Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • χρυσός, -ή, -ό,
    επίθ. [<μσν. χρυσός <αρχ. χρυσούς, κατά τα επίθ. σε -ός], χρυσός. 1. που έχει πολύ καλούς τρόπους, πολύ καλό χαρακτήρα και ήθος, που έχει πολύ καλά αισθήματα, πολύ καλή καρδιά: «μ’ αρέσει να κάνω παρέα μαζί του, γιατί είναι χρυσό παλικάρι || είναι πολύ τυχερός, γιατί παντρεύτηκε μια πολύ χρυσή γυναίκα». 2α. το αρσ. ως ουσ. ο χρυσός, το χρυσάφι: «ο χρυσός είναι το πιο ακριβό μέταλλο». β. οτιδήποτε θεωρούμε εξαιρετικά πολύτιμο: «είμαι πολύ τυχερός, γιατί έχω ένα φίλο που είναι σκέτος χρυσός || οι συμβουλές του ήταν χρυσός για μένα». 3. το ουδ. ως ουσ. το χρυσό, το χρυσό μετάλλιο: «ο πρώτος  Έλληνας αθλητής που πήρε το χρυσό στην άρση βαρών ήταν ο Πύρρος Δήμας». (Ακολουθούν 53 φρ.)·
    - Αλωνάρη με τ’ αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια, βλ. λ. Αλωνάρης·
    - βάζω το χρυσό δοντάκι ή βάζω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
    - βγάζω το χρυσό δοντάκι ή βγάζω χρυσό δοντάκι·
    - βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου! βλ. λ. καλός·
    - βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε την κότα που (του) κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά, βλ. λ. κότα·
    - γράφω με χρυσά γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
    - είναι το χρυσό πάπλωμα (κάποιος για κάποιον), βλ. λ. πάπλωμα·
    - είναι χρυσή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
    - είναι χρυσό ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
    - έχει χρυσή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
    - ζει σε χρυσό κλουβί, βλ. λ. κλουβί·
    - ζω ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
    - ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
    - η σιωπή είναι χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
    - θα μας κάνει το χρυσό αβγό ή θα μας κάνει το χρυσό τ’ αβγό, βλ. λ. αβγό·
    - θα τρώμε με χρυσά κουτάλια, βλ. λ. κουτάλι·
    - κάθεται σε χρυσό θρόνο, βλ. λ. θρόνος·
    - κάνω ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
    - κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
    - μακαρόνια με τα χρυσά πιρόνια, βλ. λ. πιρούνι·
    - μαύρος χρυσός, το πετρέλαιο: «πολλοί πόλεμοι έχουν γίνει μέχρι τώρα για το μαύρο χρυσό»·
    - ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
    - ο χρυσός κι αν ξεφλουδίζεται, πάλι χρυσάφι μένει, το ήθος, η ευγένεια του χαρακτήρα, τα ευγενικά αισθήματα του ανθρώπου, δε χάνονται με τις ατυχίες της ζωής, τη δυστυχία ή τη φτώχεια: «παρ’ όλες τις κατραπακιές που έφαγε απ’ τη μοίρα του, διατηρεί την αρχοντιά και την ευγένειά του, γιατί ο χρυσός κι αν ξεφλουδίζεται, πάλι χρυσάφι μένει». Συνών. ο βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει / η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα είναι·  
    - όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια; βλ. λ. γαϊδούρι·
    - ό,τι γυαλίζει, δεν είναι χρυσός, βλ. φρ. ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός·
    - ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός, α. (για πρόσωπα) η εξωτερική ομορφιά δεν κρύβει πάντα και καλά αισθήματα: «τόσο όμορφο παιδί και να έχει τέτοια κακία! -Ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός». β. (για πράγματα) η επιφανειακή λάμψη δε σημαίνει πως έχει και αντίκρισμα: «έλεγξε τ’ αυτοκίνητο σ’ ένα μηχανικό και μην επαναπαύεσαι που έχει μοντέρνα γραμμή, γιατί ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός κι ό,τι βλέπεις μπορεί να ’ν’ αλλιώς
    - παίρνω το χρυσό δοντάκι ή παίρνω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
    - περνώ ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
    - πήρε τη χρυσή δόση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βλ. λ. δόση·
    - σέρνει ο λαγός το λέοντα με το χρυσό το ράμμα, βλ. λ. ράμμα·
    - τα χρυσά δάχτυλα, βλ. λ. δάχτυλο·
    - τα χρυσά πόδια, βλ. λ. πόδι·
    - τα χρυσά χέρια, βλ. λ. χέρι·
    - το πλήρωσα χρυσό, (για πράγματα) μου κόστισε πολύ ακριβά η αγορά ή η κατασκευή του: «πήρα στη γυναίκα μου ένα δαχτυλίδι για τη γιορτή της και το πλήρωσα χρυσό || έχτισα ένα σπιτάκι στην εξοχή και το πλήρωσα χρυσό»·
    - το χρυσό γκολ, βλ. λ. γκολ·
    - τον έκανα χρυσό, τον θερμοπαρακάλεσα, τον ικέτευσα: «τον έκανα χρυσό μέχρι ν’ αποσύρει τη μήνυση || τον έκανα χρυσό να με βοηθήσει, αλλά αυτός επέμενε στην αρχική του άρνηση»·
    - τον πλήρωσα χρυσό, (για πρόσωπα) μου κόστισε πολύ ακριβά η υπηρεσία που μου προσέφερε: «βρήκα έναν πολύ καλό δικηγόρο να με υπερασπίσει στη δίκη, αλλά τον πλήρωσα χρυσό»· 
    - τρώει με χρυσά κουτάλια, βλ. λ. κουτάλι·
    - χαράζω με χρυσά γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
    - χρυσέ μου! α. προσφώνηση λατρείας από γυναίκα σε άντρα: «τι φαγητό θέλεις να σου μαγειρέψω το μεσημέρι, χρυσέ μου!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι λες, χρυσέ μου, που δε θα βγω έξω με τις φιλενάδες μου!»· 
    - χρυσή αλλαγή, βλ. λ. αλλαγή·
    - χρυσή εποχή, βλ. λ. εποχή·
    - χρυσή ευκαιρία, βλ. λ. ευκαιρία·
    - χρυσή μου! α. προσφώνηση λατρείας από άντρα σε γυναίκα, αλλά και από γυναίκα σε γυναίκα: «γιατί, χρυσή μου, δεν έχεις κέφια! || θα ’ρθεις, χρυσή μου, να πιούμε ένα καφεδάκι!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι λες, χρυσή μου, που δε θα βγω έξω με τους φίλους μου! || τι λες, χρυσή μου, που θα σου δώσω να φορέσεις τη γούνα μου!». Συνοδεύεται συνήθως από μίμηση της γυναικείας φωνής από τον άντρα και ταυτόχρονο χάδι στο σαγόνι ή ελαφρό τσίμπημα στο μάγουλό του συνομιλητή του·
    - χρυσή τύχη, βλ. λ. τύχη·
    - χρυσή φωνή, βλ. λ. φωνή·
    - χρυσό βραχιόλι, βλ. λ. βραχιόλι·
    - χρυσό λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
    - χρυσό μου! α. προσφώνηση λατρείας από γυναίκα σε άντρα, αλλά και από άντρα σε γυναίκα: «θέλεις να σου φέρω τίποτα, χρυσό μου!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «έτσι σ’ έμαθαν να λες, χρυσό μου!».
    - χρυσοί γάμοι, βλ. λ. γάμος·
    - χρυσός άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
    - χρυσός δίσκος, βλ. λ. δίσκος·
    - χρυσός Ολυμπιονίκης, αθλητής που σε Ολυμπιακούς αγώνες κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο: «ο Πύρρος Δήμας είναι χρυσός Ολυμπιονίκης || η Βούλα Πατουλίδου υπήρξε χρυσή Ολυμπιονίκης || πολλοί αθλητές μας υπήρξαν χρυσοί Ολυμπιονίκες στην Ολυμπιάδα του 2004 στην Αθήνα».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης