Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • αγώνας, ο,
    ουσ. [<αρχ. ἀγών], ο αγώνας. 1. το αγώνισμα, το άθλημα, ή η αναμέτρηση αθλητών ή δυο αθλητικών ομάδων σε κάποιο άθλημα με επίσημο ή ανεπίσημο χαρακτήρα: «στον αγώνα της δισκοβολίας πρώτευσε ο τάδε || ο κυριακάτικος ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ των ομάδων του Π.Α.Ο.Κ. και του Άρη παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον || ο αγώνας μπάσκετ των δυο ομάδων θα γίνει σε ουδέτερο γήπεδο». 2. η εχθρική αναμέτρηση, η ένοπλη σύγκρουση, ο πόλεμος: «πήρε μέρος στον αγώνα κατά των φασιστών του Μουσολίνι || πήρε μέρος στον αντιστασιακό αγώνα κατά των Γερμανών κατακτητών». 3. στερεότυπη απάντηση στην ερώτηση ενδιαφέροντος κάποιου για την πορεία των εργασιών μας και γενικά της ζωής μας με το πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάει ή πώς πάνε τα πράγματα με την έννοια ότι βρισκόμαστε σε μια συνεχή και επίμονη προσπάθεια για την ευόδωση των σκοπών μας: «βρε, καιρό έχω να σε δω! Πώς τα πας; -Αγώνας»·
    - αγώνας δρόμου, α. αναμέτρηση αθλητών στο τρέξιμο: «στον αγώνα δρόμου των τετρακοσίων μέτρων πήραν μέρος οχτώ αθλητές». β. λέγεται στην περίπτωση που κάποιος προβαίνει σε διαδοχικές βιαστικές ενέργειες, με σκοπό να πετύχει κάτι όσο πιο γρήγορα γίνεται: «ήθελα να χτίσω ένα σπίτι κι έκανα αγώνα δρόμου, μέσα στην πολεοδομία, μέχρι να μαζέψω τις απαιτούμενες υπογραφές». γ. διαδοχικές συντονισμένες ενέργειες, που γίνονται βιαστικά από κάποιον, για την κατάληψη μιας θέσης σε σχολή, στο δημόσιο ή σε κάποιο πολιτικό κόμμα: «οι δυο υποψήφιοι έχουν επιδοθεί σ’ έναν αγώνα δρόμου για την αρχηγία του κόμματος»·
    - αγώνας μπαράζ, βλ. λ. μπαράζ·
    - ανένδοτος αγώνας, ο πολιτικός αγώνας της Ε. Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, εναντίον της Ε.Ρ.Ε. υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, την περίοδο 1961-1963, για τη βία και νοθεία που είχε γίνει στις προηγούμενες εκλογές: «ο ανένδοτος αγώνας του Γεωργίου Παπανδρέου, ανέτρεψε την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή»· βλ. και λ. γέρος·
    - ο αγώ-νας τώρα, δι-καιώ-νεται! πολιτικό ή συνδικαλιστικό σύνθημα από τη στιγμή που φαίνεται ότι πραγματοποιούνται ή πραγματοποιήθηκαν οι στόχοι, οι επιδιώξεις των αγωνιζομένων·   
    - στημένος αγώνας, βλ. φρ. στημένο παιχνίδι, λ. παιχνίδι·
    - το κίτρινο φύλλο αγώνα, βλ. λ. κίτρινος·
    - το ροζ φύλλο αγώνα, βλ. λ. ροζ.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης