Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • αστράφτω,
    ρ. [<αρχ. ἀστράπτω], αστράφτω. 1. λαμποκοπώ: «αστράφτει από χαρά || αστράφτει από καθαριότητα». 2. (για λεία και στιλπνή επιφάνεια) αντανακλώ τις φωτεινές ακτίνες: «η θάλασσα ήταν ήρεμη σαν λάδι κι άστραφτε κάτω απ’ το δυνατό καλοκαιριάτικο ήλιο». (Λαϊκό τραγούδι: το ’να πόδι του στον ήλιο τ’ άλλο πόδι στο φεγγάρι. Το δικό μου παλικάρι. Κάμα δίκοπη π’ αστράφτει η ματιά του και μ’ ανάφτει. Χίλιοι δεν τον κάνουν ζάφτι. Πώς τον αγαπώ!). 3. (για συναισθήματα) δηλώνει έντονη εκδήλωση: «τα μάτια του άστραψαν απ’ τη χαρά που ένιωσε || όλο του το πρόσωπο άστραφτε απ’ τον ενθουσιασμό που τον κατείχε». 4. αστράφτει,(γ΄ εν. πρόσ.) ρίχνει αστραπές: «σήμερα αστράφτει απ’ το πρωί». (Αντάρτικο τραγούδι: βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα). (Ακολουθούν 13 φρ.)·
    - αν δεν αστράψει, δε βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει, έκφραση με την οποία υπογραμμίζουμε τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο αίτιο και στο αποτέλεσμα: «πήγε και πήδηξε μια άγνωστη χωρίς καπότα και κόλλησε έιτζ. -Αν δεν αστράψει, δε βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει»·
    - αστράφτει και βροντά, α. είναι εξαγριωμένος και συμπεριφέρεται με λόγια ή με έργα πολύ σκληρά, πολύ βάναυσα: «απ’ το πρωί αστράφτει και βροντά, γιατί έπιασε τους εργάτες του να κωλοβαράνε». (Λαϊκό τραγούδι: εις την απελπισία μου με το Θεό μαλώνω, ’κείνος αστράφτει και βροντά μα ’γω δε μετανιώνω). β. (για αγορητές) μιλάει έντονα, με πάθος και με ύφος επιθετικό: «όταν ανεβαίνει στο βήμα της Βουλής ο τάδε βουλευτής, αστράφτει και βροντά»·
    - άστραψε το μάτι του, βλ. λ. μάτι·
    - μου (σου, του) άστραψε να…, ξαφνικά μου γεννήθηκε η επιθυμία να…: «εκεί που καθόμασταν ήσυχα στο μπαράκι, μου άστραψε να πάω στα μπουζούκια κι έφυγα βολίδα || μπορείς να μου πεις γιατί ξαφνικά σου άστραψε να φύγεις;»·
    - μου άστραψε στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
    - του άστραψα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
    - του άστραψα  ένα μπάτσο ή του άστραψα μια μπάτσα, βλ. λ. μπάτσος·
    - του άστραψα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
    - του άστραψα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
    - του άστραψα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
    - του άστραψα μια ανάποδη, βλ. λ. ανάποδος·
    - του άστραψα μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
    - του άστραψα μια φάπα, βλ. λ. φάπα.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης