Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • αγκάθι, το,
    ουσ. [<μσν. ἀκάνθιν <αρχ. ἀκάνθιον, υποκορ. του ουσ. ἄκανθα], το αγκάθι. 1. οποιοδήποτε θέμα ή κατάσταση δύσκολη και ενοχλητική: «η αφόρητη ζήλια του ήταν ένα αγκάθι στο δεσμό τους || αγκάθι στις σχέσεις των δυο λαών είναι μια βραχονησίδα». 2. το κεντρί των εντόμων: «προσπαθούσε να βγάλει απ’ το μπράτσο του το αγκάθι της σφήκας». Υποκορ. αγκαθάκι, το. Μεγεθ. αγκάθα και αγκαθάρα, η. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
    - αγκάθια έχει η καρέκλα σου; βλ. φρ. αγκάθια έχει ο κώλος σου(;)·
    - αγκάθια έχει η καρέκλα του, βλ. φρ. αγκάθια έχει ο κώλος του·
    - αγκάθια έχει ο κώλος σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε άτομο, που δεν μπορεί να καθίσει για πολύ ώρα ήσυχο σε μια θέση, που κινείται διαρκώς: «αμάν, μωρ’ αδερφάκι μου, κάτσε και λίγο στη θέση σου, αγκάθια έχει ο κώλος σου;». Συνών. καρφιά έχει η καρέκλα σου; / σκουλήκια έχει ο κώλος σου(;)·
    - αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. φρ. έχει αγκάθια ο κώλος του·
    - αγκάθια έχεις; βλ. φρ. αγκάθια έχει ο κώλος σου(;)·
    - απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που από κακούς γονείς γεννιούνται καλά παιδιά και από καλούς γονείς γεννιούνται κακά παιδιά·
    - βασιλικός στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
    - δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
    - είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου)·
    - έχει αγκάθια η καρέκλα του, βλ. φρ. έχει αγκάθια ο κώλος του·
    - έχει αγκάθια ο κώλος του, δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα ήσυχος σε μια θέση, κινείται διαρκώς: «θα τον βλέπεις να στριφογυρνάει συνέχεια ανάμεσα στον κόσμο, γιατί έχει αγκάθια ο κώλος του». Συνών. έχει καρφιά η καρέκλα του / έχει σκουλήκια ο κώλος του·
    - έχω έν’ αγκάθι στην καρδιά, έχω μεγάλη και διαρκή στενοχώρια: «απ’ τη μέρα που χώρισε η κόρη μου, έχω έν’ αγκάθι στην καρδιά»·
    - έχω έν’ αγκάθι στο μυαλό, έχω μια έμμονη ιδέα που με βασανίζει διαρκώς: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε ο γιος μου απ’ το στρατό, έχω έν’ αγκάθι στο μυαλό πώς να τον βολέψω σε κάποια δουλειά»·
    - κάθομαι στ’ αγκάθια, α. ανησυχώ, αγωνιώ πάρα πολύ, αδημονώ: «κάθε φορά που αργούν το βράδυ να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι, κάθομαι στ’ αγκάθια || καθόταν στ’ αγκάθια μέχρι να προσγειωθεί τ’ αεροπλάνο για να σφίξει το γιο του στην αγκαλιά του». β. νιώθω μεγάλη ανησυχία, μεγάλο εκνευρισμό, γιατί αντιμετωπίζω μια πολύ δύσκολη κατάσταση: «κάθεται στ’ αγκάθια ο φουκαράς γιατί, αν δε βρει ένα σημαντικό ποσό, θα του βγάλει η τράπεζα το σπίτι του σε πλειστηριασμό»·
    - μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. συνηθέστ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), λ. καρφί·
    - όποιος αγαπά το τριαντάφυλλο, αγαπά και το αγκάθι του, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
    - όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «αφού έμπλεξες μ’ αυτούς τους αλήτες, καλά να πάθεις που σε κυνηγάει η αστυνομία, γιατί όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του / όποιος κοιμάται με τους σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
    - πού πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! λέγεται ειρωνικά για άτομο που, χωρίς να έχει τα απαραίτητα εφόδια ή στηρίγματα, επιχειρεί παράτολμα εμπορικά ανοίγματα ή επιχειρεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με άτομο που είναι ανώτερης κοινωνικής ή οικονομικής τάξης από τι ίδιο: «θα κάνω επέκταση στη δουλειά μου. -Πού πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! Εδώ δεν έχεις να πληρώσεις τους υπαλλήλους που έχεις || θα τα ρίξω στην τάδε. -Πού πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! Αυτή είναι κόρη βιομηχάνου κι εσύ είσαι ένα φτωχό ανθρωπάκι». (Τραγούδι: εμείς έχουμ’ ιστορία, πολεμήσαμε στην Τροία εσύ έγινες πρεζόνι, κούφια η ώρα που μας ζώνει πού πας μωρή ξυπόλυτη στ’ αγκάθια).Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καημένε ή το έρημε ή το φουκαρά·
    - σημείο αγκάθι, εντοπισμένο πρόβλημα, εντοπισμένη δυσκολία που ενεργεί ανασταλτικά ή και δυσάρεστα σε μια υπόθεση: «σημείο αγκάθι για την ομαλή εξέλιξη της εργασίας αποτελεί η άρνηση των μετόχων να προσληφθεί ένας μικρός αριθμός νέων εργατών»·
    - σταυρός μ’ αγκάθια, βλ. λ. σταυρός·       
    - τι γυρεύεις ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! βλ. συνηθέστ. πού πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια!
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης