Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • φύση, η,
    ουσ. [<αρχ. φύσις], η φύση. 1. τα έμφυτα στοιχεία, ο χαρακτήρας, η ιδιοσυγκρασία, η προσωπικότητα, το φυσικό του ανθρώπου: «απ’ ότι ξέρω, δεν ταιριάζει στη φύση του να κατηγορεί τους άλλους». 2. καταπράσινη έκταση με δέντρα, λουλούδια και τρεχούμενα νερά: «βγήκαμε στη φύση να πάρουμε καθαρό αέρα». 3. (στη νεοαργκό) χαρακτηρισμός ναρκωτικού που καλλιεργείται, π.χ. χασίσι, μαριχουάνα κ.λπ. σε αντιδιαστολή με τα χημικά: «τι λέει ο δικός σου από ναρκωτικά; -Φύση ή χημεία;»· βλ. και λ. χημεία. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
    - δεν είναι στη φύση μου, είναι αντίθετο με το χαρακτήρα μου, την ιδιοσυγκρασία μου: «δεν είναι στη φύση μου να εκθέτω το φίλο μου || θα μπορούσα να σε καρφώσω στην αστυνομία, αλλά δεν είναι στη φύση μου»·
    - έγινε δεύτερη φύση του, κυριαρχεί στην ιδιοσυγκρασία του, στην προσωπικότητά του κάτι, που δεν μπορεί να το ξεπεράσει: «απ’ τη μέρα που έμαθε να χαρτοπαίζει, η χαρτοπαιξία έγινε δεύτερη φύση του»·
    - είναι αδικημένος απ’ τη φύση, γεννήθηκε με κάποια αναπηρία: «ωραίος νέος, αλλά είναι αδικημένος απ’ τη φύση, γιατί γεννήθηκε μ’ ένα σοβαρό ελάττωμα στο δεξί του πόδι || καλό παιδί, αλλά είναι αδικημένο απ’ τη φύση, γιατί είναι πολύ άσχημο»·
    - είναι απ’ την ίδια του τη φύση, βλ. φρ. είναι από φύση του·
    - είναι από φύση του ή είναι απ’ τη φύση του, αποτελεί έμφυτο στοιχείο του χαρακτήρα του, της ιδιοσυγκρασίας του, της προσωπικότητάς του, του ψυχοπνευματικού του κόσμου: «είναι από φύση του αισιόδοξος || είναι απ’ τη φύση του απαισιόδοξος». Συνών. είναι από φυσικού του·
    - είναι δεύτερη φύση του, είναι κάτι αναπόσπαστο μέρος της ζωής, της ιδιοσυγκρασίας του ή της προσωπικότητάς του: «το να κατηγορεί τους άλλους είναι δεύτερη φύση του || το να βοηθάει τους συνανθρώπους του είναι δεύτερη φύση του»· βλ. και φρ. έγινε δεύτερη φύση του·
    - είναι εκ φύσεως, βλ. φρ. είναι από φύση του·
    - είναι μέσα στη φύση του, βλ. φρ. είναι από φύση του·
    - είναι παρά φύση ή είναι παρά φύσιν, με τρόπο που είναι αντίθετος με τους νόμους της φύσης και, κατ’ επέκτ., που αντίκειται στους κανόνες της ηθικής: «παρά φύσιν ασέλγεια || παρά φύσιν συνουσία», δηλ. η επιβολή της σεξουαλικής πράξης από πίσω, από τον κώλο·
    - έκτρωμα της φύσεως, βλ. λ. έκτρωμα·
    - ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση, βλ. λ. γαμήσι·
    - τέρας της φύσεως, βλ. λ. τέρας·
    - το ’χει στη φύση του, βλ. φρ. είναι από φύση του·
    - τον αδίκησε η φύση, βλ. φρ. είναι αδικημένος απ’ τη φύση.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης