Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • βυζί, το,
    ουσ. [<μσν. βυζί(ν) <μτγν. βυζίον, από το ρ. βυζάνω (υποχωρητ.) ], το βυζί· ειδική οπή σε σαμπρέλα, από όπου εισάγεται ή αφαιρείται ο αέρας για το φούσκωμα ή το ξεφούσκωμά της. Παρόμοιο βυζί είχαν παλιότερα και οι ποδοσφαιρικές μπάλες, όπου η σαμπρέλα, προστατευόταν από σκληρό πέτσινο περίβλημα. Υποκορ. βυζάκι, το·
    - αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, βλ. λ. παιδί·
    - απ’ το βυζί της μάνας του, από τη μέρα που γεννήθηκε, εκ γενετής, απ’ τα γεννοφάσκια του: «έτσι στραβόξυλο είναι απ’ το βυζί της μάνας του»·
    - βρήκε βυζί και βυζαίνει, βρήκε πηγή ωφελημάτων και την εκμεταλλεύεται συστηματικά χωρίς να κουράζεται διόλου: «είναι μέσ’ στη χαρά του, γιατί τον συμπάθησε πολύ ο πεθερός του, κι έτσι βρήκε βυζί και βυζαίνει». Συνών. βρήκε αγελάδα κι αρμέγει / βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε την κότα που (του) κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά / βρήκε χήνα και τη μαδά ·
    - δεν τραβάμε τα βυζιά μας! ή δεν τραβάμε τα βυζιά μας να μεγαλώσουν! έκφραση ειρωνικής αμφισβήτησης για κάτι που μας λένε, ή καθολικής απόρριψης για κάτι που εξακολουθεί να γίνεται και που η στάση μας είναι, βεβαίως, τελείως αρνητική: «πολιτικοί είναι αυτοί που υπάρχουν σήμερα! Δεν τραβάμε τα βυζιά μας να μεγαλώσουν!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το λέω ’γω. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
    - δεν τραβάς τα βυζιά σου! ή δεν τραβάς τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! έκφραση ειρωνικής άρνησης σε κάποιον που μας ζητάει κάτι παράλογο: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου να πάω διακοπές; -Δεν τραβάς τα βυζιά σου;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το λέω ’γω·
    - έχει μωρό στο βυζί, (για γυναίκες) έχει μωρό που το θηλάζει, που το βυζαίνει: «έχει αφήσει για ένα διάστημα την κοινωνική ζωή, γιατί έχει μωρό στο βυζί»·
    - μου πέταξε βυζί έξω ή μου πέταξε βυζί στα ίσια, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, μου έδειξε το ερωτικό της ενδιαφέρον με πολύ προκλητικό τρόπο: «μόλις κάθισα στο διπλανό τραπεζάκι, αφού πρώτα μ’ έκοψε καλά από πάνω μέχρι κάτω, μου πέταξε το βυζί στα ίσια». Από την εικόνα της γυναίκας που επιδεικνύει απροκάλυπτα σε κάποιον άντρα το στήθος της·
    - τράβα τα βυζιά σου! ή τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει απεγνωσμένα τι να κάνω ή τώρα τι θα κάνω·
    - τραβώ τα βυζιά μου ή τραβώ τα βυζιά μου να μεγαλώσουν, βρίσκομαι σε απελπιστική κατάσταση: «έχασε όλα τα λεφτά του στα χαρτιά και τώρα τραβάει τα βυζιά του»·
    - τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! α. όπως ενήργησες και απέτυχε η δουλειά, πρέπει να υποστείς και τις συνέπειες: «όταν σε συμβούλευα, εσύ δε μ’ άκουγες. Τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν». Συνών. τώρα κάτσε (ενν. στον πούτσο, στον ψώλο, στην πούτσα, στην ψωλή, στο πέος, στο καυλί) / τώρα φά’ τον (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί). β. έτσι καθυστερημένα που ενδιαφέρθηκες για τη συγκεκριμένη δουλειά, χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλί, γιατί δόθηκε σε άλλον: «μου είπε ένας φίλος μου πως η επιχείρησή σας χρειάζεται έναν οδηγό. -Τώρα τράβα τα βυζιά σου, γιατί, μετά από τόσες μέρες που ήρθες, τη δουλειά την πήρε άλλος». Συνών. τώρα αντίο! / τώρα καλημέρα! / τώρα καλημερούδια! / τώρα καληνύχτα! / τώρα κάτσε! (α) / τώρα σφύρα! / τώρα τραγούδα! / τώρα χαίρετε! / τώρα χαιρετίσματα!
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης