Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • βιτρίνα, η,
    ουσ. [<γαλλ. vitrine], η βιτρίνα. 1. η γυάλινη πρόσοψη διαφόρων επίπλων, ιδίως η γυάλινη πρόσοψη διαφόρων καταστημάτων: «στο πέρασμά τους οι αναρχικοί έσπασαν τις βιτρίνες πολλών καταστημάτων και δυο τραπεζών». 2α. (στη γλώσσα της αργκό) τα μισόγυμνα και ωραία γυναικεία στήθη, που προβάλλουν από βαθύ ντεκολτέ: «ξέρει ότι έχει ωραία στήθη και δε χάνει ευκαιρία να μοστράρει τη βιτρίνα της». β. το πρόσωπο του ανθρώπου: «έχει ωραίο κορμί αυτή η γυναίκα, αλλά από βιτρίνα είναι χάλια». 3. τα γυαλιά που φοράει κανείς στα μάτια του: «για βγάλε τη βιτρίνα σου να σε δω καλύτερα». 4. το εκλεκτότερο τμήμα εμπορεύματος που προβάλλεται για να νομίσει ο πελάτης ότι όλο το εμπόρευμα είναι εκλεκτό: «αν πάρεις εσύ τη βιτρίνα, πώς θα πουλήσω το υπόλοιπο εμπόρευμα;». Συνών. αθέρας / αφρόκρεμα (2β) / αφρός / κράχτης (3) / μόστρα (4). 5. (γενικά) καθετί που εντυπωσιάζει επιφανειακά, που δημιουργεί ψεύτικες εντυπώσεις: «αν του αφαιρέσεις τη βιτρίνα, αυτές τις ψευτοευγένειες, δηλαδή, τα χαμόγελα και τις υποκλίσεις, θα καταλάβεις πόσο σκάρτος άνθρωπος είναι». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι μια κούκλα μοναχά για τη βιτρίνα και στην αγάπη μια μεγάλη θεατρίνα).(Ακολουθούν 12 φρ.)·
    - έργο βιτρίνας, οτιδήποτε κατασκευάζεται για να εντυπωσιάσει επιφανειακά, για να επιδειχθεί, να προβληθεί, να διαφημιστεί και να δημιουργήσει ψεύτικες εντυπώσεις: «η κυβέρνηση κατηγορείται ότι κατασπατάλησε τα χρήματα του λαού για έργα βιτρίνας, ενώ θα μπορούσε να τα διαθέσει για έργα υποδομής»·
    - έσπασε η βιτρίνα, (στη γλώσσα της αργκό) ματαιώθηκε, χάλασε η δουλειά: «την ώρα που ήταν να υπογράψουμε τα συμβόλαια, δεν κατάλαβα τι έγινε κι έσπασε η βιτρίνα»· βλ. και φρ. του σπάω τη βιτρίνα·
    - έχω βιτρίνα, α. έχω τον κατάλληλο χώρο για να προβάλλω κάποιο προϊόν: «εσύ με τέτοια μαγαζάρα πάνω σε γωνία έχεις βιτρίνα για να προβάλλεις τα εμπορεύματά σου, ρωτάς όμως και μένα, που το μαγαζί μου είναι υπόγειο;». β. αλλάζω το ντεκόρ της βιτρίνας του καταστήματός μου: «το βράδυ θ’ αργήσω να ’ρθω στο μπαράκι, γιατί έχω βιτρίνα»·
    - κάνω βιτρίνα, αλλάζω το ντεκόρ της βιτρίνας του καταστήματός μου: «κάθε πρώτη του μηνός, κάνω βιτρίνα στο μαγαζί μου»·
    - πληρώνω βιτρίνα, πληρώνω κάποιο προϊόν που αγοράζω πολύ πιο ακριβά από κατάστημα που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, από όσο θα το πλήρωνα, αν το αγόραζα από συνοικιακό κατάστημα: «στη γειτονιά μου δημιουργήθηκε ολόκληρη αγορά και μπορώ να βρω ό,τι μου χρειάζεται, κι έτσι δεν υπάρχει λόγος να κατεβαίνω στο κέντρο της πόλης και να πληρώνω βιτρίνα». Από το ότι, τα καταστήματα που ενοικιάζονται στο κέντρο της πόλης, έχουν πολύ πιο υψηλό νοίκι από αυτά της συνοικίας·
    - πουλώ βιτρίνα, πουλώ τα προϊόντα στο κατάστημά μου, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, πολύ πιο ακριβά από τα καταστήματα που βρίσκονται στη συνοικία: «γιατί να ψωνίσω από σένα, που πουλάς βιτρίνα, και να μην ψωνίσω το ίδιο πράγμα πολύ πιο φτηνά απ’ το μαγαζί της γειτονιάς μου;». Από το ότι τα καταστήματα που ενοικιάζονται στο κέντρο της πόλης, έχουν πολύ πιο υψηλό νοίκι από αυτά της συνοικίας·
    - το κάνω βιτρίνα, (στη γλώσσα της αργκό) επιδεικνύω κάτι με καμάρι, με φιλαρέσκεια: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκίνητο και περνάει κάθε τόσο μπροστά απ’ το μπαράκι για να το κάνει βιτρίνα». Από το ότι στη βιτρίνα ενός καταστήματος που είναι στη θέα όλων προβάλλονται τα καλύτερα εμπορεύματα·   
    - το ’χω (για) βιτρίνα (ενν. το μαγαζί, το κατάστημα, το εμπορικό), (στη γλώσσα της αργκό) το παρουσιάζω σαν νόμιμο, σαν νόμιμη επιχείρηση για να μη γίνονται αντιληπτές οι παράνομες δραστηριότητες μου: «το λουλουδάδικο το ’χει για βιτρίνα και πίσω το δουλεύει μπαρμπουτιέρα»·
    - την έχω (για) βιτρίνα (ενν. τη δουλειά, την εργασία, την επιχείρηση), (στη γλώσσα της αργκό) την παρουσιάζω σαν νόμιμη για να μη γίνονται αντιληπτές οι παράνομες δραστηριότητές μου: «έχει την μπουτίκ για βιτρίνα και πίσω δουλεύει τα λαθραία»·
    - τον έχω (για) βιτρίνα, (στη γλώσσα της αργκό) έχω στη δουλειά μου κάποιον έντιμο άνθρωπο σε σημαντική θέση, για να μη γίνονται αντιληπτές οι παράνομες δραστηριότητές μου: «έχει για βιτρίνα τον τάδε, που είναι πολύ σοβαρός άνθρωπος, και δεν υποψιάζεται κανείς πως στο γραφείο του κάνει βρόμικες δουλειές»·
    - του σπάω τη βιτρίνα, α. τον χτυπώ στο πρόσωπο και του σπάω τα γυαλιά που φοράει στα μάτια του: «του ’δωσε ένα μπάτσο και του ’σπασε τη βιτρίνα». β. (στη γλώσσα της αργκό) τον χτυπώ στο πρόσωπο και του προξενώ σοβαρά τραύματα: «τον πλάκωσε στις μπουνιές και του ’σπασε τη βιτρίνα»· βλ. και φρ. έσπασε η βιτρίνα·
    - του χαλώ τη βιτρίνα, α. αποκαλύπτω τις κακές ιδιότητες κάποιου, που είχε επιμελώς κρυμμένες, για να εντυπωσιάζει με την επίδειξη σοβαρού και μετρημένου ατόμου και να δημιουργεί ψεύτικες εντυπώσεις στους άλλους: «μόλις αποκάλυψα τι κουμάσι είναι και του χάλασα τη βιτρίνα, εξαφανίστηκε απ’ την παρέα κι ούτε που ξαναφάνηκε». β. (ιδίως για δημόσια πρόσωπα) καταστρέφω την καλή εικόνα κάποιου που προβάλλει προς τα έξω, προς το πλατύ κοινό: «του χάλασε τη βιτρίνα του αλτρουιστή γιατρού ο δημοσιογράφος που αποκάλυψε πως ο συγκεκριμένος γιατρός έπαιρνε φακελάκια || ο δημοσιογράφος αποκάλυψε πως κατά την περίοδο της επταετίας ο συγκεκριμένος υπουργός είχε συνεργαστεί με τη χούντα κι έτσι του χάλασε τη βιτρίνα του δημοκράτη». γ. (στη γλώσσα της αργκό) τον χτυπώ στο πρόσωπό του και του προξενώ σοβαρά τραύματα: «όταν σηκώθηκαν να μαλώσουν, τον άρχισε ο δικός σου στις γρήγορες και του χάλασε τη βιτρίνα».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης