Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • φεγγάρι, το,
    ουσ. [<μσν. φεγγάρι(ν) <φεγγάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. φέγγος], το φεγγάρι. 1. το σεληνόφως: «κάναμε βαρκάδα με φεγγάρι». 2. η Σελήνη: «πρώτοι οι Αμερικάνοι αστροναύτες πάτησαν στο φεγγάρι». (Ακολουθούν 19 φρ.)·
    - ανάλογα με τα φεγγάρια του, ανάλογα με την ψυχολογική του κατάσταση, ανάλογα με τη διάθεσή του: «πότε είναι χαρούμενος και πότε μουτρωμένος, ανάλογα δηλαδή με τα φεγγάρια του || συμπεριφέρεται ανάλογα με τα φεγγάρια του || δεν μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι ανάλογα με τα φεγγάρια του»·
    - γεμάτο φεγγάρι, η πανσέληνος: «τέλη του μηνός θα ’χουμε γεμάτο φεγγάρι»·
    - για ένα φεγγάρι, βλ. φρ. ένα φεγγάρι·
    - είναι με τα φεγγάρια του, έχει ιδιοτροπίες, παραξενιές, λόξες: «πρέπει να τον βρεις στην κατάλληλη στιγμή, για να του ζητήσεις αυτό που θέλεις, γιατί είναι με τα φεγγάρια του». Συνών. είναι με τις μέρες του / είναι με τις νότες του / είναι με τις ώρες του·
    - ένα φεγγάρι, στο παρελθόν και σε ακαθόριστο χρονικό διάστημα, μεγάλο ή μικρό: «απ’ ότι ξέρω, ένα φεγγάρι έμεινε σ’ αυτή τη διεύθυνση, αλλά τώρα δεν ξέρω πού μένει || ένα φεγγάρι γυρνούσε συνέχεια μεθυσμένος, αλλά τώρα συμμαζεύτηκε || ένα φεγγάρι έκανε τον ταξιτζή»·
    - έχει τα φεγγάρια του, βλ. φρ. είναι με τα φεγγάρια του·
    - έχω κάτι φεγγάρια να…, έχω πολύ καιρό να…: «δεν ξέρω τι κάνει ο τάδε, γιατί έχω κάτι φεγγάρια να τον δω || έχω κάτι φεγγάρια να περάσω απ’ αυτό το μπαράκι»·
    - ζει στο φεγγάρι, είναι τελείως εκτός πραγματικότητας, έχει παντελή άγνοια για όλα όσα συμβαίνουν γύρω του: «ο φίλος σου ζει στο φεγγάρι, για να μην ξέρει πως κάθε χρόνο πρέπει να υποβάλλει φορολογική δήλωση»·
    - ήλιος και φεγγάρι, παντρεύονται οι γαϊδάροι, βλ. λ. ήλιος·
    - θέλει να του κατεβάσουν το φεγγάρι, έχει υπερβολικές απαιτήσεις, ζητάει παράλογα πράγματα: «είναι εξοντωτικός διαπραγματευτής, γιατί, σε κάθε διαπραγμάτευση που κάνει θέλει να του κατεβάσουν το φεγγάρι»·
    - λειψό φεγγάρι, η σελήνη που βρίσκεται στην πρώτη ή την τελευταία φάση της: «μόλις γίνει λειψό το φεγγάρι, έλα πάλι να ξανακουβεντιάσουμε την υπόθεσή σου»·
    - ολόγεμο φεγγάρι ή ολόγιομο φεγγάρι, βλ. φρ. γεμάτο φεγγάρι·
    - όρθιο φεγγάρι, δίπλα ο γεμιτζής, βλ. συνηθέστ. όρθιο φεγγάρι, δίπλα ο καπετάνιος·
    - όρθιο φεγγάρι, δίπλα ο καπετάνιος, όταν τα πράγματα στη ζωή ενός ανθρώπου εξελίσσονται κανονικά, τότε δεν είναι απαραίτητο να επαγρυπνεί διαρκώς. Από το ότι, όταν το φεγγάρι είναι όρθιο, επικρατεί καλός καιρός και ο καπετάνιος μπορεί να κοιμάται ήσυχος·  
    - πλαγιαστό φεγγάρι, όρθιος ο γεμιτζής, βλ. συνηθέστ. πλαγιαστό φεγγάρι, όρθιος ο καπετάνιος·
    - πλαγιαστό φεγγάρι, όρθιος ο καπετάνιος, κάθε φορά που αντιμετωπίζει κάποιος δυσκολίες, πρέπει να επαγρυπνεί διαρκώς. Από το ότι, όταν το φεγγάρι είναι πλαγιαστό, επικρατεί άσχημος καιρός, οπότε ο καπετάνιος πρέπει να επαγρυπνεί·
    - πρόσωπο φεγγάρι, βλ. λ. πρόσωπο·
    - το μπλε φεγγάρι, έτσι λέγεται η δεύτερη πανσέληνος μέσα στον ίδιο μήνα, κάτι που παρουσιάζεται κάθε δυόμισι χρόνια: «στα τέλη Ιουλίου του 2004 είχαμε μπλε φεγγάρι». Από αγγλική έκφραση που σημαίνει πως είναι κάτι σπάνιο. Βέβαια, το χρώμα αυτής της πανσέληνου είναι κανονικά κίτρινο·
    - του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει, βλ. λ. Γενάρης.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης