Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • χαίρομαι,
    ρ. [<μτγν. χαίρομαι <αρχ. χαίρω] χαίρομαι. 1. απολαμβάνω κάτι: «κάθε απόγευμα χαίρομαι ένα ουζάκι στην αυλή του σπιτιού μου». (Λαϊκό τραγούδι: η γρουσουζιά η φοβερή που μ’ έχει βρει δεν υποφέρεται, αφού κι αυτή που αγαπώ στον κόσμο αυτό άλλος τη χαίρεται). 2. εξακολουθώ να έχω κάτι το ποθητό: «χαίρομαι την αγάπη μου || χαίρομαι την οικογένειά μου». 3. απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, καμαρώνω: «πολύ το χάρηκα αυτό το φαγητό || για δες τον πώς χαίρεται την κόρη του! || για δες τους πώς χαίρονται τα παιδιά τους!». (Ακολουθούν 45 φρ.)·
    - γαμιέσαι κόρη μ’, χαίρεσαι, στη γέννα θα τα πούμε, βλ. λ. γέννα·  
    - μη, να χαρείς! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως κακό·
    - να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! όρκος για να πιστέψει κάποιος αυτά που του λέμε: «να μη χαρώ ό,τι αγαπώ, αν νομίζεις πως σου λέω ψέματα!»· 
    - να μη χαρώ τα μάτια μου! βλ. λ. μάτι·
    - να μη χαρώ τα νιάτα μου! βλ. λ. νιάτα·
    - να μη χαρώ τα παιδιά μου! βλ. λ. παιδί·
    - να μη χαρώ τη ζωή μου! βλ. λ. ζωή·
    - να μη χαρώ τη μάνα μου! βλ. λ. μάνα·
    - να μη χαρώ τη μανούλα μου! βλ. λ. μανούλα·
    - να μη χαρώ το στεφάνι μου! βλ. λ. στεφάνι·
    - να σ’ έχει να σε χαίρεται! απαξιωτική έκφραση σε βάρος κάποιου ατόμου: «τέτοιος υπάλληλος που είσαι, αγόρι μου, να σ’ έχει να σε χαίρεται τ’ αφεντικό σου!». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, αν δε μου δώσει η μάνα σου ογδόντα δυο χιλιάδες, αχ, να σ’ έχει να σε χαίρεται,να βόσκεις αγελάδες)·  
    - να σε χαίρεται η μάνα σου! βλ. λ. μάνα·
    - να σε χαρώ! α. παρακλητική έκφραση σε κάποιον να κάνει ή να μην κάνει κάτι που του ζητάμε: «πήγαινε, να σε χαρώ, να μου πάρεις ένα πακέτο τσιγάρα || μην πας, να σε χαρώ, και του πεις τίποτα απ’ όλα όσα είπαμε». (Λαϊκό τραγούδι: όταν θες να παντρευτώ, άκου μάνα μ’ να σου πω. Δεν τον θέλω εγώ το νιο, μάνα μου, να σε χαρώ). β. φιλοφρονητική έκφραση στο συνομιλητή μας που επαναλαμβάνεται κάθε τόσο κατά τη διάρκεια μιας διήγησής μας: «κι όπως πηγαίναμε όλοι μαζί, παρέα, να σε χαρώ, και τραγουδούσαμε, μας σταμάτησε να σε χαρώ κάποιος αστυφύλακας». (Τραγούδι: ήτανε μια φορά, μάτια μου, κι έναν καιρό, μια όμορφη κυρά, αρχόντισσα, να σε χαρώ)· βλ. και φρ. να χαρείς(!)·
    - να τη χαίρεσαι! (ενν. την ονομαστική σου γιορτή), δίνεται ως ευχή σε κάποιον που γιορτάζει την ονομαστική του γιορτή: «ξέρεις, αύριο γιορτάζω. -Ω, να τη χαίρεσαι!»·
    - να τον (τη) χαίρεσαι! α. ειρωνική ή επιτιμητική παρατήρηση σε κάποιον για τη σχέση του με άτομο που δεν είναι της εκτίμησής μας. (Λαϊκό τραγούδι: να τη χαίρεσαι,την καινούρια σου αγάπη, να τη χαίρεσαι, και να με κερνάς φαρμάκι).β. δίνεται και ως ευχή σε κάποιον για κάποιο συγγενικό του πρόσωπο ή πρόσωπο του στενού του περιβάλλοντος που γιορτάζει την ονομαστική του (της) γιορτή: «αύριο γιορτάζει η κόρη μου. -Να τη χαίρεσαι! || πρέπει να πάω νωρίς στο σπίτι, γιατί σήμερα γιορτάζει ο πατέρας μου. -Να τον χαίρεσαι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
    - να τους χαίρεστε! ευχή σε γονείς ή συγγενείς νιόπαντρου ζευγαριού, ιδίως σε εκκλησία, μετά την τελετή του μυστηρίου·
    - να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! βλ. λ. όνομα·
    - να χαίρεσαι τη γιορτή σου! βλ. λ. γιορτή·
    - να χαίρεσαι το διάδοχο! βλ. λ. διάδοχος·
    - να χαρείς! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για κάτι: «πετάξου, να χαρείς, μέχρι το σπίτι μου και πες της μάνας μου πως θ’ αργήσω το μεσημέρι να γυρίσω στο σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: τράβα αμαξά μου, να χαρείς, όσο πιο γρήγορα μπορείς)· βλ. και φρ. να σε χαρώ(!)·
    - να χαρείς ό,τι αγαπάς! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «άσε με να περάσω μέσα, να χαρείς ό,τι αγαπάς! || πάρε με με τ’ αυτοκίνητό σου, να χαρείς ό,τι αγαπάς!». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε μας, καπετάνιε, άιντε, να χαρείς ό,τι αγαπάς, άιντε, κι ό,τι θέλεις γύρεψέ μας, άιντε στη Βραΐλα να μας πας). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα ή το έτσι·
    - να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!), βλ. λ. μάτι·
    - να χαρείς τα νιάτα σου! βλ. λ. νιάτα·
    - να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!), βλ. λ. νιάτα·
    - να χαρείς τα παιδιά σου! βλ. λ. παιδί·
    - να χαρείς τη ζωή σου! βλ. λ. ζωή·
    - να χαρείς το στεφάνι σου! βλ. λ. στεφάνι·
    - να χαρώ το χαρακτήρα σου! βλ. λ. χαρακτήρας·
    - ο γύφτος, ώσπου να χαρεί, έσπασε το νταούλι, βλ. λ. γύφτος·
    - ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται, βλ. λ. λύκος·
    - ο λύκος στην ανεμοζάλη χαίρεται, βλ. λ. λύκος·
    - ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται, βλ. λ. ψεύτης·
    - ό,τι θυμάται χαίρεται, βλ. λ. ό,τι·
    - το (τη) χάρηκα! λέγεται για κάτι που μας έκανε να ευχαριστηθούμε πολύ, που απολαύσαμε: «το χάρηκα το έργο, γιατί ήταν πολύ ωραίο || το χάρηκα το φαγητό σας || τη χάρηκα την παράσταση, γιατί ήταν πολύ φαντασμαγορική»·
    - το χάρηκα! έκφραση με την οποία εκδηλώνουμε τη χαρά μας, την ευχαρίστησή μας για το κακό που έπαθε  κάποιος ο οποίος στο παρελθόν μας είχε φερθεί άσχημα. Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το αχ ή το ωχ, ενώ παρατηρείται ταυτόχρονη χειρονομία με την παλάμη να σέρνεται από τη βάση του λαιμού προς το στομάχι, σε ένδειξη ευχαρίστησης· 
    - τον χαίρεται η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
    - τον χαίρεται η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
    - τον χαίρομαι, τον ευχαριστιέμαι, τον καμαρώνω: «πολύ τον χαίρομαι αυτόν τον άνθρωπο, κάθε φορά που τον βλέπω»·
    - χαίρεται η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
    - χαίρεται η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
    - χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), βλ. λ. μάτι·
    - χαίρομαι τα νιάτα μου (και τη λεβεντιά μου, και την ομορφιά μου), βλ. λ. νιάτα·
    - χαίρομαι τη ζωή (μου), βλ. λ. ζωή·
    - χάρηκα ιδιαιτέρως ή χαρήκαμε ιδιαιτέρως, βλ. φρ. χάρηκα πολύ·
    - χάρηκα πολύ ή χαρήκαμε πολύ, (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως είπες κάτι πρωτότυπο ή άγνωστο σε μας: «οι Αμερικάνοι με την πολιτική τους θέλουν να κυριαρχήσουν σε όλον τον κόσμο. -Χαρήκαμε πολύ». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης