Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • χιόνι, το,
    ουσ. [<μσν. χιόνι <μτγν. χιόνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χιών ἡ], το χιόνι. Υποκορ. χιονάκι, το. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
    - γράφ’ τα στο χιόνι ή γράψ’ τα στο χιόνι, μην υπολογίζεις να σου επιστρέψει τα χρήματα που του δάνεισες: «αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γράφ’ τα στο χιόνι, γιατί είναι μεγάλος μπαταχτσής». Από το ότι ό,τι γράφει κανείς στο χιόνι, εξαφανίζεται μετά από λίγες μέρες, όταν αυτό λιώσει·
    - έρχονται (τα) χιόνια στα μαλλιά μου ή έρχονται στα μαλλιά μου (τα) χιόνια, ασπρίζουν τα μαλλιά μου και, κατ’ επέκτ., γερνώ: «μόλις αντιλήφθηκα να ’ρχονται χιόνια στα μαλλιά μου, μ’ έπιασε βαριά κατάθλιψη». (Τραγούδι: περνούν οι μέρες, περνούν τα χρόνια και στα μαλλιά μας έρχονται χιόνια
    - έχει χιόνια, (για τηλεοράσεις) η εικόνα δεν είναι καθαρή γιατί παρουσιάζει χιλιάδες λευκές κουκκίδες, που τρεμοπαίζουν και σου δίνουν την εντύπωση πως χιονίζει: «δεν έχει καθαρή εικόνα η τηλεόρασή μου, γιατί, απ’ τη μέρα που χάλασε η κεραία της, έχει χιόνια»·
    - θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. φρ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι· 
    - θα τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι·
    - θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, δε θα τον αφήσω σε ησυχία, θα τον κυνηγήσω, μέχρι να τον πιάσω και να τον εκδικηθώ: «για το κακό που μου ’κανε, θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι». Από το ότι δεν υπάρχει μαύρο χιόνι· 
    - θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω μα πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. φρ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι·
    - θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. συνηθέστ. θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι·
    - μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια ή μαθημένα τα βουνά στα χιόνια, βλ. λ. βουνό·
    - ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, βλ. λ. Θεός·
    - σαν τα χιόνια! επιφών. έκπληξης για κάποιον που έρχεται ξαφνικά να μας επισκεφτεί ύστερα από πολύ καιρό και που είναι καλοδεχούμενος. (Λαϊκό τραγούδι: είχα που λες να σε δω κάτι χρόνια, κι ήρθες εχθές ξαφνικά σαν τα χιόνια). Συνών. σαν τα μάραθα(!)·
    - συνηθισμένα τα βουνά απ’ τα χιόνια ή συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια, βλ. λ. βουνό·
    - το ’στρωσε το χιόνι, βλ. συνηθέστ. το ’στρωσε, λ. στρώνω·
    - του Φλεβάρη το χιόνι, είναι στο τηγάνι μέσα, βλ. λ. Φλεβάρης·
    - χιόνι του Δεκέμβρη, χρυσάφι του καλοκαιριού, βλ. λ. καλοκαίρι.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης