Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- τρόπος, ο,
- ουσ. [<αρχ. τρόπος], ο τρόπος· η μέθοδος, το μέσο, η συμπεριφορά, το σύστημα με το οποίο κάνει κανείς κάτι: «μπορείς να μου πεις τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσεις, για να τον πείσεις; || δεν έχει μάθει τρόπους απ’ το σπίτι του». (Τραγούδι: πόσο μ’ αρέσει ο τρόπος που μ’ αγαπάς, όταν με φιλάς, στα μάτια σαν με κοιτάς, αγαπώ τον τρόπο που χτυπάει η καρδιά σου, όταν βρίσκομαι μες στην αγκαλιά σου). (Ακολουθούν 28 φρ.)·
- βάζω με τρόπο, εισάγω κάτι επιτήδεια, κρυφά, λαθραία σε μια χώρα ή σε ένα χώρο: «την τελευταία φορά που γυρνούσε απ’ το εξωτερικό, έβαλε με τρόπο απ’ τα σύνορα μια τηλεόραση || έβαλε με τρόπο μέσα στην αίθουσα δυο φίλους του χωρίς εισιτήριο»·
- βγάζω με τρόπο, εξάγω κάτι επιτήδεια, κρυφά, λαθραία από μια χώρα ή από έναν χώρο: «έφυγε στο εξωτερικό κι έβγαλε με τρόπο απ’ το τελωνείο ένα σωρό συνάλλαγμα || έβγαλε με τρόπο απ’ τη φυλακή το φίλο του»·
- βρίσκω τρόπο ή βρίσκω τον τρόπο, α. βρίσκω τη μέθοδο, το μέσο, το σύστημα, για να πραγματοποιήσω το σκοπό μου: «πάντα βρίσκει τον τρόπο να τελειώνει γρήγορα τη δουλειά του». (Τραγούδι: θέλω κι εγώ να παίξω κι όχι να μείνω απέξω, να βρω κι εγώ τον τρόπο μου,να ζήσω πια στον τόπο μου). β. βρίσκω τα μέσα, τα χρήματα, για να κάνω κάτι: «αφού αποφάσισε να χτίσει κι αυτός βίλα, θα βρει σίγουρα τον τρόπο»·
- δε μ’ αρέσει ο τρόπος του, δε μου αρέσει η διαγωγή του, η συμπεριφορά του: «έχω πολλές επιφυλάξεις γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει ο τρόπος του»·
- δεν είναι τρόπος αυτός! ή δεν είναι αυτός τρόπος! βλ. φρ. είναι τρόπος αυτός(!)·
- δεν υπάρχει άλλος τρόπος, αναγκαστική εφαρμογή ή δράση λόγω έλλειψης εναλλακτικής λύσης: «για να πάρετε μια τόση μεγάλη δουλειά θα πρέπει να συνεταιριστείτε, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος». Συνών. δεν υπάρχει άλλος δρόμος·
- είναι τρόπος αυτός! έκφραση δυσαρέσκειας για την κακή συμπεριφορά κάποιου: «είναι τρόπος αυτός που μιλάς στους γονείς σου! || είναι τρόπος αυτός που φέρεσαι στη γυναίκα σου!». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το ε ή το μα·
- δεν υπάρχει τρόπος, υπάρχει αδιέξοδο ως προς τη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης: «θα ήθελα να σας βοηθήσω να παρακάμψετε αυτό το εμπόδιο, αλλά, δυστυχώς, δεν υπάρχει τρόπος»·
- έχει κακούς τρόπους, δεν είναι ευγενικός, δεν έχει καλή ανατροφή, δε συμπεριφέρεται καθώς πρέπει: «αυτό το παιδί έχει πολύ κακούς τρόπους»·
- έχει καλούς τρόπους ή έχει τρόπους, είναι ευγενικός, έχει καλή ανατροφή, συμπεριφέρεται καθώς πρέπει: «αυτό το παιδί, μάλιστα, έχει τρόπους!»·
- έχει λεπτούς τρόπους, είναι ευγενικός, συμπεριφέρεται με ευγένεια: «όλοι τον συμπαθούν, γιατί έχει λεπτούς τρόπους»·
- έχω τον τρόπο ή έχω τον τρόπο μου, α. έχω τη μέθοδο, το μέσο: «έχω τον τρόπο να τον πείσω». β. έχω τα μέσα, τα χρήματα: «έχω τον τρόπο μου ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, όσο ακριβό κι αν είναι»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, βλ. λ. δουλειά·
- κατά κάποιο τρόπο, κάπως, περίπου, ας πούμε: «μπορώ να πω πως κατά κάποιο τρόπο ήταν ο μόνος που με βοήθησε»·
- με κάθε τρόπο, α. με κάθε μέσο, με κάθε μέθοδο: «πρέπει με κάθε τρόπο να πείσουμε το διευθυντή να μας υπογράψει την άδεια». β. οπωσδήποτε: «πρέπει με κάθε τρόπο να ’ρθεις κι εσύ στην αυριανή συγκέντρωση»·
- με κανέναν τρόπο, δηλώνει κατηγορηματική άρνηση, αποκλείεται, δεν το συζητώ: «με κανέναν τρόπο δε θα δεχτώ την προσφορά σου»·
- με πλάγιο τρόπο, α. έμμεσα, με υπαινιγμούς: «του το ’πα με πλάγιο τρόπο πως χρειάζομαι κάτι λεφτά, αλλά δεν το κατάλαβε». (Τραγούδι: θα μαθαίνεις από τρίτους, για τα κατορθώματά μου, θα ρωτάς με πλάγιο τρόπο, και για τα αισθήματά μου). β. λέγεται για ενέργεια που δεν ακολουθεί τη νόμιμη διαδικασία, που γίνεται δια της πλαγίας οδού: «αν δεν ενεργούσα με πλάγιο τρόπο, η αίτησή μου θα ήταν ακόμη στο σωρό μαζί με τις άλλες»·
- με ποιον τρόπο; βλ. φρ. με τι τρόπο(;)·
- με τι τρόπο; πώς(;): «με τι τρόπο θα καταφέρεις να τον πείσεις να σε βοηθήσει;»·
- με τον έναν ή (με) τον άλλον τρόπο, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση, με οποιαδήποτε μέθοδο ή τακτική, με οποιοδήποτε μέσο, νόμιμο ή παράνομο: «δεν ξέρω τι θα κάνεις, πάντως με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, θέλω να μου τελειώσεις τη δουλειά»·
- με τρόπο, α. λαθραία, κρυφά: «μπήκε μέσα με τρόπο και δεν τον πήρε κανένας μυρουδιά». β. όχι απότομα ή αδέξια αλλά επιτήδεια, με επιτηδειότητα: «πες του το με τρόπο πως ο γιος του γυρίζει με παλιοπαρέες»·
- περνώ με τρόπο, εισάγω ή εξάγω κάτι επιτήδεια, κρυφά, λαθραία από μια χώρα ή από έναν χώρο: «όταν ερχόμουν απ’ το εξωτερικό, πέρασα με τρόπο μια τηλεόραση || μαζί με μένα, πέρασα με τρόπο στο γήπεδο και τον τάδε που δεν είχε κόψει εισιτήριο || όταν έφευγε για το εξωτερικό, πέρασε με τρόπο ένα σωρό συνάλλαγμα || πέρασε με τρόπο απ’ την πύλη του εργοστασίου στο οποίο δουλεύει ένα σετ μαχαιροπίρουνα»·
- τι τρόπος είν’ αυτός; βλ. φρ. δεν είναι τρόπος αυτός(!)·
- τρόπος του λέγειν, όχι στην κυριολεξία αλλά κατά την αποστροφή του λόγου: «τρόπος του λέγειν πως θα τον δείρω, παρόλο που είμαι τρομερά εκνευρισμένος μαζί του!»·
- τρόπον τινά, βλ. φρ. κατά κάποιον τρόπο·
- υπάρχει κι άλλος τρόπος, α. μπορούμε να ενεργήσουμε ή να δράσουμε με άλλο σύστημα, υπάρχει εναλλακτική λύση: «αφού δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, υπάρχει κι άλλος τρόπος να λύσουμε τη διαφορά μας, να πάμε στο δικαστήριο». β. πολλές φορές λέγεται με απειλητική διάθεση ή υπονοεί πως θα ενεργήσουμε με παράνομα ή αθέμιτα μέσα: «αν δε μου δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς υπάρχει κι άλλος τρόπος να στα πάρω, γιατί έχω φίλους κάτι μπράβους που θα σε λιανίσουνε». Συνών. υπάρχει κι άλλος δρόμος·
- ωραίοι τρόποι, οι ευγενικοί, η ευγενική συμπεριφορά: «με τους ωραίους τρόπους που έχει αυτός ο άνθρωπος σε σκλαβώνει από την πρώτη στιγμή»·
- ωραίος τρόπος! διατυπώνει δυσμενή κρίση για τη συμπεριφορά κάποιου: «το βρίσκεις σωστό να βλέπεις γέρο άνθρωπο και να μην του προσφέρεις τη θέση σου να καθίσει; Ωραίος τρόπος!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπράβο σου με αρνητική διάθεση. - ουσ. [<αρχ. τρόπος], ο τρόπος· η μέθοδος, το μέσο, η συμπεριφορά, το σύστημα με το οποίο κάνει κανείς κάτι: «μπορείς να μου πεις τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσεις, για να τον πείσεις; || δεν έχει μάθει τρόπους απ’ το σπίτι του». (Τραγούδι: πόσο μ’ αρέσει ο τρόπος που μ’ αγαπάς, όταν με φιλάς, στα μάτια σαν με κοιτάς, αγαπώ τον τρόπο που χτυπάει η καρδιά σου, όταν βρίσκομαι μες στην αγκαλιά σου). (Ακολουθούν 28 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης