Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • χίλιοι, -ιες, -ια,
    αριθμητ. απόλ. [<αρχ. χίλιοι, χίλια], χίλιοι. (Ακολουθούν 45 φρ.)·
    - άλλαξε χίλια χρώματα, βλ. λ. χρώμα·
    - άμα θέλω να σε βρίσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, βλ. λ. αφορμή·
    - ανεβάζω χίλιους σφυγμούς, βλ. λ. σφυγμός·
    - απ’ το χίλια εννιακόσια τόσο, λέγεται για κάτι που υπάρχει ή που έγινε από παλιά: «η φιλία μας ξεκινάει απ’ το χίλια εννιακόσια τόσο || έχει ένα σαραβαλάκι απ’ το χίλια εννιακόσια τόσο»·
    - άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, πουλί·
    - αφέντης ένας και πολύς, και χίλιοι φίλοι, λίγοι, βλ. λ. φίλος·
    - βάζω χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
    - δε θα γίνω (και) χίλια κομμάτια! βλ. λ. κομμάτι·
    - ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, βλ. λ. δουλειά·
    - έφυγε με χίλια, έφυγε αστραπιαία: «μόλις έμαθε πως χτύπησε η μάνα του, έφυγε με χίλια για το σπίτι»·
    - … κι ας ψοφήσουν χίλι’ αρνιά, βλ. λ. αρνί·
    - λένε χίλια δυο πίσω του, βλ. λ. πίσω·
    - μ’ έκανε χίλια κομμάτια ή μ’ έχει κάνει χίλια κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
    - με (τα) χίλια βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
    - με (τα) χίλια ζόρια, βλ. λ. ζόρι·
    - με (τα) χίλια παρακάλια, βλ. λ. παρακάλι(ο)·
    - μια στις χίλιες, σε πάρα πολύ αραιά χρονικά διαστήματα: «απ’ αυτό το μπαράκι περνάει μια στις χίλιες»·
    - μια φορά στα χίλια χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
    - να ζήσεις χίλια χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
    - πάει με χίλια, (για πρόσωπα ή τροχοφόρα) αναπτύσσει υπερβολική ταχύτητα: «όταν τον κυνηγάνε, πάει με χίλια || αγόρασα ένα αυτοκίνητο που πάει με χίλια»·
    - περάσαμε χίλιες και μία νύχτες, βλ. λ. νύχτα·
    - Σαββάτο να ’ναι μάστορα (κι) ας είν’ και χίλιες ώρες, βλ. λ. Σάββατο·
    - σαν δε θέλω, γριά, να σε φιλήσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, βλ. λ. γριά·
    - σαν και σένα, βρε κασίδη, χίλιους έχουμε στο ξίδι, βλ. λ. κασίδης·
    - σας ζητώ χίλια συγνώμη ή χίλια συγνώμη, βλ. λ. συγνώμη·
    - το φίδι που δε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια, βλ. λ. φίδι·
    - τον πάω με χίλια, (στη νεοαργκό) τον συμπαθώ απεριόριστα και για το λόγο αυτό επιδιώκω την παρέα του, τη συντροφιά του: «επειδή είναι πολύ ιν, τον πάω με χίλια». (Τραγούδι: σ’ αγαπώ και σε πάω με χίλια σου ’χω ζήλια)· βλ. και φρ. τον πήγε με χίλια·
    - τον πήγε με χίλια, τον μετέφερε με το όχημά του αναπτύσσοντας υπερβολική ταχύτητα: «επειδή φοβόταν πως δε θα προλάβαινε τ’ αεροπλάνο, τον πήρε ο τάδε με τ’ αμάξι του και τον πήγε με χίλια στ’ αεροδρόμιο»· βλ. και φρ. τον πάω με χίλια·
    - τρέχει με χίλια, βλ. συνηθέστ. πάει με χίλια·
    - φέρνει από χίλιες βρύσες νερό, βλ. λ. βρύση·
    - χείλι με χείλι το μαθαίνουν χίλιοι, βλ. λ. χείλι· 
    - χίλια δυο, πάρα πολλά και διάφορα: «το τάδε σούπερ μάρκετ έχει χίλια δυο αγαθά || έχει χίλια δυο κουσούρια». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου πεις, μη μου πεις πως τελειώσαν όσα δώσαν πνοή στη ζωή μου. Χίλιοι δυο, χίλια δυο με προδώσαν και φοβάμαι και τρέμ’ η ψυχή μου // το ξέρω ζήτησες δουλειά, σε χίλια δυο αφεντικά
    - χίλια και χίλια πόσα κάνουν; ή χίλια και χίλια πόσο κάνουν; λογοπαίγνιο υπό τύπο αινίγματος, ανάμεσα στο αριθμητικό χίλια και στο ομόηχο πλ. χείλια, του ουσ. χείλι. Η ζητούμενη απάντηση είναι ένα φιλί·
    - χίλια τα εκατό ή χίλια τοις εκατό, βλ. λ. εκατό·
    - χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, βλ. λ. χέρι·
    - χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
    - χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
    - χίλιες φορές, βλ. λ. φορά·
    - χίλιες φορές χαλάλι, βλ. λ. χαλάλι·
    - χίλιοι δυο, πάρα πολλοί και διάφοροι: «μόλις μαθεύτηκε πως η είσοδος ήταν δωρεάν, μαζεύτηκαν χίλιοι δυο που ήθελαν να μπουν μέσα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει χίλιους δυο καημούς, δεν τονε δέρν’ ο πόνος, κι αν είναι πλούσιος ή φτωχός αυτός το ξέρει μόνος
    - χίλιοι καλοί χωράνε, φιλοφρονητική έκφραση σε κάποιον που μας ρωτάει, αν υπάρχει χώρος ή θέση για να μπει κάπου, ή να συμμετάσχει κι αυτός σε κάτι που προγραμματίζεται από κάποιους·
    - χίλια μύρια, πάρα πολλά, πολυάριθμα: «πέρασε χίλια μύρια βάσανα, μέχρι να σπουδάσει τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: χίλια μύρια κύματα μακριά το Αϊβαλί      
    - χίλιοι μύριοι, πάρα πολλοί, πολυάριθμοι: «με την οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, χίλιοι μύριοι έμειναν χωρίς δουλειά». (Αίνιγμα: χίλιοι μύριοι καλογέροι σ’ ένα ράσο τυλιγμένοι), το ρόδι·
    - χίλιοι νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, βλ. λ. νεκρός·
    - χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, βλ. λ. εχθρός·
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης