Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • τσίλια, η,
    πλ. τσίλιες, οι, ουσ. [<ιταλ. ciglia, πλ. του ciglio (= ματόκλαδο, ματιά, βλέμμα)· φρ. aguzzare la ciglia (= παρακολουθώ με προσοχή)]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) χώρος, μέρος, πόστο, που χρησιμοποιείται για σκοπιά και αυτός ο ίδιος ο σκοπός που επαγρυπνεί κατά τη διάρκεια κάποιας ύποπτης ή παράνομης επιχείρησης, ώστε να ειδοποιήσει τους συντρόφους του, όταν παρουσιαστεί κάποιος κίνδυνος: «πρέπει να ’χουμε κάποιον τσίλια, για να μπουκάρουμε στο εργοστάσιο». (Λαϊκό τραγούδι: κέρασε κι όλα τα παιδιά νεράντζι και βανίλιες κι έβαλε δυο για τσίλιες στου βράχου την ποδιά // μόλις έπεφτε η νύχτα μπλόκα, τσίλιες, καρδιοχτύπια, ταχτικά σ’ απολογία μας καλούσ’ η αστυνομία).2. ο νυχτερινός αστυφύλακας, ιδίως αυτός που περιπολεί στους δρόμους: «την ώρα που πήγαν να μπουκάρουν στο εργοστάσιο, φάνηκαν δυο τσίλιες απ’ τη γωνιά». Ο χαρακτηρισμός αυτός του αστυφύλακα προήλθε από το επιφών. τσίλια! που φώναζε ο σκοπός από την τσίλια του, για να προειδοποιήσει τους συντρόφους του κάθε φορά που έβλεπε να πλησιάζει στο χώρο της επιχείρησης κάποιος αστυφύλακας. Το ότι αυτός ήταν νυχτερινός, δικαιολογείται από το ότι οι παράνομες δουλειές συνηθέστατα γίνονταν το βράδυ. Με τον καιρό το επιφών. τσίλια! ή τσίλιες! αναφερόταν για οποιοδήποτε άγνωστο πλησίαζε στο χώρο της ύποπτης ή της παράνομης επιχείρησης, ώσπου, καθώς μαθεύτηκε, έδωσε τη θέση της στο σύρμα (βλ. λ.). (Λαϊκό τραγούδι: τσίλιες σπάστε, άσ’ το ζάρι και μας πήρανε χαμπάρι, θα πλακώσουν κουμπουράδες, θα μας πάρουν τους λουλάδες
    - βαστώ τσίλια ή βαστώ τσίλιες, βλ. συνηθέστ. κρατώ τσίλια·
    - είμαι στην τσίλια, περνώ δύσκολη οικονομική κατάσταση: «μ’ αυτή την αναδουλειά που υπάρχει στην αγορά, όλοι είμαστε στην τσίλια». Παρομοίωση του ατόμου που δεν έχει λεφτά και για το λόγο αυτό δεν πάει πουθενά, με το μοναχικό σκοπό που βρίσκεται στην τσίλια·
    - κάθομαι στην τσίλια ή κάθομαι τσίλια ή κάθομαι τσίλιες, βλ. φρ. κρατώ τσίλια. (Λαϊκό τραγούδι: θ’ ανάβει το τσιμπούκι τρελός στο μαστουρλούκι ή θα παίζει το μπουζούκι, θα κάθεται στις τσίλιες,θα διώχνει τις μπασκίνες
    - κρατώ τσίλια ή κρατώ τσίλιες, είμαι σκοπός, παρακολουθώ από κάποιο μέρος μήπως φανεί κάποιος ανεπιθύμητος κατά τη διάρκεια παράνομης ή ύποπτης επιχείρησης, για να ειδοποιήσω τους συντρόφους μου. (Λαϊκό τραγούδι: με τη σειρά μου θα το πιω, τώρα τις τσίλιες μου κρατώ // ένας ρίχνει, τρεις ποντάρουν, κι ένας τσίλιες τους κρατά κι όταν κίνδυνος τους λάχει πετραδάκι τους πετά
    - την έχω στην τσίλια, διέλυσα τον ερωτικό δεσμό που είχα μαζί της: «την τάδε την έχω στην τσίλια, γιατί τον τελευταίο καιρό άρχισε να μου μιλάει για γάμο»·
    - τον έχω στην τσίλια, α. τον έχω απομακρύνει από κοντά μου, τον έχω διώξει: «αφού δεν άκουγε τις συμβουλές μου, τον έχω στην τσίλια». Από την εικόνα του ατόμου που βρίσκεται μοναχός του στην τσίλια. β. δεν τον βοηθώ, ιδίως οικονομικά: «όσες φορές του δάνεισα λεφτά, δε μου τα επέστρεψε, γι’ αυτό κι εγώ τον έχω στην τσίλια»·
    - φυλάω τσίλιες, βλ. φρ. κρατώ τσίλιες. (Λαϊκό τραγούδι: και χανουμάκια έμορφα θα μας τονε πατάνε, με τσίκα μαύρη, έμορφη και τσίλιες να φυλάνε).
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης