Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • υπάρχω,
    ρ. [<αρχ. ὑπάρχω], υπάρχω. 1. ζω: «στη Μακεδονία υπάρχουν Έλληνες πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια». (Λαϊκό τραγούδι: δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω, νόμιζα πως είχα αγκαλιά τον τελευταίο). 2. υφίσταμαι, είμαι υπαρκτός: «υπάρχουν ακόμα πολλές ελπίδες». (Λαϊκό τραγούδι: υπάρχω κι όσο υπάρχεις,θα υπάρχω). Πρβλ. επαναστατώ, άρα υπάρχω (Αλμπέρ Καμύ). (Ακολουθούν 79 φρ.)·
    - αν δεν υπήρχαν οι βλάκες δε θα υπήρχαν τα δικαστήρια, βλ. λ. βλάκας·
    - ανάμεσα στον ανήφορο και στον κατήφορο υπάρχει και ο ίσιος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
    - δε βγαίνει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. καπνός1·
    - δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι, ακόμη και ο πιο καλός άνθρωπος έχει τα ελαττώματά του, δεν υπάρχει κανείς, όσο έξυπνος και ικανός κι αν είναι, που να είναι τέλειος: «τόσο σπουδαίος επιστήμονας και να είναι τσιγκούνης! Αλλά θα μου πεις, δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι». Συνών. δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους / δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια·
    - δεν υπάρχει αλλά, βλ. λ. αλλά·
    - δεν υπάρχει άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
    - δεν υπάρχει άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
    - δεν υπάρχει αμφιβολία, βλ. λ. αμφιβολία·
    - δεν υπάρχει άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
    - δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
    - δεν υπάρχει ανθρώπου πρόσωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
    - δεν υπάρχει για μένα χώρος (κάπου), βλ. λ. χώρος·
    - δεν υπάρχει γιατρειά, βλ. λ. γιατρειά·
    - δεν υπάρχει γιατρικό, βλ. λ. γιατρικό·
    - δεν υπάρχει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
    - δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, βλ. λ. δέντρο·
    - δεν υπάρχει δεύτερος, βλ. λ. δεύτερος·
    - δεν υπάρχει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
    - δεν υπάρχει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
    - δεν υπάρχει έδαφος για…, βλ. λ. έδαφος·
    - δεν υπάρχει ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
    - δεν υπάρχει θέμα, βλ. λ. θέμα·
    - δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
    - δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
    - δεν υπάρχει καπίκι, βλ. λ. καπίκι·
    - δεν υπάρχει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
    - δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
    - δεν υπάρχει κίνηση, βλ. λ. κίνηση·
    - δεν υπάρχει λέπι, βλ. λ. λέπι·
    - δεν υπάρχει λόγος, βλ. λ. λόγος·
    - δεν υπάρχει μαρούλι, βλ. λ. μαρούλι·
    - δεν υπάρχει μία, βλ. λ. μια·
    - δεν υπάρχει (ούτε) κέρμα, βλ. λ. κέρμα·
    - δεν υπάρχει (ούτε) σέντσι, βλ. λ. σέντσι·
    - δεν υπάρχει πεντάρα (τσακιστή), βλ. λ. πεντάρα·
    - δεν υπάρχει περίπτωση, βλ. λ. περίπτωση·
    - δεν υπάρχει πετρέλαιο, βλ. λ. πετρέλαιο·
    - δεν υπάρχει πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
    - δεν υπάρχει προηγούμενο! βλ. λ. προηγούμενο·
    - δεν υπάρχει σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
    - δεν υπάρχει σπυρί, βλ. λ. σπυρί·
    - δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο, βλ. λ. τίποτα·
    - δεν υπάρχει τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
    - δεν υπάρχει τσεντέσιμο, βλ. λ. τσεντέσιμο·
    - δεν υπάρχει φόβος, βλ. λ. φόβος·
    - δεν υπάρχει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
    - δεν υπάρχει ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
    - δεν υπάρχει ψυχή ζώσα, βλ. λ. ψυχή·
    - δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο, βλ. λ. ψυχή·
    - δεν υπάρχουν περιθώρια ή δεν υπάρχουν τα περιθώρια, βλ. λ. περιθώριο·
    - δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου, βλ. λ. περιθώριο·
    - δεν υπάρχουν σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
    - δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
    - καλό είναι να υπάρχει, βλ. λ. καλός·
    - κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, βλ. λ. Δανιμαρκία·
    - όπου βγαίνει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
    - όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
    - ουδείς μωρότερος των γιατρών, αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι, βλ. λ. γιατρός·
    - σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
    - σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
    - υπάρχει άλλος αέρας, βλ. λ. αέρας·
    - υπάρχει διαφορά; βλ. λ. διαφορά·
    - υπάρχει έδαφος (για κάτι), βλ. λ. έδαφος·
    - υπάρχει ζήτηση, βλ. λ. ζήτηση·
    - υπάρχει και αλλά, βλ. λ. αλλά·
    - υπάρχει και αλλά; βλ. λ. αλλά·
    - υπάρχει κι άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
    - υπάρχει κι άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
    - υπάρχει κόσμος για κόσμος ή υπάρχει κόσμος και κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
    - υπάρχει λαδιά στη μέση, βλ. λ. λαδιά·
    - υπάρχει λόγος, βλ. λ. λόγος·
    - υπάρχει μαμουνιά στη μέση, βλ. λ. μαμουνιά·
    - υπάρχει πουστιά στη μέση, βλ. λ. πουστιά·
    - υπάρχει τρόπος; βλ. λ. τρόπος·
    - υπάρχει φόβος να… ή υπάρχει φόβος ότι θα…, βλ. λ. φόβος·
    - υπάρχουν αβγά γι’ αβγά ή υπάρχουν αβγά και αβγά, βλ. λ. αβγό·
    - υπάρχουν άνθρωποι για άνθρωποι ή υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι, βλ. λ. άνθρωπος·
    - υπάρχουν διαφορετικές γωνίες λήψης, βλ. λ. γωνία·
    - υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, βλ. λ. πορτοκαλιά.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης