Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- χωρίς,
- πρόθ. [<αρχ. επίρρ. χωρίς (= χωριστά)], δίχως, με αιτιατ. ή να + υποτακτική, δηλώνει διάφορες σχέσεις, όρο, προϋπόθεση, τρόπο, εναντίωση: «χωρίς τη γυναίκα του δεν πάει πουθενά || χωρίς λεφτά (= αν δεν υπάρχουν λεφτά) δε γίνεται τίποτα || πήγε χωρίς φράγκο (= άφραγκος, αν και δεν είχε χρήματα) να στήσει μια τόσο μεγάλη επιχείρηση || ήρθε να μιλήσει για τόσο σοβαρό ζήτημα χωρίς να προετοιμαστεί (= απροετοίμαστος, αν και δεν είχε προετοιμαστεί». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς δεκάρα πώς θα παντρευτούμε Μανωλιό μου, πώς θα βάλουμε στεφάνι στον Άι Γιάννη)· βλ. και λ. δίχως. (Ακολουθούν 104 φρ.)·
- άνθρωπος χωρίς καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, βλ. λ. προσωπικότητα·
- άνθρωπος χωρίς συνείδηση, βλ. λ. άνθρωπος·
- βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί, βλ. λ. χωριό·
- γάιδαρος χωρίς σαμάρι, βλ. λ. γάιδαρος·
- γάμο χωρίς παπά, χέσ’ τονε, βλ. λ. γάμος·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε βγαίνει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. φωτιά1·
- δε γίνεται ομελέτα, χωρίς να σπάσεις αβγά, βλ. λ. ομελέτα·
- δεν κάνει χωρίς…, δεν μπορεί χωρίς… του είναι πολύ δύσκολο χωρίς…: «δεν κάνει χωρίς ποτό || δεν κάνει χωρίς τσιγάρο || δεν κάνει χωρίς τη γυναίκα του»·
- δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
- δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- δρόμος χωρίς επιστροφή, βλ. λ. δρόμος·
- δρόμος χωρίς τέλος, βλ. λ. δρόμος·
- είμαι χωρίς μία, βλ. λ. μία·
- είναι βάρκα χωρίς κουπιά, βλ. λ. βάρκα·
- είναι γάτα χωρίς νύχια, βλ. λ. γάτα·
- είναι χωρίς ηλικία, βλ. λ. ηλικία·
- είναι χωρίς καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι χωρίς νόημα, βλ. λ. νόημα·
- είναι χωρίς σημασία, βλ. λ. σημασία·
- είναι ψάρι χωρίς κόκαλο, βλ. λ. ψάρι·
- ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι, βλ. λ. άλογο·
- ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι, βλ. λ. ζωή·
- θα σε γαμήσω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- θα σε πηδήξω χωρίς βαζελίνη, βλ. λ. βαζελίνη·
- θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- θα στο κάνω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- κάνει και χωρίς…, βλ. λ. κάνω·
- λαός χωρίς μνήμη, βλ. λ. μνήμη·
- λόγια χωρίς περιεχόμενο, βλ. λ. λόγος·
- λόγια χωρίς ουσία, βλ. λ. ουσία·
- μας γάμησε χωρίς σάλιο ή με γάμησε χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- μας πήδηξε χωρίς βαζελίνη ή με πήδηξε χωρίς βαζελίνη, βλ. λ. βαζελίνη·
- μας πήδηξε χωρίς σάλιο ή με πήδηξε χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- μας το ’κανε χωρίς σάλιο ή μου το ’κανε χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- μας τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο ή μου τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. σάλιο·
- μένω χωρίς δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- μένω χωρίς μία, βλ. λ. μία·
- ξηγιέμαι κορδόνι χωρίς κόμπο, βλ. λ. κορδόνι·
- ο μύλος χωρίς νερό δεν αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- όσοι μήνες έχουν ρω, το κρασί χωρίς νερό, βλ. λ. μήνας·
- ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, βλ. λ. σπίτι·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε άντρας στο σπίτι, βλ. σπίτι·
- πάω κορδόνι χωρίς κόμπο, βλ. λ. κορδόνι·
- σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- ταξίδι χωρίς γυρισμό, βλ. λ. ταξίδι·
- ταξίδι χωρίς επιστροφή, βλ. λ. ταξίδι·
- την έχει χωρίς στεφάνι, βλ. λ. στεφάνι·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- χωρίς άλλη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- χωρίς άλλο, οπωσδήποτε, εξάπαντος: «θέλω χωρίς άλλο να ’ρθεις κι εσύ μαζί μου»·
- χωρίς αμφιβολία, βλ. λ. αμφιβολία·
- χωρίς αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
- χωρίς αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- χωρίς ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- χωρίς αντίκρισμα, βλ. λ. αντίκρισμα·
- χωρίς αποτέλεσμα, βλ. λ. αποτέλεσμα·
- χωρίς αστεία, βλ. λ. αστείος·
- χωρίς γαμπρό γάμος δε γίνεται, βλ. λ. γαμπρός·
- χωρίς δεκάρα, βλ. λ. δεκάρα·
- χωρίς δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- χωρίς δεύτερη σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- χωρίς δεύτερο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- χωρίς δόλωμα ψάρι δεν πιάνεται, βλ. λ. δόλωμα·
- χωρίς δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
- χωρίς έλεος, βλ. λ. έλεος·
- χωρίς καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- χωρίς κέρδος κέρατα! βλ. λ. κέρδος·
- χωρίς κέρδος κέρατα, χωρίς πομπές κουδούνια, βλ. λ. κέρδος·
- χωρίς κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- χωρίς λόγο ή χωρίς λόγο και αιτία, βλ. λ. λόγος·
- χωρίς μέτρο, βλ. λ. μέτρο·
- χωρίς να το καταλάβω, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- χωρίς να το θέλω, βλ. λ. θέλω·
- χωρίς να πέσει ντουφεκιά, βλ. λ. ντουφεκιά·
- χωρίς να ρίξει ντουφεκιά, βλ. ντουφεκιά·
- χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό, βλ. λ. καιρός·
- χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό, βλ. λ. λεπτό·
- χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα, βλ. λ. ώρα·
- χωρίς όρια, βλ. λ. όριο·
- χωρίς όρους, βλ. λ. όρος·
- χωρίς πεντάρα, βλ. λ. πεντάρα·
- χωρίς περιστροφές, βλ. λ. περιστροφή·
- χωρίς πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- χωρίς πολλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- χωρίς πολλές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- χωρίς προηγούμενο, βλ. λ. προηγούμενο·
- χωρίς σταματημό, βλ. λ. σταματημός·
- χωρίς συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- χωρίς τα καλοκαίρια, βλ. λ. καλοκαίρι·
- χωρίς τυμπανοκρουσίες, βλ. λ. τυμπανοκρουσία·
- χωρίς υπερβολή, βλ. λ. υπερβολή·
- χωρίς φόβο και πάθος, βλ. λ. φόβος·
- χωρίς φράγκο, βλ. λ. φράγκο·
- χωρίς φύλλο συκής, βλ. λ. φύλλο·
- χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει, βλ. λ. καπνός1·
- χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει η αγάπη, βλ. λ. αγάπη·
- ψωμί δε γίνεται χωρίς προζύμι, βλ. λ. ψωμί. - πρόθ. [<αρχ. επίρρ. χωρίς (= χωριστά)], δίχως, με αιτιατ. ή να + υποτακτική, δηλώνει διάφορες σχέσεις, όρο, προϋπόθεση, τρόπο, εναντίωση: «χωρίς τη γυναίκα του δεν πάει πουθενά || χωρίς λεφτά (= αν δεν υπάρχουν λεφτά) δε γίνεται τίποτα || πήγε χωρίς φράγκο (= άφραγκος, αν και δεν είχε χρήματα) να στήσει μια τόσο μεγάλη επιχείρηση || ήρθε να μιλήσει για τόσο σοβαρό ζήτημα χωρίς να προετοιμαστεί (= απροετοίμαστος, αν και δεν είχε προετοιμαστεί». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς δεκάρα πώς θα παντρευτούμε Μανωλιό μου, πώς θα βάλουμε στεφάνι στον Άι Γιάννη)· βλ. και λ. δίχως. (Ακολουθούν 104 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης