Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • βρέχω,
    ρ. [<αρχ. βρέχω (= μουσκεύω)], βρέχω· απρόσ. βρέχει, α. ρίχνει βροχή. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου κρατάς κλειστή την πόρτα, βρέχει ο Θεός και θα βραχώ). β. ρίχνει σε μορφή βροχής: «βρέχει ευρώ». (Ακολουθούν 30 φρ.)·
    - αλλού βρέχει, βλ. συνηθέστ. πέρα βρέχει·
    - αλλού βρέχει και βροντά, βλ. συνηθέστ. πέρα βρέχει·
    - αν δε βρέξει, θα στάξει ή αν δε βρέξει, θα ψιχαλίσει, συγκρατημένη αισιοδοξία για πραγματοποίηση εμπορικών συναλλαγών στην αγορά, αν όχι για κέρδος, τουλάχιστο τόσο, όσο για να βγούνε τα έξοδα: «όσο κι αν δεν έχει δουλειά, αν δε βρέξει, θα στάξει»·
    - αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. πόδι·
    - αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. κώλος·
    - αν δεν αστράψει, δε βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει, βλ. λ. αστράφτω·
    - βρέξει δε βρέξει, σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε: «περίμενέ με στο τάδε μπαράκι και θα περάσω να σε πάρω βρέξει δε βρέξει». (Λαϊκό τραγούδι: είπε πως θα ’ρθει στις οκτώ ντακόρ βρέξει δε βρέξει, γιατί έχω απόψε ραντεβού το πρώτο πρώτο ραντεβού και στήθηκα απ’ τις έξι
    - βρέξει χιονίσει ή χιονίσει βρέξει, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, οπωσδήποτε: «αφού στο υποσχέθηκε, θα ’ρθει βρέξει χιονίσει»·
    - βρέχει καλαπόδια, βλ. λ. καλαπόδι·
    - βρέχει καρεκλοπόδαρα, βλ. λ. καρεκλοπόδαρο·
    - βρέχει κοτρόνες, βλ. λ. κοτρόνα·
    - βρέχει με το κανάτι, βλ. λ. κανάτι1·
    - βρέχει με το τουλούμι, βλ. λ. τουλούμι·
    - βρέχει χιονίζει, η καραβάνα γεμίζει, βλ. λ. καραβάνα·
    - βρέχω το λαρύγγι μου, βλ. λ. λαρύγγι·
    - δε βρέχει απάνω του, δεν έχει από πουθενά κάποια οικονομική υποστήριξη, κάποιο μόνιμο έσοδο: «απ’ ό,τι ξέρω, δε βρέχει απάνω του και τη βγάζει με διάφορες δουλειές του ποδαριού». Πρβλ. αν δε βρέξει, θα στάξει· 
    - θα βρέξει, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. θα στις βρέξω·
    - θα στις βρέξω, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε δείρω, θα σε ξυλοφορτώσω: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα στις βρέξω». (Λαϊκό τραγούδι: φιρί φιρί το πας και θα σου τις βρέξω,στα νεύρα με χτυπάς φιρί φιρί το πας
    - και ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει, βλ. λ. ό,τι·
    - όσα βρέχει ο ουρανός, η γη τα καταπίνει, βλ. λ. γη·
    - πάμε να το βρέξουμε! (ενν. το λαρύγγι μας, το χείλι μας), πάμε για να οινοποσία, πάμε να πιούμε οινοπνευματώδη ποτά, ιδίως για να γιορτάσουμε κάποιο γεγονός: «τώρα που πήρες το πτυχίο σου, πάμε να το βρέξουμε || αν πίνεις, έλα μαζί μας, γιατί εμείς πάμε να το βρέξουμε »·
    - πέρα βρέχει, βλ. λ. πέρα·
    - ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει, βλ. λ. ράβδος·
    - στο Λονδίνο βρέχει, βλ. λ. Λονδίνο·
    - στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει, βλ. λ. Μάης·
    - τα βρέχω (ενν. βρακιά μου) ή το βρέχω (ενν. το βρακί μου), κατουριέμαι επάνω μου από δειλία, φόβο ή τρόμο: «ας τον έβλεπες κι εσύ έτσι αγριεμένο και σου λέω τότε αν δε τα ’βρεχες»·
    - της βρέχει, (στη γλώσσα της αργκό για γυναίκα), έχει τα έμμηνά της, την περίοδο της, τα ρούχα της: «κάθε φορά που της βρέχει, έχει πόνους στην κοιλιά»·
    - το βρέξαμε, ήπιαμε ποτό για την επισφράγιση μιας προφορικής ή γραπτής συμφωνίας: «μόλις έπεσαν οι υπογραφές, το βρέξαμε για τα καλό της συμφωνίας μας». Πρβλ.: τ’ αλισβερίσι μέσ’ στο μπαρ έχει φουντώσει κι η πόρνη ακουμπά το χρήμα στον προστάτη, οι συμφωνίες βρέχονται με ουίσκι, πριν καταλήξουν, όπως πάντα,
    - το βρέχω (ενν. το λαρύγγι μου, το χείλι μου), είμαι πότης: «δεν περνάει μέρα που να μην το βρέξω || έχουμε μια ωραία παρέα και κάθε βράδυ πάμε και το βρέχουμε»·
    - τον έχω μη βρέξει και μη στάξει ή τον έχω μη στάξει και μη βρέξει, βλ. λ. στάζω·
    - του τις βρέχω, τον δέρνω, τον ξυλοκοπώ: «έκανε πάλι αταξίες, κι ο πατέρας του μέσα του τις βρέχει». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, τον Μποχόρη τον εμπλέξαν στα στενά και του τις βρέξαν, και του κάναν το γκιουλέκα άιντε, και του πήραν κι άλλα δέκα).
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης