Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • φόρα1, η,
    ουσ. [<αρχ. φορά <φέρω], γρήγορη κίνηση, ορμή: «τ’ αυτοκίνητο έφυγε με φόρα || τ’ αυτοκίνητο έπεσε με φόρα πάνω στο περίπτερο». (Λαϊκό τραγούδι: και πάτα φρένο, βάσανο, στις φόρες σου, γιατί στο λέω, λόγω τιμής, τρεις θα ’ναι οι ώρες σου!
    - βάζω φόρα ή βάζω μια φόρα, α. δίνω ένταση, ιδίως στο τρέξιμό μου: «μόλις τους είδα να ’ρχονται καταπάνω μου, έβαλα φόρα κι εξαφανίστηκα || έβαλα μια φόρα για να τον προλάβω». β. (για αυτοκίνητα ή άλλα τροχοφόρα) αναπτύσσω ταχύτητα: «βάλε λίγη φόρα, γιατί έτσι όπως πάμε θα φτάσουμε του χρόνου στη Θεσσαλονίκη»·
    - δίνω φόρα, βλ. συνηθέστ. βάζω φόρα·
    - θα πάρεις φόρα και θα μας τα κλάσεις με την όπισθεν! ή θα πάρεις φόρα και θα μου τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια), δεν μπορείς να μου κάνεις εντελώς τίποτα, δε σε φοβάμαι, δε σε υπολογίζω διόλου. Δίνεται ως απάντηση στην απειλή κάποιου πως θα μας κάνει κάποιο κακό: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε σακατέψω στο ξύλο. -Θα πάρεις φόρα και θα μας τα κλάσεις με την όπισθεν». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
    - παίρνω φόρα, α. ενεργώ με ένταση και χωρίς διακοπή: «κάθε φορά που του δίνουν το λόγο, παίρνει φόρα και δε σταματάει με τίποτα || συνήθως δουλεύει με τέμπο, αλλά, όταν πάρει φόρα, δεν τον προλαβαίνει κανένας». (Λαϊκό τραγούδι: όταν παίρνω φόρα, φόρα κατηφόρα, ο Θεός ο ίδιος δε με σταματά). β. ενεργώ ασυγκράτητα, ιδίως μετά από κάποια επιτυχία μου: «κέρδισε μια φορά στο λαχείο και πήρε φόρα ν’ αγοράζει λαχεία». γ. (για αθλητές) παίρνω την απαραίτητη απόσταση, ώστε τρέχοντας να αποκτήσω την κατάλληλη ταχύτητα προκειμένου να επιχειρήσω άλμα ή ρήψη: «ο αθλητής πήρε δεκαπέντε μέτρα φόρα για να πηδήξει στο άλμα τριπλούν || πήρε μεγάλη φόρα, για να ρίξει το ακόντιό του»·
    - πάρε φόρα και κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή πάρε φόρα και κλάσε μου τ’ αρχίδια! βλ. λ. αρχίδι·
    - ρίξ’ το με φόρα ή ρίχ’ το με φόρα ή ρίξ’ τα με φόρα ή ρίχ’ τα με φόρα, προτροπή σε κάποιον να μιλήσει χωρίς να φοβάται: «ρίχ’ το με φόρα αυτό που άκουσες, να ξέρουν ποιος είναι αυτός που υποστηρίζουν! || ρίχ’ τα με φόρα αυτά που άκουσες, να ξέρουν τι κουμάσι είναι ο διευθυντής τους!»·
    - του κόβω τη φόρα, α. του αφαιρώ τη μεγάλη οικειότητα, το μεγάλο θάρρος, βάζω φραγμό στις ενέργειές του που εκδηλώνονται με ορμή και με διαχύσεις, τον βάζω στη θέση του: «μόλις μπήκε μέσα, άρχισε τις χαιρετούρες και τα χαμόγελα, όμως ο διευθυντής του του ’κοψε τη φόρα και τον έβαλε να καθίσει σε μια γωνιά». β. τον αποθαρρύνω: «ήθελε να κάνει επέκταση στη δουλειά του, αλλά του ’κοψα τη φόρα, όταν μου ζήτησε τη γνώμη μου».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης