Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • χαλάλι,
    επίρρ. [<τουρκ. halal (= νόμιμος)], λέγεται για κάτι που δίνεται με ευχαρίστηση, ή για κάτι που άξιζε να γίνει όπως έγινε, ή για κάτι που άξια το έχει κάποιος, και γενικά λέγεται για κάτι που άξιζε να δοθεί ή να γίνει: «αφού έδωσες τα λεφτά σου γι’ αυτόν τον ιερό σκοπό, τότε χαλάλι || χαλάλι τα έξοδα που έκανα γι’ αυτό το παιδί, γιατί έγινε σπουδαίος επιστήμονας || χαλάλι τα λεφτά που έδωσες για μια τέτοια αυτοκινητάρα». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθαμε να γλεντήσουμε να φύγει το μαράζι κι αν φύγουνε πολλά λεφτά, χαλάλι, δεν πειράζει
    - δεν το κάνω χαλάλι, (για πράγματα), θεωρώ ότι δεν αξίζει να δώσω κάτι σε κάποιον, γιατί τον θεωρώ ανάξιο μιας τέτοιας προσφοράς: «δεν κάνω χαλάλι τις στενοχώριες που πέρασα για σένα, γιατί αποδείχτηκες παλιάνθρωπος || είχα σκοπό έξω απ’ τα συμφωνηθέντα, να του χάριζα κι ένα χρυσό ρολόι, μόλις μου τελείωνε τη δουλειά, αλλά κατά τη διάρκεια αποδείχτηκε τόσο παλιοχαρακτήρας, που δεν το κάνω χαλάλι ». (Λαϊκό τραγούδι: αυτούς τους αναστεναγμούς, χαλάλι δεν τους κάνω, ούτε σε τούτο το ντουνιά ούτε και στον απάνω
    - δεν τον (την) κάνω χαλάλι (σε κάποια ή σε κάποιον), δεν αξίζει για σύζυγος κάποιας ή κάποιου, γιατί έχω την εντύπωση πως είναι κατά πολύ ανώτερός της (του): «δεν τον κάνω χαλάλι γι’ αυτή τη γυναίκα, γιατί αυτός είναι καλλιεργημένος άνθρωπος κι αυτή μια κοινή γυναικούλα || δεν την κάνω χαλάλι γι’ αυτόν τον άντρα, γιατί αυτή είναι κορίτσι από σπίτι κι αυτός είναι ένας αλήτης»·
    - κάνω χαλάλι (κάτι), α. δίνω, ξοδεύω με ευχαρίστηση για κάποιον ή για κάτι, γιατί αξίζει να το δώσω ή να το ξοδέψω, το χαλαλίζω: «κάνω χαλάλι τα λεφτά που δίνω σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί ξέρω πως τα χρειάζεται για καλό σκοπό || κάνω χαλάλι τα λεφτά που φεύγουν στα γλέντια και τις διασκεδάσεις, γιατί μια ζωή την έχουμε». (Λαϊκό τραγούδι: κάνω χαλάλι τη ζωή σ’ αυτόν που τη γλεντάει, η μάνα που μας γέννησε δε μας ξαναγεννάει). β. θεωρώ ότι καλώς έγινε κάτι: «κάνω χαλάλι το ξύλο που έφαγες, όταν ήσουν μικρός, γιατί έγινες άνθρωπος!»·
    - χαλάλι να σου γίνει! βλ. φρ. χαλάλι σου(!)·
    - χαλάλι σου! άξιζε ό,τι υπέφερα, ό,τι έδωσα ή ξόδεψα για σένα: «χαλάλι σου οι στενοχώριες που τράβηξα, γιατί στο τέλος μπήκες πάλι στον ίσιο δρόμο! || ό,τι έξοδα έκανα για σένα, χαλάλι σου, γιατί έγινες ένας σπουδαίος επιστήμονας!». (Λαϊκό τραγούδι: δε βαριέσαι, δεν πειράζει, χαλάλι σου· συ μια μέρα θα χτυπήσεις το κεφάλι σου
    - χίλιες φορές χαλάλι, λέγεται για κάτι που δώσαμε ή που κάναμε σε κάποιον με όλη μας την καλή διάθεση, με όλη μας την ευχαρίστηση: «αφού σου αρέσει τόσο πολύ ο αναπτήρας μου, πάρ’ τον, ρε φίλε μου, και χίλιες φορές χαλάλι || ευχαριστήθηκα γλέντι, γι’ αυτό χίλιες φορές χαλάλι που ήρθα μαζί σου». (Λαϊκό τραγούδι: οι πετεινοί λαλήσανε, τα τραμ κυκλοφορήσανε, τέτοιο ξενύχτι, κούκλα μου, χίλιες φορές χαλάλι και τ’ άλλο Σαββατόβραδο θα σε γλεντήσω πάλι). 
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης