Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • φυλακή, η,
    ουσ. [<αρχ. φυλακή (= φρουρά). Η σημερινή σημασία μσν.], η φυλακή. 1. η ποινή της φυλάκισης που επιβάλλει το δικαστήριο σε κάποιον: «έφαγε πέντε χρόνια φυλακή». 2. (στη γλώσσα του στρατού) η ποινή που επιβάλλεται από ανώτερο σε κατώτερο και που συνήθως είναι στέρηση της εξόδου από το στρατόπεδο: «τον έπιασε ο λοχαγός του να κάνει κοπάνα πίσω απ’ τα μαγειρεία, και τον τιμώρησε με δέκα μέρες φυλακή». 3. χώρος στενός και σκοτεινός: «ζούσε σ’ ένα υπογειάκι που ήταν σκέτη φυλακή». 4. καθετί που υποτίθεται πως στερεί, περιορίζει ή καταπιέζει την προσωπική ελευθερία του ατόμου: «ο γάμος είναι φυλακή || η μοναξιά είναι φυλακή». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
    - άνθρωπος της φυλακής, βλ. λ. άνθρωπος·
    - βγαίνω απ’ τη φυλακή, αποφυλακίζομαι, αφού πρώτα εξέτισα την ποινή που μου επέβαλε κάποιο δικαστήριο: «βγαίνει αύριο απ’ τη φυλακή κι είναι μέσ’ στη χαρά του»·
    - είμαι φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού) είμαι τιμωρημένος με στέρηση εξόδου: «αύριο δε θα βγω έξω, γιατί είμαι φυλακή»·
    - έχω φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. φρ. είμαι φυλακή·
    - θα τον (τους) κάνεις παρέα στη φυλακή, βλ. λ. παρέα· 
    - θου Κύριε φυλακήν (τω στόματί μου), βλ. λ. κύριος·
    - κάνω φυλακή ή κάνω τη φυλακή μου, εκτίω κάποια ποινή που μου επιβλήθηκε από δικαστήριο: «έφαγα πέντε χρόνια και τώρα κάνω τη φυλακή μου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη που ’χει ντούμπλα το μουστάκι
    - μ’ έχει φυλακή, μου στερεί, περιορίζει ή καταπιέζει την προσωπική μου ελευθερία: «αυτός γυρνάει δεξιά αριστερά με τους φίλους του, κι εμένα μ’ έχει φυλακή στο σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: έχω δικαίωμα κι εγώ μες στη ζωή· θέλω χαρούμενα σαν άνθρωπος να ζήσω· δε σε παντρεύτηκα να μ’ έχεις φυλακή και σε μια κάμαρη τα νιάτα μου να κλείσω
    - με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα, έκφραση απελπισίας ή αδιαφορίας στην περίπτωση που κάποιος, ούτως ή άλλως, είναι ή νιώθει χαμένος: «μην κάνεις πολλά έξοδα, γιατί αύριο μεθαύριο θα το μετανιώσεις. -Με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα || αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον μπαταχτσή, σίγουρα θα τα χάσεις. -Με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε βαριέσαι·
    - μπαίνω στη φυλακή ή μπαίνω φυλακή, φυλακίζομαι ύστερα από καταδίκη μου από δικαστήριο: «πριν από πολλά χρόνια μπήκα φυλακή κι ούτε στον εχθρό μου». (Λαϊκό τραγούδι: πόσα σπιτάκια έκλεισες και είναι ρημαγμένα, πόσοι λεβέντες μπήκανε στη φυλακή για σένα
    - πάω στη φυλακή ή πάω φυλακή, φυλακίζομαι, ιδίως έχοντας επίγνωση ότι, όταν παρανομούσα ή παρατυπούσα θα φυλακιζόμουν: «δε θα κάνω αυτό που μου λες, γιατί δεν έχω σκοπό να πάω φυλακή για χάρη σου»·
    - σαπίζει στη φυλακή, εκτίει μακροχρόνια ποινή, είναι βαρυποινίτης: «διέπραξε ένα στυγερό έγκλημα πριν από χρόνια και τώρα σαπίζει στη φυλακή»·
    - την κάπα μου την κρέμασα στη φυλακή, βλ. λ. κάπα·
    - της φυλακής τα σίδερα είναι για τα κορόιδα, ειρωνική έκφραση σε άτομο που πηγαίνει χωρίς κανένα σπουδαίο λόγο φυλακή, που καταδικάζεται άδικα·
    - της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, τα τολμηρά και τα ριψοκίνδυνα άτομα, προκειμένου να κάνουν αυτό που έχουν αποφασίσει, δε φοβούνται να πάνε ακόμη και στη φυλακή. (Λαϊκό τραγούδι: της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, που δε σηκώνουν συμβουλές, ούτε πολλές κουβέντες
    - τον βάζω στη φυλακή ή τον βάζω φυλακή, τον φυλακίζω ως δικαστήριο ή ως ιδιώτης που πέτυχα καταδικαστική απόφαση σε βάρος του: «όταν του ’λεγα πως θα τον βάλω φυλακή, δε με πίστευε και, μόλις άκουσε την καμπάνα απ’ τον πρόεδρο, του ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι». (Λαϊκό τραγούδι: αύριο με δικάζουνε και φυλακή με βάζουνε,γιατί αυτή που αγάπησα μ’ έκανε κι εγκλημάτησα
    - τον βγάζω απ’ τη φυλακή, πετυχαίνω την αποφυλάκισή του χρησιμοποιώντας διάφορα ένδικα μέσα: «είχε πολύ καλό δικηγόρο και μέσα σε δυο μήνες τον έβγαλε απ’ τη φυλακή»·
    - τον κλείνω στη φυλακή ή τον κλείνω φυλακή, βλ. φρ. τον βάζω στη φυλακή. (Λαϊκό τραγούδι: στη φυλακή με κλείσανε ισόβια για σένα, τέτοιο μεγάλονε καημό με πότισες εμένα)·
    - τον ρίχνω στη φυλακή ή τον ρίχνω φυλακή, τον φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου τον έριξαν στη φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: στη φυλακή με ρίξανε, στο νούμερο το δέκα, κι αδίκως με δικάσανε για μια παλιογυναίκα
    - τον στέλνω φυλακή, τον φυλακίζω: «όποιος προσβάλλει την τιμή του τον στέλνει φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν με κάποια θα τα μπλέξεις, να σκεφτείς πως θα ξεμπλέξεις, μη σε στείλει κάποια μέρα φυλακή
    - τον χώνω στη φυλακή ή τον χώνω φυλακή, βλ. φρ. τον βάζω στη φυλακή·
    - του ρίχνω φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού) τον τιμωρώ με στέρηση εξόδου: «επειδή τον έπιασε ο λοχαγός του να κάνει κοπάνα, του ’ριξε δέκα μέρες φυλακή»·
    - τρώω φυλακή, (στη γλώσσα του στρατού) τιμωρούμαι με στέρηση εξόδου: «δεν είχα καλά γυαλισμένες τις αρβύλες μου, κι έφαγα πέντε μέρες φυλακή».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης