Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • χορεύω,
    ρ. [<αρχ. χορεύω <χορός], χορεύω· (στη γλώσσα της φυλακής) υφίσταμαι σωματικά μαρτύρια: «χτες βράδυ τον πήραν στην απομόνωση και τον χόρεψαν». (Ακολουθούν 34 φρ.)·
    - αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
    - άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις, βλ. λ. χορός·
    - δυο λαλούν και τρεις χορεύουν, λέγεται ειρωνικά για άτομο που βρίσκεται πάντοτε εν ευθυμία και, κατ’ επέκτ., που δεν είναι σοβαρό, που δεν είναι ικανό να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «προς Θεού, μην του αναθέσεις το παραμικρό, γιατί είναι απ’ αυτούς που δυο λαλούν και τρεις χορεύουν»·
    - θα τον χορέψω ή θα τον κάνω να χορέψει, α. θα του δημιουργήσω μεγάλα προβλήματα, θα τον ταλαιπωρήσω: «θα τον χορέψω μέχρι να του εγκρίνω το δάνειο». β. θα τον τιμωρήσω σκληρά με ξυλοδαρμό, θα τον ξυλοκοπήσω: «αν αποδειχτεί αλήθεια πως αυτός με κάρφωσε, θα τον κάνω να χορέψει, μόλις τον συναντήσω». Συνών. θα τον χοροπηδήσω ή θα τον κάνω να χοροπηδήσει·
    - θα τον χορέψω καλαματιανό ή θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό, βλ. λ. καλαματιανός·
    - θα τον χορέψω καρσιλαμά ή θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά, βλ. λ. καρσιλαμάς·
    - θα τον χορέψω σάμπα ή θα τον κάνω να χορέψει σάμπα, βλ. λ. σάμπα·
    - θα τον χορέψω στο ταψί ή θα τον κάνω να χορέψει στο ταψί, βλ. λ. ταψί·
    - θα τον χορέψω τσάμικο ή θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο, βλ. λ. τσάμικος·
    - θα τον χορέψω τσάρλεστον ή θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον, βλ. λ. τσάρλεστον·
    - μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, βλ. λ. μοναχός·
    - νηστικό αρκούδι δε χορεύει, βλ. λ. αρκούδι·
    - όπως μας λαλήσουν, θα χορέψουμε, βλ. λ. λαλώ·
    - όπως του βαρούν, χορεύει, βλ. λ. βαρώ·
    - όπως του λαλούν, χορεύει, βλ. λ. λαλώ·
    - όπως του παίζουν, χορεύει, βλ. λ. παίζω·
    - όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια, βλ. λ. γάτος·
    - όταν λείπει ο γάτος, χορεύουν τα ποντίκια, βλ. λ. γάτος·
    - το Ησαΐα χόρευε, βλ. λ. Ησαΐας·
    - το μουνί της χορεύει καστανιέτες, βλ. λ. καστανιέτα·
    - τον χόρεψε, α. του δημιούργησε προβλήματα, τον ταλαιπώρησε: «μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει, τον χόρεψε τον φουκαρά». β. τον ξυλοκόπησε: «του τα ’χε από καιρό φυλαγμένα και με την πρώτη ευκαιρία, τον άρπαξε στα χέρια του και τον χόρεψε». Από την εικόνα του ατόμου που δέχεται χτυπήματα από κάποιον και που οι κινήσεις που κάνει κάθε τόσο, για να αποφεύγει τα χτυπήματα, ή από τον πόνο που νιώθει, το κάνει να φαίνεται πως χορεύει·
    - τον χόρεψε καλαματιανό, βλ. λ. καλαματιανός·
    - τον χόρεψε καρσιλαμά, βλ. λ. καρσιλαμάς·
    - τον χόρεψε σάμπα, βλ. λ. σάμπα·
    - τον χόρεψε στο ταψί, βλ. λ. ταψί·
    - τον χόρεψε τσάμικο, βλ. λ. τσάμικος·
    - τον χόρεψε τσάρλεστον, βλ. λ. τσάρλεστον·
    - τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε, βλ. λ. χορός·
    - χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά·
    - χορεύω στο δικό του (το) σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
    - χορεύω στους ρυθμούς των ρίχτερ, βλ. λ. ρίχτερ·
    - χορεύω το χορό του Ζαλόγγου, βλ. λ. χορός·
    - χορεύω το χορό του Ησαΐα, βλ. λ. χορός·
    - χορεύω τον Ησαΐα, βλ. λ. Ησαΐας.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης