Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- φόβος, ο,
- ουσ. [<αρχ. φόβος], ο φόβος. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- άσπρισε απ’ το φόβο του, βλ. φρ. έγινε άσπρος απ’ το φόβο του·
- διά τον φόβο(ν) των Ιουδαίων, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος φοβάται πάρα πολύ και για το λόγο αυτό παίρνει τις κατάλληλες προφυλάξεις: «έχω το ταμείο μου πάντοτε ανοιχτό, αλλά έχω βάλει κι ένα συναγερμό διά τον φόβον των Ιουδαίων, που ενεργοποιείται μόλις κάνει κανείς να το αγγίξει». Από το ότι μετά την Ανάστασή του Χριστού, οι δώδεκα μαθητές φοβούμενοι το μένος των Ιουδαίων έμεναν κρυμμένοι. Πρβλ.: μετά δέ ταῦτα ἠρώτησε τόν Πιλᾶτον Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, ὤν μαθητής τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δέ διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἵνα… (Ιωάν. ιθ΄ 38)·
- δεν έχει φόβο, δε διατρέχει κανέναν κίνδυνο, δεν εγκυμονεί κανένα κίνδυνο: «άφησα το γιο μου να κάνει παρέα μαζί του, γιατί είναι καλό παιδί και δεν έχει φόβο || μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά, γιατί δεν έχει φόβο || πάτα όσο δυνατά θέλεις πάνω στο σανίδι, δεν έχει φόβο»·
- δεν υπάρχει φόβος, βλ. φρ. δεν έχει φόβο·
- διασκεδάζω τους φόβους του, προσπαθώ να τους διαλύσω, να τους διασκορπίσω: «είχε αγωνία που είχαν αργήσει τα παιδιά του απ’ την εκδρομή τους κι εγώ προσπαθούσα με χίλια δυο να διασκεδάσω τους φόβους του»·
- έγινε άσπρος απ’ το φόβο του, βλ. φρ. έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του·
- έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του, φοβήθηκε πάρα πολύ, κιτρίνισε, χλόμιασε από το φόβο του: «μόλις ο άλλος τράβηξε μαχαίρι, έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του ο δικός σου»·
- είναι ο φόβος και ο τρόμος, λέγεται για οποιονδήποτε ή για οτιδήποτε προκαλεί πολύ μεγάλο φόβο, αποτελεί πολύ μεγάλο φόβητρο: «κάθε φορά που τον πιάνει η τρέλα, είναι ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών της γειτονιάς || έχει ένα αγριόσκυλο ο τάδε, που είναι ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής»·
- κατουρήθηκε απ’ το φόβο του, φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε: «μόλις τον είδε να σηκώνεται όρθιος και να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω του, κατουρήθηκε απ’ το φόβο του». Από το ότι συμβαίνει σε πολλούς, σε περίπτωση μεγάλου φόβου, να τους φεύγει το κάτουρο·
- κιτρίνισε απ’ το φόβο του, βλ. φρ. έγινε κίτρινος απ’ το φόβο του·
- κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο ή μου κόπηκαν τα πόδια απ’ το φόβο, βλ. λ. πόδι·
- λύθηκε ο αφαλός μου απ’ το φόβο ή μου λύθηκε ο αφαλός απ’ το φόβο, βλ. λ. αφαλός·
- με ζώνει ο φόβος, κυριεύομαι από φόβο: «κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, με ζώνει ο φόβος»·
- μετά φόβου Θεού, με πολλή προσοχή, πολύ συνεσταλμένα: «ήρθε μετά φόβου Θεού και μου ζητούσε να τον βοηθήσω». Από την εκκλησιαστική φρ. κατά τη στιγμή της Θείας Κοινωνίας: μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε·
- ο φόβος φυλάει τα έρημα ή ο φόβος φυλάει τα έρμα, ο φόβος του νόμου ασφαλίζει από την κλοπή την αφύλακτη ιδιοκτησία: «έχει μια μάντρα με ανταλλακτικά και δεν έχει βάλει φύλακα, γιατί ο φόβος φυλάει τα έρημα»·
- πάγωσα απ’ το φόβο μου, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «ξέρεις τι είναι να βλέπεις να ’ρχεται ολόκληρο φορτηγό καταπάνω σου; Πάγωσα απ’ το φόβο μου». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές, αυτός που νιώθει μεγάλο φόβο να μην μπορεί να κουνηθεί, να μην μπορεί να αντιδράσει·
- πάγωσαν τα πόδια μου απ’ το φόβο, βλ. λ. πόδι·
- πήρα έναν φόβο! φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα ν’ αγριεύει, πήρα έναν φόβο!». Πολλές φορές, για περισσότερο έμφαση η φρ. κλείνει με το μα τι φόβο(!)·
- τα ’κανε απάνω του απ’ το φόβο του, βλ. φρ. χέστηκε απ’ το φόβο του·
- το πήρα από φόβο ή το ’χω πάρει από φόβο, αντιμετωπίζω κάτι πάντα με φόβο: «με τέτοιο αυτοκίνητο κινδύνεψα να σκοτωθώ, κι από τότε το πήρα από φόβο και δεν μπαίνω μέσα»·
- τον πήρα από φόβο ή τον έχω πάρει από φόβο, τον αντιμετωπίζω πάντα με φόβο: «την πρώτη φορά που τον συνάντησα, ήταν πολύ αγριεμένος κι από τότε τον πήρα από φόβο»·
- υπάρχει φόβος να… ή υπάρχει φόβος ότι θα…, υπάρχει κίνδυνος να…, υπάρχει κίνδυνος ότι θα…: «απ’ ότι λένε, υπάρχει φόβος να υποτιμηθεί το ευρώ || υπάρχει φόβος ότι θα πέσει η κυβέρνηση»·
- χέστηκε απ’ το φόβο του, φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε: «μόλις τον είδε να τραβάει μαχαίρι και να ’ρχεται καταπάνω του, χέστηκε απ’ το φόβο του». Από το ότι συμβαίνει σε πολλούς, σε περίπτωση μεγάλου φόβου, να τα κάνουν απάνω τους·
- χωρίς φόβο και πάθος, με θάρρος και χωρίς εμπάθεια: «λέει πάντοτε την αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος, γι’ αυτό και όλοι τον υπολογίζουν». Από την κατάληξη του επίσημου όρκου που δίνει ο μάρτυρας στο δικαστήριο, λίγο πριν αρχίσει την κατάθεσή του. - ουσ. [<αρχ. φόβος], ο φόβος. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης