Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • φόρτε, το,
    άκλ. ουσ. [<ιταλ. forte], το φόρτε. 1. η ιδιαίτερη ικανότητα κάποιου σε κάτι: «είναι καλός μαθητής, αλλά το φόρτε του είναι τα μαθηματικά || είναι καλός χορευτής, αλλά το φόρτε του είναι το αργεντινό ταγκό». 2. η δύναμη, η ένταση: «το φόρτε της αντρικής ηλικίας είναι γύρω στα τριανταπέντε». Από τη μουσική ορολογία·
    - βάζω το φόρτε μου, ενεργοποιώ το σύνολο των δυνάμεών μου για την επίτευξη κάποιου σκοπού, βάζω τα δυνατά μου: «έβαλε το φόρτε του, για να παραδώσει τη δουλειά στην ημερομηνία που είχε υποσχεθεί»·
    - βρίσκεται στο φόρτε του (της), βλ. φρ. είναι στο φόρτε του (της)·
    - βρίσκεται στο φόρτε του (της) (κάτι), βλ. φρ. είναι στο φόρτε του (της) (κάτι)·
    - είναι πάνω στο φόρτε του (της), βρίσκεται πάνω στη ζωτικότητά του, στη δημιουργικότητά του: «τώρα που είναι πάνω στο φόρτε του, προσπαθεί να δημιουργήσει και για την υπόλοιπη ζωή του»· βλ. και φρ. είναι στο φόρτε του·
    - είναι στο φόρτε του (της), α. βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης ευφορίας και για το λόγο αυτό έχει την ικανότητα να γίνεται ευχάριστος και διασκεδαστικός στην παρέα, παρασέρνοντάς την πολλές φορές στο δικό του ρυθμό: «όταν είναι στο φόρτε του αυτός ο άνθρωπος, μας κάνει και ξεραινόμαστε στα γέλια || ελάτε, γιατί η τάδε είναι στο φόρτε της κι άρχισε να χορεύει τσιφτετέλι πάνω στο τραπέζι». β. βρίσκεται σε πολύ καλή ψυχική διάθεση και για το λόγο αυτό έχει υψηλή απόδοση σε αυτό που κάνει: «όταν είναι στο φόρτε του ο μηχανικός μου, κάνει την καλύτερη δουλειά». Συνών. έχει ρέντα / είναι στις φόρμες του·
    - είναι στο φόρτε του (της) (κάτι), είναι σε μεγάλη ένταση, είναι στην αποκορύφωσή του κάτι: «κοντά στα μεσάνυχτα το πάρτι ήταν στο φόρτε του || το καλοκαίρι στα νησιά η δουλειά είναι στο φόρτε της»·
    - έχω φόρτε, έχω μεγάλη επιτυχία, μεγάλες επιτυχίες, ιδίως στο άλλο φύλλο: «χτες βράδυ στο πάρτι είχες μεγάλο φόρτε». (Λαϊκό τραγούδι: λοξό μπερέ πάντα φορούν και γελαστά κυκλοφορούν κι έχουν μεγάλο φόρτε, να ξεμυαλίζουνε καρδιές, να κάνουν μ’ όλες κόρτε
    - πάνω στο φόρτε της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
    - στο φόρτε, στο μέγιστο βαθμό της δύναμης ή της έντασης: «γύρω στα τριανταπέντε ο άντρας βρίσκεται στο φόρτε της δημιουργικότητάς του || η τηλεόραση έπαιζε στο φόρτε || τα καλοριφέρ έκαιγαν στο φόρτε».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης