας προέδρου πρωτοδικών, την ειδική άδεια που παρέχει το πρωτοδικείο σε κείνα τα εμπορικά καταστήματα που βρίσκονται υπό διάλυση, για να πουλούν τα εμπορεύματά τους με σοβαρές εκπτώσεις, χωρίς να εμπίπτουν στο νόμο περί αθέμιτου ανταγωνισμού·
- κόβω την άδεια (κάποιου), του αφαιρώ προσωρινά τη δυνατότητα να κάνει χρήση του νόμιμου δικαιώματός του για αποχή από την εργασία για ορισμένο χρονικό διάστημα: «επειδή έπεσε ξαφνικά πολύ δουλειά στο εργοστάσιο, ο διευθυντής έκοψε για ένα μήνα όλες τις άδειες»·
- με την άδειά σας ή με την άδειά σου, με τη συναίνεσή σου, με τη συγκατάθεσή σου, με την έγκρισή σου: «μπορώ να πω κι εγώ δυο λόγια, με την άδεια σας; || μπορώ να πεταχτώ μέχρι το περίπτερο, με την άδειά σου;»·
- παίρνω άδεια ή παίρνω την άδειά μου, α. (για στρατιώτες) έχω άδεια να λείψω από τη μονάδα μου ορισμένο χρονικό διάστημα: «την πρώτη του μηνός παίρνω άδεια για μια βδομάδα». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε πήρε άδεια και με την τσέπη άδεια τραβάει για την πόλη). β. (για εργαζόμενους) κάνω χρήση του νομίμου δικαιώματος που έχω να λείπω για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα από την εργασία μου, ιδίως για να πάω διακοπές: «κάθε χρόνο παίρνω την άδειά μου το καλοκαίρι και πηγαίνω να την περάσω στο Μαρμαρά της Χαλκιδικής»·
- παίρνω άδεια απ’ τη σημαία, απομακρύνομαι αυθαίρετα από τον εργασιακό μου χώρο, από τη δουλειά μου: «αφού δεν μπορούσα να βρω τον υπεύθυνο για να πάρω άδεια να φύγω, πήρα άδεια απ’ τη σημαία». Η έκφραση αυτή προέρχεται από το χώρο του στρατού, όπου έχει την ίδια σημασία·
- ποιητική αδεία, λέγεται για ελεύθερη έκφραση σύμφωνα με τον τρόπο έκφρασης του ποιητικού λόγου. Πολλές φορές, όμως, με την έκφραση αυτή δικαιολογούμε και κάποιο εκφραστικό μας λάθος·
- παίρνω την άδεια (κάποιου), παίρνω τη συγκατάθεση κάποιου ανώτερού μου να κυκλοφορώ σε ώρα εργασίας χωρίς να δουλεύω, ή να απομακρυνθώ για ορισμένη ώρα από το χώρο εργασίας μου ή να ενεργώ με τον τρόπο που ενεργώ: «θα πεταχτώ μέχρι το σπίτι μου και θα γυρίσω, γιατί πήρα την άδεια του προϊσταμένου μου || κάθισα να ξεκουραστώ λιγάκι, γιατί πήρα την άδεια του προϊσταμένου μου»·
- τον έστειλα γι’ άδεια ή τον έστειλα με άδεια ή τον έστειλα σε άδεια, (ειρωνικά) τον απέλυσα προσωρινά ή οριστικά από τη δουλειά μου, την επιχείρησή μου: «επειδή τον τελευταίο καιρό όλο τεμπέλιαζε, γι’ αυτό κι εγώ τον έστειλα με άδεια». - ουσ. [<αρχ. ἄδεια (= αφοβία, ασφάλεια)], η άδεια. 1. το νόμιμο δικαίωμα και ο νόμιμος χρόνος αποχής του εργαζόμενου από την εργασία του: «πότε θα πάρεις άδεια; || πόσες μέρες είναι η άδειά σου;». 2. το νόμιμο έντυπο που δίνει το δικαίωμά στον κάτοχό του να κάνει κάτι: «άδεια οδήγησης». Υποκορ. αδειούλα και αδειίτσα, η. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης