Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • τσιγάρο, το,
    ουσ. [<ιταλ. cigaro <ισπαν. cigaro, από τη γλώσσα των ιθαγενών της Κούβας], το τσιγάρο. Υποκορ. τσιγαράκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: θέλει να φουμάρει ένα τσιγαράκι μα δεν έχει φράγκο, είναι μπατιράκι). Μεγεθ. τσιγαρούκλα, η. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
    - βαρύ τσιγάρο, το σέρτικο. (Λαϊκό τραγούδι: πιάσε τα βαριά τσιγάρα μου, μάνα μου, για να σβήσω τη λαχτάρα μου, με κυνηγάει η κατάρα μου
    - βγάζω τα τσιγάρα μου, κερδίζω ελάχιστα χρήματα: «δεν ήταν καμιά σπουδαία δουλειά, γιατί μόλις που έβγαλα τα τσιγάρα μου»·
    - για τα τσιγάρα μου, λέγεται στην περίπτωση που, εκτός από την κύρια εργασία μας, αναλαμβάνουμε διάφορες ευκαιριακές δουλειές, για να καλύπτουμε τα μικροέξοδά μας: «έχω μια μόνιμη εργασία, αλλά κάνω και διάφορες ψιλοδουλειές, για τα τσιγάρα μου»·
    - δεν έχει τσιγάρο να καπνίσει, είναι πάμφτωχος: «κάποτε ήταν πολύ πλούσιος, αλλά, απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές του, δεν έχει τσιγάρο να καπνίσει». Πρβλ.: ξεκίνησα μια Κυριακή, στον Πειραιά τραβάω, ούτε τσιγάρο είχα ’γω, ούτε ψωμί να φάω (Λαϊκό τραγούδι)·
    - ένα τσιγάρο δρόμος ή μια τσιγάρα δρόμος, η απόσταση που διανύει κανείς, ιδίως με τα πόδια και διαρκεί περίπου όσο και το κάπνισμα ενός τσιγάρου: «δεν είναι πολύ μακριά, ένα τσιγάρο δρόμος είναι»·
    - η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο, βλ. λ. υπόθεση·
    - καίω ένα τσιγάρο, καπνίζω: «σταμάτα για λίγο τη δουλειά σου να κάψουμε ένα τσιγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: γουστάρισα το ακρογιάλι, που ’ναι όμορφη βραδιά· να κάψουμε ένα τσιγαράκι στη μοναξιά
    - κάνω ένα τσιγάρο ή κάνω τσιγάρο, καπνίζω: «καθίσαμε στην άκρη της παραλίας να κάνουμε τσιγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: έκανες-έκανες ένα τσιγάρο, πέθανες-πέθανες ένα φαντάρο)· βλ. και φρ. στρίβω τσιγάρο·
    - καρυδώνω το τσιγάρο μου, (στη γλώσσα της αργκό) για κάποιο λόγο και επειδή είναι ακόμη μεγάλο, με τον αντίχειρα και το δείκτη το πιέζω στη βάση της καύτρας του για να την πετάξω, ώστε να το καπνίσω αργότερα: «μόλις είδε το διευθυντή του καρύδωσε το τσιγάρο του και το ’χωσε μέσα στην τσέπη του». Από παρομοίωση της πίεσης γύρω από την καύτρα του τσιγάρου με το σφίξιμο γύρω από το λαιμό κάποιου· 
    - κόβω το τσιγάρο, σταματώ το κάπνισμα, παύω να καπνίζω: «ο γιατρός με προειδοποίησε πως θα έχω πρόβλημα με τα πνευμόνια μου, αν δεν κόψω το τσιγάρο»·
    - πίνω τσιγάρο, καπνίζω: «από πότε άρχισες να πίνεις τσιγάρο;». (Λαϊκό τραγούδι: όσο χρειάστηκες να πιεις ένα τσιγάρο έγιν’ η αγάπη σου κι ο έρωτας καπνός, γιατί τον πίκρανες απόψε το φαντάρο ένα φαντάρο που κοιμάται μοναχός
    - πνίγω το τσιγάρο μου, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. καρυδώνω το τσιγάρο μου·
    - σπάσ’ ένα τσιγάρο, (στη γλώσσα της αργκό) δώσε μου ένα τσιγάρο: «σπάσ’ ένα τσιγάρο, γιατί τέλειωσαν τα δικά μου»·
    - στρίβω τσιγάρο, φτιάχνω πρόχειρα τσιγάρο, περιτυλίγοντας το τσιγαρόχαρτο μέσα στο οποίο έχω βάλει καπνό ή χασίσι: «είμαι τόσο χοντροδάχτυλος, που ποτέ μου δεν έμαθα να στρίβω τσιγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: άρχισα να στρίβω το σιγαρέτο και μέρα νύχτα το τραβάω σαν τρελή πω, πω, τι γλύκα που τη βρήκα, να μεθάει πιο πολύ κι απ’ το φιλί
    - τραβώ το τσιγάρο μου, το καπνίζω: «μαζί με τον καφέ που πίνω, θέλω πάντα να τραβώ και το τσιγάρο μου». (Λαϊκό τραγούδι: στα εστιατόρια κάθομαι χώρια και, μόλις πάω, το τσιγάρο μου τραβώ κι αν με κοιτούνε κι αν με γελούνε, εγώ δε βλέπω κι όλο κάνω τον στραβό
    - ώσπου να κάνω ένα τσιγάρο, σε σύντομο χρονικό διάστημα: «δώσε μου τ’ αυτοκίνητό σου που το χρειάζομαι για μια δουλειά και ώσπου να κάνω ένα τσιγάρο θα σου το επιστρέψω».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης