Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • χορός, ο,
    ουσ. [<αρχ. χορός], ο χορός. 1. (με γεν. ουσ.) δηλώνει κάτι που γίνεται σε μεγάλη έκταση: «στην αγορά αναμένεται χορός ανατιμήσεων || στη λοβιτούρα του υπουργού αναφέρεται από τον Τύπο χορός εκατομμυρίων || στο χορό των εξοπλισμών έχουν εμπλακεί πολλές χώρες». 2.  (στη γλώσσα της φυλακής) τα σωματικά μαρτύρια: «όποιος δεν κάθεται καλά στη φυλακή, δεν το γλιτώνει το χορό». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
    - άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις, α. όταν εμπλακείς, θεληματικά ή όχι, σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, θα αναγκαστείς να συμμετάσχεις σε αυτή, μέχρι να τελειώσει: «τώρα που μπλέχτηκες σ’ αυτή την υπόθεση, δεν μπορείς να φύγεις, γιατί, άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις». β. έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος πως είναι γνώστης ή αποφασισμένος να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες κάποιου εγχειρήματός του: «το ξέρω πως είναι δύσκολη δουλειά αυτή που αναλαμβάνω, όμως, άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις»·
    - άναψε ο χορός, πήρε μεγάλες διαστάσεις, συμμετείχαν όλοι οι παρευρισκόμενοι: «κοντά στα μεσάνυχτα άναψε ο χορός». (Τραγούδι: άναψ’ ο χορός, στην πόλη πυρκαγιά, πάνω στις ταράτσες, μέσα στα στενά, ξύπνησα με γέλια και ξεφωνητά, κι είχαν από πάνω πάρτι τα παιδιά
    - ανοίγω το χορό, αρχίζω να χορεύω πρώτος: «τιμής ένεκεν άνοιξε το χορό ο παππούς με τη γιαγιά»·
    - εν χορώ, όλοι μαζί, με μια φωνή, ομόφωνα: «στην πρόταση του προέδρου οι σύνεδροι συμφώνησαν εν χορώ»·
    - έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, όποιος δε γνωρίζει τις πραγματικές δυσκολίες που έχει μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε του είναι εύκολο να κάνει διάφορες υποδείξεις ή να ασκεί κριτική: «τα νομίζεις όλα εύκολα, γιατί έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε»·
    - κατά τον καιρό και το χορό, βλ. λ. καιρός·
    - κι ο χορός καλά κρατεί, λέγεται στην περίπτωση που διαιωνίζεται μια αρνητική κατάσταση: «μετά την απεργία των εμποροϋπαλλήλων, απεργίες εξήγγειλαν οι καθηγητές, οι νοσοκομειακοί γιατροί, οι δικηγόροι κι ο χορός καλά κρατεί»·
    - μ’ αφήνουν έξω απ’ το χορό, δε με συμπεριλαμβάνουν σε μια δουλειά, υπόθεση ή διαδικασία από την οποία μπορώ να ωφεληθώ: «όταν πρόκειται για καμιά καλή δουλειά, μ’ αφήνουν έξω απ’ το χορό»·
    - μένω έξω απ’ το χορό, α. δε συμμετέχω σε κάποια δουλειά, υπόθεση ή διαδικασία: «μου πρότειναν να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά, επειδή μου φάνηκε ύποπτη, έμεινα έξω απ’ το χορό». β. μένω αμέτοχος σε κάποια ενέργεια ή πράξη, ιδίως κακή: «όλοι κάποια στιγμή αρπάχτηκαν στα χέρια και μόνο εγώ έμεινα έξω απ’ το χορό». γ. δε με συμπεριλαμβάνουν σε κάποια παροχή: «όλοι σας τσεπωθήκατε μια χαρά και μόνο εγώ έμεινα έξω απ’ το χορό»·
    - μπαίνω στο χορό, α. αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους χορευτές: «πολύ μ’ αρέσουν οι δημοτικοί χοροί και, κάθε φορά που πηγαίνω στο πανηγύρι του χωριού μου, μπαίνω στο χορό». (Λαϊκό τραγούδι: μπάτε, κορίτσια, στο χορό κι αφήστε με μονάχη, λύγισα σαν το στάχυ ω ω ω, κι άλλο ν’ αντέξω δεν μπορώ). β. εμπλέκομαι σε μια διαδικασία με ή χωρίς τη θέλησή μου: «οι χώρες των Βαλκανίων μπήκαν στο χορό των εξοπλισμών». (Τραγούδι: πήγα λοιπόν ο αμφισβητίας, στα αφεντικά της παραλίας, και μπήκα έτσι στο χορό, στα μπουζουξήδικα κι εγώ
    - ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση, βλ. λ. γαμήσι·
    - ο χορός της κοιλιάς, ανατολίτικος χορός που χορεύεται ιδίως από γυναίκες και χαρακτηρίζεται από την έντονη αισθησιακή κίνηση της κοιλιάς και των γοφών: «ο χορός της κοιλιάς είναι ένας χαρακτηριστικός γυναικείος χορός της Ανατολής»·
    - ο χορός του Ησαΐα, βλ. λ. Ησαΐας·
    - πιάνω το χορό, αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους χορευτές: «μόλις ήρθαμε στο κέφι, πιάσαμε το χορό». (Τραγούδι: εν δυο τρία, πιάσε το χορό, δεκαπέντε χρόνια έχω να χαρώ
    - ο χορός των χορών, το ζεϊμπέκικο: «θεωρεί πως το ζεϊμπέκικο είναι ο χορός των χορών». Η πατρότητα ανήκει στον Γιάννη Τσαρούχη·
    - σέρνω το χορό, α. χορεύω πρώτος σε κυκλικό χορό και οδηγώ τους υπόλοιπους χορευτές: «ο παππούς καμάρωνε τον εγγονό του που έσερνε το χορό || νιώθω μια ιδιαίτερη ικανοποίηση, όταν σέρνω το χορό». β. είμαι υπεύθυνος σε μια ομάδα ατόμων, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «ποιος σέρνει το χορό σ’ αυτό το εργοτάξιο;». Από την εικόνα του ατόμου που χορεύει πρώτος σε ένα κυκλικό χορό και οδηγεί τους υπόλοιπους χορευτές·
    - στήνω το χορό ή στήνω χορό, αρχίζω να χορεύω, χορεύω: «όπως ήταν μεθυσμένος, έστησε το χορό μέσ’ στη μέση του δρόμου || μόλις έρχεται στο κέφι, όπου και να βρεθεί στήνει αμέσως χορό». (Λαϊκό τραγούδι: σύρτε φέρτε τα μπουζούκια, φέρτε τα για να χαρώ, να μερακλωθεί ο χάρος και να στήσει το χορό
    - το στρώνω στο χορό, αρχίζω να χορεύω, χορεύω: «όταν είναι στα κέφια του, το στρώνει στο χορό»·
    - τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε, από τη στιγμή, που, καλώς ή κακώς, συμμετέχουμε σε μια διαδικασία, θα πρέπει να προσπαθήσουμε και εμείς μαζί με τους άλλους να τη φέρουμε σε πέρας: «δεν ήθελα να πάρω μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά, τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
    - χορεύω το χορό του Ζαλόγγου, ενεργώ απεγνωσμένα: «μ’ αυτή την κίνηση που κάνω, χορεύω το χορό του Ζαλόγγου, προκειμένου να σώσω την επιχείρησή μου». Αναφορά στο χορό των γυναικών του Σουλίου που έπεσαν το 1803 στον γκρεμό του Ζαλόγγου, προκειμένου να γλιτώσουν από τα χέρια των Τούρκων·
    - χορεύω το χορό του Ησαΐα, βλ. λ. Ησαΐας.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης