Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • βγάζω
    κ. βγάνω, ρ. [<μσν. ἐβγάζω < αρχ. εκβιβάζω], βγάζω. 1. κερδίζω: «βγάζω αρκετά χρήματα από την καινούρια μου δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στη λαχαναγορά να ζουν τα μαναβάκια, που όσα βγάζουν τ’ ακουμπούν τα βράδια στα γλεντάκια). 2. εξαρθρώνω: «έβγαλα το χέρι μου || έβγαλα τον ώμο μου». 3. παράγω: «έχει μια βιοτεχνία και βγάζει κάλτσες || αυτή η περιοχή βγάζει βαμβάκι || τι βγάζει αυτό το εργοστάσιο;». 4. προσφέρω: « η μητέρα έβγαλε στους επισκέπτες γλυκό του κουταλιού». 5. εκλέγω: «στο νομό μας βγάλαμε πέντε βουλευτές». 6. αγοράζω, αποκτώ, γίνομαι κάτοχος: «έβγαλα καινούριο αυτοκίνητο || πόσα πλήρωσες για να το βγάλεις;». 7. συμπεραίνω: «απ’ όσα μου λες, βγάζω το παρακάτω νόημα». 8. διακρίνω: «δε βγάζω τα γράμματά σου». 9. αντεπεξέρχομαι: «κανείς δε θα μπορούσε να βγάλει τέτοια φτώχεια!». (Λαϊκό τραγούδι: κοντά σε μένα έβγαλες τα μπατιρήματά σου, να φύγεις τώρα και θα δω τ’ αποτελέσματά σου). 10. οδηγώ, καταλήγω κάπου: «πού βγάζει αυτός ο δρόμος;». 11. εξάγω σε άλλη χώρα: «κάθε χρόνο βγάζει στη Γερμανία πολλούς τόνους ροδάκινα». 12. καταλαβαίνω, κατανοώ: «μου τα ’πες τόσο μπερδεμένα, που δεν έβγαλα νόημα». 13. δίνω σε κάποιον ένα καινούριο όνομα, του κολλώ ένα παρατσούκλι: «επειδή έχει μεγάλη μύτη, τον βγάλαμε μυταρά || επειδή έχει μεγάλα αφτιά, τον βγάλαμε αφταρά». 14. δίνω όνομα: «ο νονός της την έβγαλε Χρυσούλα». 15. αφαιρώ: «κάποιος έβγαλε το κάδρο απ’ τον τοίχο». 16. καλύπτω χρονικά: «σε πόση ώρα βγάζεις αυτή την απόσταση;». 17. (για γυναίκες) γεννώ: «μπορεί να είναι μικροκαμωμένη, αλλά έβγαλε πέντε παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: ήτανε ανάγκη να με βγάλεις, σε φουρτούνες τόσες να με βάλεις). (Ακολουθούν 565 φρ.)·
    - ακόμη δεν έβγαλε γένια, βλ. λ. γένια·
    - ακόμη δεν έβγαλε μουστάκι ή ακόμη δεν έβγαλε μουστάκια, βλ. λ. μουστάκι·
    - ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, βλ. λ. αρχίδι·
    - ακόμη δεν έβγαλες φρονιμίτη; βλ. λ. φρονιμίτης·
    - ακόμη δεν τον είδαμε και Γιάννη τονε βγάλαμε, βλ. λ. Γιάννης·
    - αντί για λαγό, έβγαλε αρκούδα (ενν. το κυνηγετικό σκυλί), βλ. λ. αρκούδα·
    - από σπανό τρίχα δύσκολα βγάζεις, βλ. λ. σπανός·
    - ας βγάλουν τα μάτια τους ή δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους, βλ. λ. μάτι·
    - αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει, βλ. λ. στάνη·
    - βγάζει αγγέλους, (για τραγουδιστές) βλ. λ. άγγελος·
    - βγάζει αέρα λεφτά, βλ. λ. αέρας·
    - βγάζει αίμα, (για πληγές ή μύτες) βλ. λ. αίμα·
    - βγάζει άντερα, (για μουσικούς) βλ. λ. άντερο·
    - βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
    - βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι απ’ το κουνούπι ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
    - βγάζει ατμούς, βλ. λ. ατμός·
    - βγάζει αφρούς (απ’ το στόμα του), βλ. λ. αφρός·
    - βγάζει γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
    - βγάζει γλυκά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
    - βγάζει γλυκό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
    - βγάζει δόντια, (για βρέφη) βλ. λ. δόντι·
    - βγάζει ζεστά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
    - βγάζει ζεστό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
    - βγάζει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
    - βγάζει καρφί, βλ. λ. καρφί·
    - βγάζει (κι) απ’ τη μύγα ξίγκι, βλ. λ. μύγα·
    - βγάζει (κι) απ’ την πέτρα λάδι, βλ. λ. πέτρα·
    - βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
    - βγάζει λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
    - βγάζει λεφτά με ουρά, βλ. λ. λεφτά·
    - βγάζει λεφτά με τη σέσουλα, βλ. λ. λεφτά·
    - βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. λ. λεφτά·
    - βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. λ. λεφτά·
    - βγάζει λίρα με ουρά ή βγάζει λίρες με ουρά, βλ. λ. λίρα·
    - βγάζει μάτι, βλ. λ. μάτι·
    - βγάζει μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
    - βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά, βλ. λ. παράς·
    - βγάζει πιστόλι, βλ. λ. πιστόλι·
    - βγάζει πολλά, βλ. λ. πολύς·
    - βγάζει σπίθες, βλ. λ. σπίθα·
    - βγάζει τα κέρατά του, βλ. λ. κέρατο·
    - βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του, βλ. λ. μαλλί·
    - βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του, βλ. λ. μαλλιοκέφαλα·
    - βγάζει την παιδική (ενν. αρρώστια), (για νήπια) βλ. λ. παιδικός·
    - βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγιά·
    - βγάζει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
    - βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, βλ. λ. φλόγα·
    - βγάζει φωτιά ή βγάζει φωτιές (κάτι), βλ. λ. φωτιά·
    - βγάζει φωτιές (κάποιος), βλ. λ. φωτιά·
    - βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. λ. φωτιά·
    - βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
    - βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
    - βγάζει χολή (εναντίον κάποιου), βλ. λ. χολή·
    - βγάζει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
    - βγάζει χοντρό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
    - βγάζει χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
    - βγάζει χρήμα με ουρά, βλ. λ. χρήμα·
    - βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές, βλ. λ. πόδι·
    - βγάζουν το νεκρό, βλ. λ. νεκρός·
    - βγάζω αβγό, βλ. λ. αβγό·
    - βγάζω αίμα, βλ. λ. αίμα·
    - βγάζω άκρη, βλ. λ. άκρη·
    - βγάζω άμυνα, (για βολεϊμπολίστες) βλ. λ. άμυνα·
    - βγάζω ανακοινωθέν, βλ. λ. ανακοινωθέν·
    - βγάζω απ’ τη μέση, βλ. λ. μέση·
    - βγάζω απ’ τη ναφθαλίνη, βλ. λ. ναφθαλίνη·
    - βγάζω απ’ την κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
    - βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι), βλ. λ. κεφάλι·
    - βγάζω απ’ το μαντρί, βλ. λ. μαντρί·
    - βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι), βλ. λ. μυαλό·
    - βγάζω απ’ το νου μου (κάτι), βλ. λ. νους·
    - βγάζω απ’ το συρτάρι, βλ. λ. συρτάρι·
    - βγάζω απ’ το τούνελ (κάποιον), βλ. λ. τούνελ·
    - βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο (κάτι) ή βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
    - βγάζω από πάνω μου, (για ρούχα) βλ. λ. πάνω·
    - βγάζω αράχνες, βλ. λ. αραχνιάζω·
    - βγάζω βαθμό, βλ. λ. βαθμός·
    - βγάζω βρόμα, βλ. λ. βρόμα·
    - βγάζω βρομιά, βλ. λ. βρομιά·
    - βγάζω γαζέτα, βλ. λ. γαζέτα·
    - βγάζω γένια, βλ. λ. γένια·
    - βγάζω γκολ, (για ποδοσφαιριστές) βλ. λ. γκόλ·
    - βγάζω γκόμενα, (για άντρες)βλ. λ. γκόμενα·
    - βγάζω γκόμενο, (για γυναίκες) βλ. λ. γκόμενος·
    - βγάζω γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
    - βγάζω γλώσσα ένα πήχη ή βγάζω γλώσσα μια πήχη, βλ. λ. γλώσσα·
    - βγάζω γλώσσα μια πιθαμή, βλ. λ. γλώσσα·
    - βγάζω γούστα, βλ. λ. γούστο·
    - βγάζω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
    - βγάζω δεκατριάρι, βλ. λ. δεκατριάρι·
    - βγάζω δελτίο, βλ. λ. δελτίο·
    - βγάζω δίσκο, βλ. λ. δίσκος·
    - βγάζω δόντια, βλ. λ. δόντι·
    - βγάζω δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - βγάζω δωδεκάρι, βλ. λ. δωδεκάρι·
    - βγάζω είδηση (για δημοσιογράφους) βλ. λ. είδηση·
    - βγάζω εκτός μάχης (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάχη·
    - βγάζω έναν δεκάρικο (ενν. λόγο), βλ. λ. δεκάρικος·
    - βγάζω εξάρι, βλ. λ. εξάρι·
    - βγάζω έξω, βλ. λ. έξω·
    - βγάζω εφημερίδα, βλ. λ. εφημερίδα·
    - βγάζω ιλαρά, βλ. λ. ιλαρά·
    - βγάζω καζίκια, βλ. λ. καζίκι·
    - βγάζω καντήλες, βλ. λ. καντήλα·
    - βγάζω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
    - βγάζω καταδίκη, βλ. λ. καταδίκη·
    - βγάζω κέρδος, βλ. λ. κέρδος·
    - βγάζω κοκοράκια, βλ. λ. κοκοράκι·
    - βγάζω κορόνα ή βγάζω κορόνες, βλ. λ. κορόνα·
    - βγάζω λαβράκι, (στη γλώσσα των δημοσιογράφων) βλ. λ. λαβράκι·
    - βγάζω λαγό, (στη γλώσσα των δημοσιογράφων) βλ. λ. λαγός·
    - βγάζω λεφτά απ’ την τράπεζα, βλ. λ. λεφτά·
    - βγάζω λόγο, βλ. λ. λόγος·
    - βγάζω με τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
    - βγάζω μεγάλο κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
    - βγάζω μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
    - βγάζω (μια) φωτογραφία, βλ. λ. φωτογραφία·
    - βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
    - βγάζω μπαλκόνι, βλ. λ. μπαλκόνι·
    - βγάζω μπιμπίκια, βλ. λ. μπιμπίκι·
    - βγάζω μπουρμπουλήθρες, βλ. λ. μπουρμπουλήθρα·
    - βγάζω μπούτι (για γυναίκες) βλ. λ. μπούτι·
    - βγάζω νερό, βλ. λ. νερό·
    - βγάζω ντελάλη, βλ. λ. ντελάλης·
    - βγάζω όνομα, βλ. λ. όνομα·
    - βγάζω όρντινο, βλ. λ. όρντινο·
    - βγάζω παλικάρι (κάποιον ή κάποια), βλ. λ. παλικάρι·
    - βγάζω παράρτημα, βλ. λ. παράρτημα·
    - βγάζω πενταροδεκάρες, βλ. λ. πενταροδεκάρες·
    - βγάζω πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
    - βγάζω πλάκα ή βγάζω πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
    - βγάζω ρίζες, βλ. λ. ρίζα·
    - βγάζω σπυράκια, βλ. λ. σπυράκι·
    - βγάζω σπυριά, βλ. λ. σπυρί·
    - βγάζω στα φόρα, βλ. λ. φόρα2·
    - βγάζω στη βίζιτα, βλ. λ. βίζιτα·
    - βγάζω στη λοταρία, βλ. λ. λοταρία·
    - βγάζω στη μέση, βλ. λ. μέση·
    - βγάζω στη φόρα, βλ. λ. φόρα2·
    - βγάζω στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
    - βγάζω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
    - βγάζω στην επιφάνεια, βλ. λ. επιφάνεια·
    - βγάζω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
    - βγάζω στην μπουρού, βλ. λ. μπουρού·
    - βγάζω στην πιάτσα, βλ. λ. πιάτσα·
    - βγάζω στο γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
    - βγάζω στο επάγγελμα, βλ. λ. επάγγελμα·
    - βγάζω στο κλαρί, βλ. λ. κλαρί·
    - βγάζω στο κουρμπέτι, βλ. λ. κουρμπέτι·
    - βγάζω στο λότο, βλ. λ. λότος·
    - βγάζω στο μεϊντάνι, βλ. λ. μεϊντάνι·
    - βγάζω στο πανί, βλ. λ. πανί·
    - βγάζω στο σφυρί, βλ. λ. σφυρί·
    - βγάζω στο τσόλι, βλ. λ. τσόλι·
    - βγάζω στο φως (κάτι), βλ. λ. φως·
    - βγάζω στον τάκο, βλ. λ. τάκος·
    - βγάζω τ’ άντερα (κάποιου μηχανήματος), βλ. λ. άντερο·
    - βγάζω τ’ άντερά μου, βλ. λ. άντερο·
    - βγάζω τ’ άπλυτά του στη φόρα, βλ. λ. άπλυτα·
    - βγάζω τ’ άπλυτά του στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
    - βγάζω τ’ απωθημένα μου, βλ. λ. απωθημένο·
    - βγάζω τ’ όνομα (κάποιου, ιδίως κοριτσιού), βλ. λ. όνομα·
    - βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), βλ. λ. όνομα·
    - βγάζω τα έξοδά μου, βλ. λ. έξοδο·
    - βγάζω τα εσώψυχά μου, βλ. λ. εσώψυχα·
    - βγάζω τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. κάστανο·
    - βγάζω τα λυσσ(ι)ακά μου, βλ. λ. λυσσ(ι)ακά·
    - βγάζω τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
    - βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. μάτι·
    - βγάζω τα μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
    - βγάζω τα μέσα μου ή βγάζω το μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
    - βγάζω τα ντούκα, βλ. λ. ντούκα·
    - βγάζω τα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
    - βγάζω τα ραφτικά, βλ. λ. ραφτικά·
    - βγάζω τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
    - βγάζω τα σπασμένα, βλ. λ. σπασμένα·
    - βγάζω τα σπλάχνα μου, βλ. λ. σπλάχνο·
    - βγάζω τα συκώτια μου, βλ. λ. συκώτι·
    - βγάζω τα σωθικά μου, βλ. λ. σωθικά·
    - βγάζω τα τζιγέρια μου, βλ. λ. τζιγέρι·
    - βγάζω τα τζίτζιλα, βλ. λ. τζίτζιλο·
    - βγάζω τα τσιγάρα μου, βλ. λ. τσιγάρο·
    - βγάζω τα χαρτιά μου, βλ. λ. χαρτί·
    - βγάζω τα ψαλτικά, βλ. λ. ψαλτικά·
    - βγάζω ταχύτητα, βλ. λ. ταχύτητα·
    - βγάζω τη βρόμα, βλ. λ. βρόμα·
    - βγάζω τη βρομιά, βλ. λ. βρομιά·
    - βγάζω τη γάτα απ’ το σακί, βλ. λ. γάτα·
    - βγάζω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - βγάζω τη μαμαλίγκα, βλ. λ. μαμαλίγκα·
    - βγάζω τη μαρμίτα, βλ. λ. μαρμίτα·
    - βγάζω τη μάσκα, βλ. λ. μάσκα·
    - βγάζω τη μέση μου, βλ. λ. μέση·
    - βγάζω τη μούγγα, βλ. λ. μούγγα·
    - βγάζω τη σκούφια μου και την πατώ, βλ. λ. σκούφια·
    - βγάζω τη σούμα, βλ. λ. σούμα·
    - βγάζω τη φασουλάδα, βλ. λ. φασουλάδα·
    - βγάζω τη χρυσή, βλ. λ. χρυσή·
    - βγάζω τη χρυσή απ’ το κακό μου, βλ. λ. χρυσή·
    - βγάζω (την) άδεια, βλ. λ. άδεια·
    - βγάζω την αμπάρα, βλ. λ. αμπάρα·
    - βγάζω την κουραμάνα, βλ. λ. κουραμάνα·
    - βγάζω την μπαρούφα, βλ. λ. μπαρούφα·
    - βγάζω την μπέμπελη, βλ. λ. μπέμπελη·
    - βγάζω την ουρά μου απ’ έξω, βλ. λ. ουρά·
    - βγάζω την υποχρέωση, βλ. λ. υποχρέωση·
    - βγάζω τις άδειες (ενν. του γάμου μου), βλ. λ. άδεια·
    - βγάζω τις παρωπίδες, βλ. λ. παρωπίδα·
    - βγάζω το άχτι μου, βλ. λ. άχτι·
    - βγάζω το καθημερινό μου, βλ. λ. καθημερινό·
    - βγάζω το καπέλο μου και το πατώ, βλ. λ. καπέλο·
    - βγάζω το καρβέλι, βλ. λ. καρβέλι·
    - βγάζω το λεκέ από πάνω μου, βλ. λ. λεκές·
    - βγάζω το μάνταλο, βλ. λ. μάνταλο·
    - βγάζω το ξεροκόμματο, βλ. λ. ξεροκόμματο·
    - βγάζω το πανεπιστήμιο, βλ. λ. πανεπιστήμιο·
    - βγάζω το προσωπείο, βλ. λ. προσωπείο·
    - βγάζω το ράσο ή βγάζω τα ράσα, βλ. λ. ράσο·
    - βγάζω το στομάχι μου, βλ. λ. στομάχι·
    - βγάζω το σύρτη, βλ. λ. σύρτης·
    - βγάζω το σχολείο, βλ. λ. σχολείο·
    - βγάζω το φαΐ μου, βλ. λ. φαΐ·
    - βγάζω το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. φίδι·
    - βγάζω το χακί, βλ. λ. χακί·
    - βγάζω το χρυσό δοντάκι ή βγάζω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
    - βγάζω το ψωμί μου, βλ. λ. ψωμί·
    - βγάζω το ψωμί (μου) με αίμα και ιδρώτα ή βγάζω το ψωμί (μου) με ιδρώτα και αίμα, βλ. λ. ψωμί·
    - βγάζω το ψωμοτύρι μου, βλ. λ. ψωμοτύρι·
    - βγάζω τον άρτον τον επιούσιον, βλ. λ. άρτος·
    - βγάζω τον επιούσιο, βλ. λ. επιούσιος·
    - βγάζω (τον) καρκίνο, βλ. λ. καρκίνος·
    - βγάζω τον τραχανά, βλ. λ. τραχανάς·
    - βγάζω τρίχες στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
    - βγάζω τρίχες, βλ. λ. τρίχα·
    - βγάζω φαΐ, βλ. λ. φαΐ·
    - βγάζω φιρμάνι, βλ. λ. φιρμάνι·
    - βγάζω φλας, βλ. λ. φλας·
    - βγάζω φρονιμίτη, βλ. λ. φρονιμίτης·
    - βγάζω φτερά, βλ. λ. φτερά·
    - βγάζω φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
    - βγάζω φωτογραφία (κάποιον), βλ. λ. φωτογραφία·
    - βγάζω φωτογραφίες (ιδίως για γυναίκα), βλ. λ. φωτογραφία·
    - βγάζω χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
    - βγάζω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
    - βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου, βλ. λ. κεφάλι·
    - βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
    - βγάλ’ το απ’ το νου σου, βλ. λ. νους·
    - βγάλε με απέξω, βλ. λ. απέξω·
    - βγάλε τα μάτια σου, βλ. λ. μάτι·
    - βγάλε τη μούγγα, βλ. λ. μούγγα·
    - βγάλε τη σκούφια σου και βάρα τον, βλ. λ. σκούφια·
    - βγάλε το σκασμό, βλ. λ. σκασμός·
    - βγάλε τον αγλέουρα, βλ. λ. αγλέουρας·
    - βγάλε τον περίδρομο, βλ. λ. περίδρομος·
    - βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει, βλ. λ. ζευγάρωμα·
    - για να βγάλω το άχτι μου, βλ. λ. άχτι·
    - γιατί τον έβγαλες απ’ τη γυάλα; βλ. λ. γυάλα·
    - δε βγάζει πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
    - δε βγάζει σε άκρη (κάτι), βλ. λ. άκρη·
    - (δε) βγάζω άκρη, βλ. λ. άκρη·
    - δε βγάζω άκρη (με κάποιον), βλ. λ. άκρη·
    - δε βγάζω άχνα, βλ. λ. άχνα·
    - δε βγάζω δεκάρα, βλ. λ. δεκάρα·
    - δε βγάζω δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
    - δε βγάζω κιχ, βλ. λ. κιχ·
    - δε βγάζω λέξη, βλ. λ. λέξη·
    - δε βγάζω λέξη απ’ τα χείλη μου, βλ. λ. λέξη·
    - δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. λ. λέξη·
    - δε βγάζω μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
    - δε βγάζω νόημα, βλ. λ. νόημα·
    - δε βγάζω τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
    - δε βγάζω τα γράμματά του ή δεν τα βγάζω τα γράμματά του, βλ. λ. γράμμα·
    - δε βγάζω τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
    - δε βγάζω φράγκο, βλ. λ. φράγκο·
    - δε θα βγάλεις άχνα, βλ. λ. άχνα·
    - δε θα βγάλεις κιχ, βλ. λ. κιχ·
    - δε θα βγάλεις λέξη, βλ. λ. λέξη·
    - δε θα βγάλεις μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
    - δε θα βγάλεις τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
    - δε θα βγάλεις τσιμουδιά, βλ. λ. τσιμουδιά·
    - δεν έβγαλα γρυ, βλ. λ. γρυ·
    - δεν έβγαλε αχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει αχ, βλ. λ. αχ·
    - δεν έβγαλε άχνα, βλ. λ. άχνα·
    - δεν έβγαλε γρυ ή δεν πρόλαβε να βγάλει γρυ, βλ. λ. γρυ·
    - δεν έβγαλε κιχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ, βλ. λ. κιχ·
    - δεν έβγαλε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
    - δεν έβγαλε λέξη, βλ. λ. λέξη·
    - δεν έβγαλε μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
    - δεν έβγαλε τσιμουδιά, βλ. λ. τσιμουδιά·
    - δεν ξέρω πού θα βγάλει ή δεν ξέρω τι θα βγάλει, έκφραση που δηλώνει άγνοια για το αποτέλεσμα μιας ενέργειάς μας: «έριξα ένα σωρό λεφτά σ’ αυτή την επιχείρηση, αλλά δεν ξέρω τι θα βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: με τους καβγάδες στήσαμε κι οι δυο ψιλό γαζί, η γκρίνια που αρχίσαμε δεν ξέρω τι θα βγάλει)· βλ. και φρ. πού θα μας βγάλει·
    - δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! βλ. λ. μάτι·
    - (δεν) τα βγάζω (ενν. τα γράμματα), (δεν) δυσκολεύομαι να διαβάσω ένα χειρόγραφο κείμενο, (παρόλο που) γιατί έχει δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν τα βγάζω έτσι όπως το ’χεις γραμμένο»·
    - δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
    - δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
    - δεν τα βγάζω πέρα, βλ. λ. πέρα·
    - δεν τη βγάζουμε, (για ζευγάρι) θα πάψουμε να είμαστε μαζί, θα χωρίσουμε: «όπως πάνε τα πράγματα δεν τη βγάζουμε για πολύ καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: με το πείσμα το δικό μου και με το δικό σου βέτο, οπωσδήποτε παρέα δεν τη βγάζουμε εφέτο
    - δεν τη βγάζω (ενν. καθαρή), βλ. φρ. (δεν) τη βγάζω καθαρή. (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω ντου βρε πονηρή στα στέκια που αράζεις κι αν σε τρακάρω πουθενά μ’ αυτόν τον άνθρωπο ξανά, στο λέω δεν τη βγάζεις)·
    - δεν τη βγάζω ή δεν τη βγάζουμε, α. δεν τα καταφέρνω να ζω κάπως υποφερτά στη ζωή μου, δεν περνώ μεγάλες δυσκολίες, μεγάλες φτώχειες: «δεν μπορώ να πω ότι ζω άνετα, αλλά τη βγάζω || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, δεν τη βγάζω». β. δε θα καταφέρω να μείνω στη ζωή, θα πεθάνω: «από κάτι μισόλογα του γιατρού μου κατάλαβα πως δε τη βγάζω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
    - δεν τη βγάζω (ενν. τη ζωή), βρίσκομαι από άποψη υγείας σε άσχημη κατάσταση κι επικρατεί η γνώμη πως θα πεθάνω: «οι γιατροί μου είπαν πως δε τη βγάζω»·
    - (δεν) τη βγάζω καθαρή, βλ. λ. καθαρός·
    - δεν τον βγάζει το μήνα, βλ. λ. μήνας·
    - έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. τρελός·
    - έβαλαν τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. τρελός·
    - έβγαλα γένια, βλ. λ. γένια·
    - έβγαλα το λαιμό μου, βλ. λ. λαιμός·
    - έβγαλα το λαρύγγι μου, βλ. λ. λαρύγγι·
    - έβγαλα τον γκιρλατάνο, βλ. λ. γκιρλατάνος·
    - έβγαλαν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
    - έβγαλαν τα μαχαίρια, βλ. λ. μαχαίρι·
    - έβγαλαν φτερά, βλ. λ. φτερό·
    - έβγαλε αέρα, βλ. λ. αέρας·
    - έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
    - έβγαλε κακό όνομα, βλ. λ. όνομα·
    - έβγαλε μια γλώσσα να! ή έβγαλε μια γλώσσα σαν παντόφλα ή έβγαλε μια γλώσσα σαν παπούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
    - έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), βλ. λ. κώλος·
    - έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
    - έβγαλε σκουλήκια, βλ. λ. σκουλήκι·
    - έβγαλε στο πλύσιμο (για ρούχα) βλ. λ. πλύσιμο·
    - έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε, βλ. λ. παπούτσι·
    - έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
    - είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
    - είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
    - έναν (μία) έβγαλε το εργοστάσιο κι ύστερα έκλεισε, βλ. λ. εργοστάσιο·
    - η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
    - η καλή η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
    - η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
    - η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη, βλ. λ. νύχτα·
    - η νύχτα δε βγάζει σε καλό, βλ. λ. νύχτα·
    - η παλάμη του έχει βγάλει κάλο ή η παλάμη του έχει βγάλει κάλους, βλ. λ. κάλος·
    - η χούφτα του έχει βγάλει κάλο ή η χούφτα του έχει βγάλει κάλους, βλ. λ. κάλος·
    - θα βγάλεις σκουλήκια! βλ. λ. σκουλήκι·
    - θα βγάλω το άχτι μου απάνω σου, βλ. λ. άχτι·
    - θα βγάλω φτερά, βλ. λ. φτερό·
    - θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, βλ. λ. μάτι·
    - θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
    - θα σε βγάλω στην τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
    - θα σε βγάλω στις ειδήσεις, βλ. λ. είδηση·
    - θα σου βγάλω τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
    - θα σου βγάλω τ’ αφτί ή θα σου βγάλω τ’ αφτιά ή θα στα βγάλω τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
    - θα σου βγάλω τα τζίτζιλα, βλ. λ. τζίτζιλο·
    - θα σου βγάλω τις κωλότριχες, βλ. λ. κωλότριχα·
    - θα σου βγάλω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
    - θα σου βγάλω το παντελόνι ή θα σου βγάλω τα παντελόνια, βλ. λ. παντελόνι·
    - θα σου βγάλω το τσουλούφι, βλ. λ. τσουλούφι·
    - και βγάλε με για ψεύτη ή και βγάλε με και ψεύτη ή και βγάλε με ψεύτη, βλ. λ. ψεύτης·
    - κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα, βλ. λ. γίδα·
    - κι όπου με βγάλει, βλ. λ. όπου·
    - κι όπου με βγάλει η άκρη, βλ. λ. άκρη·
    - κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
    - κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
    - μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
    - μ’ έβγαλε έξω, βλ. λ. έξω·
    - μας έβγαλαν γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
    - μας έβγαλε άλλο φασούλι ή μας έβγαλε καινούριο φασούλι ή μας έβγαλε κι άλλο φασούλι ή μας έβγαλε νέο φασούλι, βλ. λ. φασούλι·
    - μασάει σίδερα και βγάζει πινέζες, βλ. λ. σίδερο·
    - με βγάζει παλικάρι (κάτι), βλ. λ. παλικάρι·
    - με βγάζει (στην) αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
    - με βγάζει ψεύτη, βλ. λ. ψεύτης·
    - με βγάζουν ανίκανο, βλ. λ. ανίκανος·
    - με βγάζουν απέξω, βλ. λ. απέξω·
    - με βγάζουν αράουτ, βλ. λ. αράουτ·
    - με βγάζουν αφρό, βλ. λ. αφρός·
    - με βγάζουν λάδι, βλ. λ. λάδι·
    - μέχρι αύριο θα βγάλουμε παπά, βλ. λ. παπάς·
    - μη βγάλεις άχνα! βλ. λ. άχνα·
    - μη βγάλεις κιχ! βλ. λ. κιχ·
    - μη βγάλεις λέξη! βλ. λ. λέξη·
    - μη βγάλεις μιλιά! βλ. λ. μιλιά·
    - μη βγάλεις τσιμουδιά! βλ. λ. τσιμουδιά·
    - μου βγάζει τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
    - μου βγάζουν τ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
    - μου βγάζουν το λάδι, βλ. λ. λάδι·
    - μου ’βγαλε τ’ άντερα, (για τροχοφόρα) βλ. λ. άντερο·
    - μου ’βγαλε το μάτι, βλ. λ. μάτι·
    - μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
    - μου το ’βγαλε ξινό ή μου το ’βγαλε σε ξινό, βλ. λ. ξινός·
    - μπορεί να βγει έτσι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
    - να βγάλεις τη φάγουσα, βλ. λ. φάγουσα·
    - να βγάλεις το σκασμό, βλ. λ. σκασμός·
    - να βγάλεις τον περίδρομο, βλ. λ. περίδρομος·
    - να δούμε η μέρα τι θα βγάλει ή να δούμε τι θα βγάλει η μέρα, βλ. λ. μέρα·
    - να τον μαχαιρώσεις αίμα δε θα βγάλει, βλ. λ. αίμα·
    - ο (ακολουθεί όνομα ή επώνυμο) βγάζει δήμαρχο, βλ. λ. δήμαρχος·
    - ο δημοσιογράφος πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που γράφει, βλ. λ. δημοσιογράφος·
    - ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, βλ. λ. Θεός·
    - ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, βλ. λ. κώλος·
    - ο ράφτης, όταν κόβει την τσόχα, τη δική του βγάζει πρώτα, βλ. λ. ράφτης·
    - όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει, βλ. λ. χειμώνας·
    - όταν βγάλει ο σπανός γένια, βλ. λ. σπανός·
    - όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του, βλ. λ. σάλιαγκας·
    - πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
    - πόσα βγάζεις;(ενν. χρήματα), πόσα χρήματα κερδίζεις (ιδίως επί μηνιαίας βάσεως) από τη δουλειά σου ή ποιος είναι ο μισθός σου: «πόσα βγάζεις εσύ που είσαι έμπορος και πόσα βγάζω εγώ που είμαι μισθωτός;»·
    - πού θα μας βγάλει ή πού θα με βγάλει, ποια θα είναι η κατάληξη (συνήθως αρνητική, δυσάρεστη): «κανείς δεν ξέρει αυτή η ακρίβεια πού θα μας βγάλει || έκανα ένα λάθος στη δουλειά και δεν ξέρω πού θα με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: ζημιά απόψε έπαθα μεγάλη· να δω πού θα με βγάλει). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. δεν ξέρω πού θα βγάλει·
    - πρόσεξε μη βγάλεις κανένα σαγόνι, βλ. λ. σαγόνι·
    - πώς τη βγάζεις; πώς εξυπηρετείς τις βιοτικές ή σεξουαλικές ανάγκες σου(;): «δε μου ’πες, πώς τη βγάζεις; Έχεις λεφτά; || από σεξ πώς τη βγάζεις; Υπάρχει καμιά γκόμενα;»·  
    - σαν βγάλει τρίχες η απαλάμη μου ή σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες, βλ. λ. τρίχα·
    - τα βγάζει απ’ την κοιλιά του, βλ. λ. κοιλιά·
    - τα βγάζει απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
    - τα βγάζει απ’ το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
    - τα βγάζει απ’ το νου του, βλ. λ. νους·
    - τα βγάζει απ’ το τσεπάκι του, βλ. λ. τσεπάκι·
    - τα βγάζει τα λεφτά του, βλ. λ. λεφτά·
    - τα βγάζω (ενν. τ’ αρχίδια μου), τα επιδεικνύω για να αποδείξω ότι είμαι άντρας μετά την προκλητική προτροπή κάποιου βγάλ’ τα (ενν. τ’ αρχίδια σου) για να πιστοποιήσει ότι είμαι άντρας. Η ουσία όμως της υπόθεσης δεν είναι να πιστοποιηθεί η ύπαρξη των αρχιδιών μου, γιατί, όσοι έχουν αρχίδια δεν παναπεί πως είναι και άντρες, αλλά, αν έχω το θάρρος να τα επιδείξω, πράγμα που θεωρείται τόλμη και, κατ’ επέκτ., ανδρισμός·
    - τα βγάζω άκρη, βλ. λ. άκρη·
    - τα βγάζω δεν τα βγάζω (ενν. τα έξοδα μου), μόλις και μετά βίας κατορθώνω να αντεπεξέρχομαι στα έξοδά μου: «τον τελευταίο καιρό έπεσε τέτοια αναδουλειά, που τα βγάζω δεν τα βγάζω»·
    - τα βγάζω πέρα, βλ. λ. πέρα·
    - τα βγάζω πέρα (με κάποιον), βλ. λ. πέρα·
    - τα έξοδα του γάμου η νύφη δεν τα βγάζει, βλ. λ. νύφη·
    - τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. λ. μάτι·
    - τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. λ. μάτι·
    - τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
    - τα ψάρια έβγαλαν φτερά, βλ. λ. ψάρι·
    - τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. παντζάρι·
    - τη βγάζει δεν τη βγάζει, είναι αμφίβολο αν θα επιζήσει: «οι γιατροί ανακοίνωσαν στους οικείους πως ο ασθενής τη βγάζει δεν τη βγάζει»·
    - τη βγάζει σαν αγάς, βλ. λ. αγάς·
    - τη βγάζει σαν βασιλιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
    - τη βγάζει σαν μπέης, βλ. λ. μπέης·
    - τη βγάζει σαν πασάς, βλ. λ. πασάς·
    - τη βγάζω, α. καταφέρνω και ζω και επιζώ παρ’ όλη τη φτώχεια ή τις δυσκολίες που περνώ, ζω υποφερτά: «μετά τη χρεοκοπία του μόλις που κατορθώνει και τη βγάζει». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, ν’ αρρωστήσει ο Άγιος Πέτρος, να τη βγάλουμε και φέτος). β. περνώ κάπου ένα χρονικό διάστημα: «κάθε Κυριακή τη βγάζω στο σπίτι με την οικογένειά μου || το καλοκαίρι τη βγάζω στο εξοχικό που έχω στη Χαλκιδική»·
    - τη βγάζω διπλοπόδι, βλ. λ. διπλοπόδι·
    - τη βγάζω ζάχαρη, βλ. λ. ζάχαρη·
    - τη βγάζω καθαρή, βλ. λ. καθαρός·
    - τη βγάζω κοτσάνι, βλ. λ. κοτσάνι·
    - τη βγάζω λούφα ή τη βγάζω στη λούφα, βλ. λ. λούφα·
    - τη βγάζω με ψωμί κι ελιά ή τη βγάζω με ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί·
    - τη βγάζω με ψωμοτύρι, βλ. λ. ψωμοτύρι·
    - τη βγάζω μέσα, βλ. λ. μέσα·
    - τη βγάζω ξεροσφύρι, βλ. λ. ξεροσφύρι·
    - τη βγάζω όμορφα, βλ. λ. όμορφος·
    - τη βγάζω όμορφα και φίνα, βλ. λ. όμορφος·
    - τη βγάζω όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
    - τη βγάζω ποδαράτα, βλ. λ. ποδαράτα·
    - τη βγάζω σπαρτιάτικα, βλ. λ. σπαρτιάτικα·
    - τη βγάζω σταυροπόδι, βλ. λ. σταυροπόδι·
    - τη βγάζω στεγνά, βλ. λ. στεγνός·
    - τη βγάζω στη μαρμίτα, βλ. λ. μαρμίτα·
    - τη βγάζω στη στέγνα, βλ. λ. στέγνα·
    - τη βγάζω στη φτώχεια, βλ. λ. φτώχεια·
    - τη βγάζω στην ξενέρα, βλ. λ. ξενέρα·
    - τη βγάζω στην ξέρα, βλ. λ. ξέρα·
    - τη βγάζω στο καλντερίμι, (για γυναίκες) βλ. λ. καλντερίμι·
    - τη βγάζω στο πεζοδρόμιο, (για γυναίκες) βλ. λ. πεζοδρόμιο·
    - τη βγάζω στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
    - τη βγάζω στο τζάμπα ή τη βγάζω τζάμπα, βλ. λ. τζάμπα·
    - τη βγάζω τζάμι, βλ. λ. τζάμι·
    - τη βγάζω τζαμπατζίδικα, βλ. λ. τζαμπατζίδικος·
    - τη βγάζω φακιρικά, βλ. λ. φακιρικός·
    - τη βγάζω φίνα, βλ. λ. φίνος·
    - τη βγάζω φίνα κι ωραία, βλ. λ. φίνος·
    - τη βγάζω ωραία, βλ. λ. ωραίος·
    - την έβγαλα στο πόδι, (για αρρώστιες) βλ. λ. πόδι·
    - την έβγαλα φτηνά ή φτηνά την έβγαλα, βλ. λ. φτηνός·
    - της βγάζω τ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
    - της αρκούδας άμα της βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια, βλ. λ. αρκούδα·
    - της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. μάτι·
    - τι έχουν τα έρμα και ψοφάν; Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, βλ. λ.έρμος·
    - τι να σε βγάλω; ή τι να σε βγάλουμε; λέγεται σε άτομο που μας επισκέπτεται συνήθως στο σπίτι, με την έννοια τι να σου προσφέρω, τι να σε κεράσω, τι να σε τρατάρω(;): «βρε, καλώς το φίλου μου! Κάθισε, τι να σε βγάλω;». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα άτομο·
    - τι φρούτα βγάζει η Καλαμάτα; βλ. λ. φρούτο·
    - το βγάζω μπιελάρ, (για μηχανήματα) βλ. λ. μπιελάρ·
    - το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) βλ. λ. μάτι·
    - το βγάζω οφ, (για μηχανήματα) βλ. λ. οφ·
    - το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
    - το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, βλ. λ. άλογο·
    - το στόμα του βγάζει φωτιές, βλ. λ. στόμα·
    - το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους, βλ. λ. κάλος·
    - τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), βλ. λ. κουνουπίδι·   
    - το(ν) βγάζουμε μονοκούκι, βλ. λ. μονοκούκι·
    - τον βγάζω, τον κερδίζω, τον νικώ: «κάθε φορά που παίζουμε τάβλι, τον βγάζω»·
    - τον βγάζω απ’ τα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
    - τον βγάζω απ’ τα συγκαλά του, βλ. λ. συγκαλά·
    - τον βγάζω απ’ τη γραμμή του, βλ. λ. γραμμή·
    - τον βγάζω απ’ τη μέση, βλ. λ. μέση·
    - τον βγάζω απ’ τη φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
    - τον βγάζω απ’ την κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
    - τον βγάζω απ’ το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
    - τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
    - τον βγάζω απ’ το νου μου, βλ. λ. νους·
    - τον βγάζω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
    - τον βγάζω απέξω, βλ. λ. απέξω·
    - τον βγάζω αράουτ, βλ. λ. αράουτ·
    - τον βγάζω ασπροπρόσωπο, βλ. λ. ασπροπρόσωπος·
    - τον βγάζω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
    - τον βγάζω γκόλ, βλ. λ. γκολ·
    - τον βγάζω έξω, βλ. λ. έξω·
    - τον βγάζω (έξω) απ’ το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
    - τον βγάζω λάδι, βλ. λ. λάδι·
    - τον βγάζω μπιελάρ, βλ. λ. μπιελάρ·
    - τον βγάζω νοκάουτ, βλ. λ. νοκάουτ·
    - τον βγάζω οφ, βλ. λ. οφ·
    - τον βγάζω παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
    - τον βγάζω περίπατο, βλ. λ. περίπατος·
    - τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
    - τον βγάζω στη μέση, βλ. λ. μέση·
    - τον βγάζω στη σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
    - τον βγάζω στη σκηνή, βλ. λ. σκηνή·
    - τον βγάζω στο γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
    - τον βγάζω στο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
    - τον βγάζω στο πανί, βλ. λ. πανί·
    - τον βγάζω στο σανίδι, βλ. λ. σανίδι·
    - τον βγάζω τάρκασι, βλ. λ. τάρκασι·
    - τον βγάζω φωτογραφία, βλ. λ. φωτογραφία·
    - τον βγάζω ψεύτη, βλ. λ. ψεύτης·
    - τον έβγαλα απ’ τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
    - τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
    - τον έβγαλα καροτσάκι, βλ. λ. καροτσάκι·
    - τον (την) έβγαλαν (ακολουθεί κάποιο όνομα), τον (την) βάφτισαν και τον (την) ονόμασαν, τον (της) έδωσαν κάποιο όνομα: «βάφτισε την κόρη του και την έβγαλε Χρυσούλα || βάφτισε το γιο του και τον έβγαλε Βασίλη»·
    - τον έβγαλαν σηκωτό, βλ. λ. σηκωτός·
    - τον έβγαλε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι, βλ. λ. τρίχα·
    - του βγάζεις τα λόγια με την πένσα, βλ. λ. λόγος·
    - του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. λ. λόγος·
    - του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. λ. λόγος·
    - του βγάζεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. λ. λόγος·
    - του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. λ. λόγος·
    - του βγάζω αβανιά ή του βγάζω την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
    - του βγάζω γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
    - του βγάζω κίτρινη κάρτα, βλ. λ. κάρτα·
    - του βγάζω κόκκινη κάρτα, βλ. λ. κάρτα·
    - του βγάζω παρατσούκλι ή του βγάζω το παρατσούκλι, βλ. λ. παρατσούκλι·
    - του βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα, βλ. λ. άπλυτα·
    - του βγάζω τ’ άπλυτα στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
    - του βγάζω τ’ απωθημένα, βλ. λ. απωθημένο·
    - του βγάζω τ’ απωθημένα μου, βλ. λ. απωθημένο·
    - του (της) βγάζω τ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
    - του βγάζω τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
    - του βγάζω τα δόντια ένα ένα, βλ. λ. δόντι·
    - του βγάζω τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
    - του βγάζω τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
    - του βγάζω τα νύχια, βλ. λ. νύχι·
    - του βγάζω τα νύχια ένα ένα, βλ. λ. νύχι·
    - του βγάζω τα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
    - του βγάζω τη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
    - του βγάζω τη γλώσσα (απ’) έξω (απ’ όξω), βλ. λ. γλώσσα·
    - του βγάζω τη γλώσσα ανάποδα, βλ. λ. γλώσσα·
    - του βγάζω τη γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
    - του βγάζω τη μάσκα, βλ. λ. μάσκα·
    - του βγάζω τη ρετσινιά, βλ. λ. ρετσινιά·
    - του βγάζω την Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
    - του βγάζω την Παναγία ανάποδα, βλ. λ. Παναγία·
    - του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - του βγάζω την πίστη, βλ. λ. πίστη·
    - του βγάζω την πίστη ανάποδα, βλ. λ. πίστη·
    - του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - του βγάζω την ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
    - του βγάζω την ψυχή ανάποδα, βλ. λ. ψυχή·
    - του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ ψυχή·
    - του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - του βγάζω το Θεό, βλ. λ. Θεός·
    - του βγάζω το Θεό ανάποδα, βλ. λ. Θεός·
    - του βγάζω το καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
    - του βγάζω το λάδι, βλ. λ. λάδι·
    - του βγάζω το προσωπείο, βλ. λ. προσωπείο·
    - του βγάζω το Χριστό, βλ. λ. Χριστός·
    - του βγάζω το Χριστό ανάποδα, βλ. λ. Χριστός·
    - του βγάζω τον αδόξαστο, βλ. λ. αδόξαστος·
    - του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - του βγάζω τον αντίθεο, βλ. λ. αντίθεος·
    - του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - του βγάζω τον αντίχριστο, βλ. λ. αντίχριστος·
    - του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - του βγάζω τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
    - του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. κώλος·
    - του βγάζω τον πάτο, βλ. λ. πάτος·
    - του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. πάτος·
    - του ’βγαλα τ’ αφτί ή του ’βγαλα τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
    - του ’βγαλε τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
    - του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ’βγαλε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
    - του ’βγαλε το τσουλούφι, βλ. λ. τσουλούφι·
    - του τα βγάζεις ένα ένα με την πένσα ή του τα βγάζεις με την πένσα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. πένσα·
    - του τα βγάζεις ένα ένα με την τανάλια ή του τα βγάζεις με την τανάλια (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τανάλια·
    - του τα βγάζεις ένα ένα με την τσιμπίδα ή του τα βγάζεις με την τσιμπίδα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιμπίδα·
    - του τα βγάζεις ένα ένα με το τιρμπουσόν ή του τα βγάζεις με το τιρμπουσόν (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τιρμπουσόν·
    - του τα βγάζεις ένα ένα με το τσιγκέλι ή του τα βγάζεις  με το τσιγκέλι (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιγκέλι·
    - του το ’βγαλα απ’ τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
    - τους βγάζω απ’ το σπίτι, (για οικογένειες) βλ. λ. σπίτι·
    - τους βγάζω έξω, (για οικογένεια) βλ. λ. έξω.
    - τους βγάζω στο δρόμο, (για οικογένειες) βλ. λ. δρόμος·
    - τους βγάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης