Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • ψηλός
    κ. αψηλός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. ψηλός <αρχ. υψηλός], ψηλός. επίρρ. (α)ψηλά. (Ακολουθούν 52 φρ.)·
    - αν είσαι και ψηλά, βλέπε και χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
    - ανέβηκε ψηλά, κατέλαβε ανώτερη κοινωνική ή διοικητική θέση, πέτυχε στη ζωή του, πρόκοψε: «κουράστηκε πολύ στη ζωή του, αλλά στο τέλος κατάφερε κι ανέβηκε ψηλά || ήρθε απλός υπάλληλος στην επιχείρηση, αλλά με την εργατικότητά του ανέβηκε ψηλά»·
    -απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα, από ανώτερη ή πλουσιότερη θέση σε άλλη κατώτερη ή φτωχότερη. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα, βρε πώς κατάντησα στη ζωή κι από το πρώτο το σκαλί στο τελευταίο πήγα
    -από ψηλά, α. από κάποιο ύψος: «βγήκε στο μπαλκόνι του και μας χαιρετούσε από ψηλά». β. με κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω: «έπεσε μια γλάστρα από ψηλά και παραλίγο να τον σκότωνε!». γ. από το Θεό: «όλοι στις δυσκολίες μας περιμένουμε βοήθεια από ψηλά». δ. από ανώτερη ή ανώτατη διοικητική θέση: «η διαταγή ήρθε από ψηλά και δεν μπορώ να την παραβώ»·   
    - αφ’ υψηλού, με αγέρωχο, με υπεροπτικό ύφος, με ακαταδεξιά: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε πλούσια γυναίκα, μας κοιτάζει αφ’ υψηλού»·
    - βρίσκεται ψηλά, κατέχει κάποια ανώτερη κοινωνική ή διοικητική θέση: «αν και βρίσκεται ψηλά, δεν ξεχνάει ποτέ τη λαϊκή καταγωγή του»·
    - γίνεται ψηλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
    - δε γαμάς ψηλά καπέλα! (και παπούτσια ελβιέλα!), δε γαμείς ψηλά καπέλα! (και παπούτσια ελβιέλα!), βλ. λ. καπέλο·
    - είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά, βλ. λ. Θεός·
    - είναι στα ψηλά ή είναι ψηλά, είναι σε κάποιο ύψος: «δε μπορώ να το φτάσω αυτό που μου ζητάς, γιατί είναι ψηλά»·
    - είναι ψηλός μέχρι το ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
    - έφτασε ψηλά, πέτυχε οικονομικά ή κατέλαβε ανώτατα αξιώματα: «ξεκίνησε φτωχός απ’ το χωριό του και μια μέρα έφτασε ψηλά»·
    - έφυγε με το κεφάλι ψηλά , βλ. λ. κεφάλι·
    - έχει ψηλή μύτη ή έχει ψηλά τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
    - έχω το κεφάλι ψηλά ή έχω ψηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
    - έχω το μέτωπο ψηλά ή έχω ψηλά το μέτωπο, βλ. λ. μέτωπο·
    - έχω ψηλά τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
    - η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, βλ. λ. επιστήμη·
    - κρατώ τη σημαία ψηλά ή κρατώ ψηλά τη σημαία, βλ. λ. σημαία·
    - κρατώ το κεφάλι ψηλά ή κρατώ ψηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
    - κρατώ το μέτωπο ψηλά ή κρατώ ψηλά το μέτωπο, βλ. λ. μέτωπο·
    - κρεμάει ψηλά το δισάκι του, βλ. λ. δισάκι·
    - μιλάει με πολύ ψηλά, έχει επαφές με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα: «μόνο αυτός ο άνθρωπος μπορεί να σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί μιλάει με πολύ ψηλά»·
    - να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά, βλ. λ. βουνό·
    - να ζήσετε σαν τα ψηλά βουνά, βλ. λ. βουνό·
    - ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, βλ. λ. Θεός·
    - ο ψηλός είναι ο υπηρέτης των κοντών, βλ. λ. υπηρέτης·
    - όποιος ψηλά κοιτά, γρήγορα χαμηλώνει, όποιος μεγαλοπιάνεται, όποιος μπερδεύεται με πράγματα που είναι ανώτερα από τις δυνάμεις του ή τις ικανότητές του τότε γρήγορα αποτυχαίνει: «να μετράς καλά τις δυνάμεις σου, πριν ασχοληθείς με κάποια δουλειά, γιατί όποιος ψηλά κοιτά, γρήγορα χαμηλώνει». Συνών. όποιος πολύ απλώνεται, γρήγορα μαζεύεται·   
    - παίζεται ψηλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
    - παίρνω ψηλά το χερουβικό, βλ. λ. χερουβικό·
    - παίρνω ψηλά τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
    - περπατώ με το κεφάλι ψηλά, βλ. λ. κεφάλι·
    - περπατώ με το μέτωπο ψηλά, βλ. λ. μέτωπο·
    - πήγε ψηλά, βλ. συνηθέστ. ανέβηκε ψηλά·
    - πιάνομαι από ψηλά, γίνομαι ακατάδεκτος, μεγαλοπιάνομαι: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, πιάστηκε από ψηλά»·
    - πιάνω ψηλά το χερουβικό, βλ. λ. χερουβικό·
    - πιάνω ψηλά τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
    - σηκώνω ψηλά τα χέρια (μου), βλ. λ. χέρι·
    - τα ψηλά βουνά έχουν και βαθιές χαράδρες, βλ. λ. βουνό·
    - τα ψηλά καπέλα, βλ. λ. καπέλο·
    - τα ψηλά κολάρα, βλ. λ. κολάρο·
    - τα ψηλά ρετιρέ, βλ. λ. ρετιρέ·
    - το παίρνω ψηλά, καυχιέμαι, κομπάζω: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκε με τον τάδε εφοπλιστή, το πήρε ψηλά κι όλο γι’ αυτό μιλάει»·
    - τον έχω ψηλά, τον σέβομαι, τον υπολήπτομαι, τον υπολογίζω πολύ: «είναι πολύ καλός και τίμιος άνθρωπος, γι’ αυτό κι εγώ τον έχω ψηλά»·
    - χέζε ψηλά κι αγνάντευε, βλ. λ. χέζω·
    - ψηλά τα χέρια! βλ. λ. χέρι·
    - ψηλά το κεφάλι! βλ. λ. κεφάλι·
    - ψηλό μουνί, αρχοντικό γαμήσι! ή ψηλό μουνί, καμαρωτό γαμήσι! βλ. λ. μουνί·
    - ψηλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
    - ψηλός και άμυαλος, βλ. λ. άμυαλος·
    - ψηλός και άχαρος, βλ. λ. άχαρος·
    - ψηλός σαν κυπαρίσσι, άτομο με ψηλό και λυγερό κορμί, ο ευθυτενής: «έχει έναν γιο ψηλό σαν κυπαρίσσι».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης