Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- χείλι, το,
- ουσ. [από τον πλ. χείλη-α >χείλια, κατά το σχήμα μάτια >μάτι], το χείλι· στον πλ. τα χείλια κ. τα χείλη, το άκρο στο οποίο καταλήγει ένα άνοιγμα: «στεκόταν στα χείλια του πηγαδιού και παρατηρούσε το νερό που υπήρχε στο βάθος || του ζήτησα να πιω λίγο νερό και μου γέμισε το ποτήρι ως τα χείλια». Υποκορ. χειλάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. χειλάρα, η (βλ. λ.)· βλ. και λ. χείλος. (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- από ανεπίσημα χείλη, από πρόσωπο που δεν κατέχει κάποιο δημόσιο ή άλλο αξίωμα, και για το λόγο αυτό η είδηση, η πληροφορία που μεταδίδει δεν μπορεί να είναι έγκυρη: «μην πιστεύετε τις πληροφορίες που κυκλοφορούν από ανεπίσημα χείλη, γιατί μόνο σκοπό έχουν να βλάψουν την κυβέρνηση»·
- από ανεύθυνα χείλη, από πρόσωπο που είναι εντελώς αναρμόδιο για κάτι, και για το λόγο αυτό η είδηση, η πληροφορία που μεταδίδει δεν είναι έγκυρη: «οι εργαζόμενοι δεν έδωσαν βάση στην είδηση για αύξηση των μισθών τους, γιατί αυτή κυκλοφόρησε από ανεύθυνα χείλη»·
- από επίσημα χείλη, από πρόσωπο που κατέχει κάποιο δημόσιο ή άλλο αξίωμα και για το λόγο αυτό η είδηση, η πληροφορία που μεταδίδει, πρέπει να θεωρείται έγκυρη: «η είδηση ανακοινώθηκε από επίσημα χείλη και μέχρι τη στιγμή αυτή δε βγήκε κανείς να τη διαψεύσει»·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- από υπεύθυνα χείλη, από πρόσωπο ή όργανο που είναι αρμόδιο για κάτι, και για το λόγο αυτό η είδηση ή η πληροφορία που μεταδίδει είναι έγκυρη: «η είδηση για την καταβολή του πριμ παραγωγικότητας ανακοινώθηκε από υπεύθυνα χείλη»·
- αυτά τα χείλη έχουμε, τέτοια φιλιά δίνουμε, α. προσφέρουμε ανάλογα με τις δυνατότητες ή τις ικανότητές μας: «μην το πάρεις κατάκαρδα που συμβάλλω στην προσπάθειά σου μ’ αυτά τα λίγα, αλλά αυτά τα χείλη έχουμε, τέτοια φιλιά δίνουμε». β. λέγεται και με επιθετική διάθεση στην περίπτωση που μας ελέγχουν για μειωμένη απόδοσή μας, ενώ αυτή είναι η δυνατότητά μας·
- γελάει το χείλι του, είναι πολύ χαρούμενος, πολύ ευτυχισμένος: «μετά από τόσες στενοχώριες γελάει, επιτέλους, το χείλι του, που πήρε ο γιος του το πτυχίο του γιατρού». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί πατέρα, γιατί πατέρα τα δυο σου χείλη να μη γελούν, μόνο απ’ τα μάτια σου αχ! τα θλιμμένα δάκρυα μαύρα κρυφοκυλούν)·
- γλείφω τα χείλια μου, βλ. φρ. να γλείφεις (και) τα χείλια σου(!)·
- δαγκάνει τα χείλια του, νιώθει αμηχανία ή νευρικότητα: «αφού όλα τα πράγματα εξελίσσονται μια χαρά, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δαγκάνει τα χείλια του!»·
- δάγκασε τα χείλια του, βλ. συνηθέστ. δάγκασε τη γλώσσα του, λ. γλώσσα·
- δε βγάζω λέξη απ’ τα χείλη μου, βλ. λ. λέξη·
- δε σάλεψαν τα χείλη μου, δεν άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω, δεν είπα το παραμικρό: «όση ώρα μιλούσε ο άλλος, δε σάλεψαν τα χείλη μου»·
- δεν έσκασε χείλι, δε γέλασε κανένας: «ήταν τόσο άνοστο το ανέκδοτο που μας είπε, που δεν έσκασε χείλι»·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ τα χείλη του, βλ. λ. λέξη·
- είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, βλ. λ. χαμόγελο·
- έσκασαν τα χείλη μου, ξεράθηκαν και δημιουργήθηκαν σχισμές, συνήθως από δριμύ ψύχος ή από υπερβολική ζέστη: «κατά τη διάρκεια της ορειβασίας που έκανα στον Όλυμπο, έσκασαν τα χείλη μου»·
- έσκασε το χείλι του, γέλασε, χαμογέλασε: «επιτέλους, άφησε το σοβαρό ύφος που είχε, κι έσκασε το χείλι του»·
- έχει γλυκά χείλη, (ιδίως για γυναίκες) είναι φιλήδονα: «χαίρεσαι να τη φιλάς, γιατί έχει γλυκά χείλη»·
- κρέμομαι απ’ τα χείλη του, α. τον ακούω με μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί λέει πράγματα άκρως ενδιαφέροντα ή γιατί είναι δεινός ρήτορας: «κάθε φορά που ακούω αυτόν τον άνθρωπο να μιλάει, κρέμομαι απ’ τα χείλη του». β. εξαρτιέμαι απόλυτα από την απόφαση ή τη γνώμη που θα εκφέρει για μένα: «τέλειωσε η δίκη, και τώρα κρέμομαι απ’ τα χείλη του δικαστή || πριν με πάρει στη δουλειά του θέλει να ρωτήσει τον τάδε για μένα, και τώρα κρέμομαι απ’ τα χείλη του»·
- με το χαμόγελο στα χείλι, βλ. λ. χαμόγελο·
- μέχρι τα χείλια, βλ. φρ. ως τα χείλια·
- μολύβι για τα χείλη, βλ. λ. μολύβι·
- μου τηγάνισε το ψάρι στα χείλη, βλ. λ. ψάρι·
- μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη ή μου ’χει ψήσει το ψάρι στα χείλη ή μου ’χει ψημένο το ψάρι στα χείλη, βλ. λ. ψάρι·
- να γλείφεις (και) τα χείλια σου! α. (για φαγητά) που είναι νοστιμότατος: «έκανε ένα φαγητό, που ήταν να γλείφεις και τα χείλια στο!». Από την εικόνα του ατόμου, που, όταν κατά τη διάρκεια του φαγητού λερωθούν τα χείλια του, επειδή αυτό είναι πολύ νόστιμο τα γλείφει αντί να τα σκουπίσει με την πετσέτα. β. (για πρόσωπα) που είναι πολύ όμορφος, πολύ ελκυστικός: «τα ’φτιαξα με μια γκόμενα, που είναι να γλείφεις και τα χείλια σου!». Από την εικόνα του ατόμου, που υποτίθεται πως γλείφει τα χείλια του που ήρθαν σε επαφή με το σώμα του ατόμου το οποίο ποθεί. Συνών. μα γλείφεις (και) τα δάχτυλά σου(!)·
- να κρέμεσαι απ’ τα χείλη του! βλ. φρ. κρέμομαι απ’ τα χείλη του·
- στάζουν μέλι τα χείλη της ή τα χείλη της στάζουν μέλι, βλ. λ. μέλι·
- στέγνωσαν τα χείλη μου, δίψασα πάρα πολύ: «λίγο νερό να πιω, ρε παιδιά, γιατί στέγνωσαν τα χείλη μου»·
- σφίγγω τα χείλη μου, πιέζω τον εαυτό μου, για να μη φανεί στους άλλους κάποιο άσχημο συναίσθημά μου, υπομένω: «όταν μου συμβαίνει κάτι άσχημο, σφίγγω τα χείλη μου για να μην το καταλάβουν οι άλλοι». (Λαϊκό τραγούδι: αυτοί που φεύγουν, σφίγγουν τα χείλη, πνίγουν τα δάκρυα να μη φανούν)·
- τα χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει, βλ. λ. καρδιά·
- τα χείλη της είναι μέλι ή τα χείλη της στάζουν μέλι, είναι πολύ φιλήδονα: «ξεχωρίζει ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες, γιατί τα χείλη της στάζουν μέλι». (Λαϊκό τραγούδι: Μισιρλού μου η γλυκιά σου η ματιά, φλόγα μ’ έχει ανάψει μέσ’ στην καρδιά, αχ, γιαχαμπίμπι, αχ, γιαλελέλι, αχ, τα δυο σου χείλη στάζουνε μέλι,αχ). Λέγεται και για άντρα·
- χείλι με χείλι το μαθαίνουν χίλιοι, λέγεται στην περίπτωση, που κάποιο μυστικό μεταφέρεται δήθεν εμπιστευτικά από τον έναν στον άλλον και με τον τρόπο αυτό διαδίδεται ευρέως: «εμένα μου το ’πε ο τάδε, που του το ’πε ο δείνα, κι έτσι χείλι με χείλι το μαθαίνουν χίλιοι». Πρβλ.: κι όποιος ένιωσε τον πόνο σ’ άλλονε να μην το πει, γιατί κι άλλος αν το μάθει σ’ άλλονε θε να το πει (Λαϊκό τραγούδι)·
- ως τα χείλια, γεμάτο μέχρι επάνω: «μου γέμισε το ποτήρι ως τα χείλια». - ουσ. [από τον πλ. χείλη-α >χείλια, κατά το σχήμα μάτια >μάτι], το χείλι· στον πλ. τα χείλια κ. τα χείλη, το άκρο στο οποίο καταλήγει ένα άνοιγμα: «στεκόταν στα χείλια του πηγαδιού και παρατηρούσε το νερό που υπήρχε στο βάθος || του ζήτησα να πιω λίγο νερό και μου γέμισε το ποτήρι ως τα χείλια». Υποκορ. χειλάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. χειλάρα, η (βλ. λ.)· βλ. και λ. χείλος. (Ακολουθούν 33 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης