Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • τρέχω,
    ρ. [<αρχ. τρέχω], τρέχω. 1. παίρνω μέρος σε αγώνα δρόμου, είμαι δρομέας αθλητής: «ο ένας του ο γιος παίζει μπάσκετ κι ο άλλος τρέχει». 2. περιπλανιέμαι άσκοπα στους δρόμους: «όλη τη μέρα τρέχει μέσα στους δρόμους χωρίς να κάνει τίποτα». 3. βιάζομαι, σπεύδω να κάνω κάτι: «μόλις του ζητήσει κάτι ο γέρος του, τρέχει αμέσως να το πραγματοποιήσει». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθε ο χειμώνας κι ο κοσμάκης τα ’χει χάσει και παλτουδιά καινούρια τρέχει ν’ αγοράσει). 4.βιάζομαι να απαιτήσω από κάποιον κάτι, βιάζομαι να συμπεράνω, προτρέχω: «σου υποσχέθηκα πως θα σου δώσω τα λεφτά, αλλά εσύ μωρ’ αδερφάκι μου, πολύ τρέχεις γιατί δε μου τελείωσες ακόμα τη δουλειά! || είπαμε πως είναι επικίνδυνη η δουλειά, αλλά εσύ μας ξέκανες πριν ακόμα την αρχίσουμε!». 5. πηγαίνω με μεγάλη προθυμία, με μεγάλο ενδιαφέρον σε κάποιον ή κάπου: «μόλις έμαθε την ώρα που θα φτάναμε, έτρεξε στο σταθμό να μας υποδεχτεί». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε βραδάκι με γελάς, γιατί Θεό δεν έχεις, σε περιμένω για να ’ρθεις, μα συ με άλλον τρέχεις). 6.ταλαιπωρούμαι πηγαίνοντας συνέχεια από το ένα μέρος στο άλλο για να πετύχω κάποιο σκοπό μου: «μέρες τώρα τρέχει απ’ τη μια υπηρεσία στην άλλη για μια κωλοϋπογραφή!». 7. (για το ανδρικό γεννητικό όργανο) πάσχει από βλεννόρροια: «είναι μέσα στα νεύρα του, γιατί πριν από μια βδομάδα πήγε με μια άγνωστη και σήμερα το πρωί διαπίστωσε πως τρέχει». (Ακολουθούν 97 φρ.)·
    - άδικα τρέχεις, βλ. φρ. τζάμπα τρέχεις·
    - ακόμα τρέχει, λέγεται ειρωνικά για άτομο που αποχώρησε από κάπου πανικόβλητο: «μόλις είδε να ’ρχεται ο αδερφός της, έφυγε σαν τρελή κι ακόμα τρέχει»·
    - αν δε λαδώσεις τους τροχούς, η άμαξα δεν τρέχει, βλ. λ. τροχός·
    - για τ’ άλογο που τρέχει, δε χρειάζονται σπιρούνια, βλ. λ. σπιρούνι·
    - δεν τρέχει, (για δουλειές ή υποθέσεις) δεν εξελίσσεται ικανοποιητικά ή δεν εξελίσσεται καθόλου: «μου είχες υποσχεθεί πως μέχρι τέλος του μηνός θα μου τελείωνες τη δουλειά, αλλά βλέπω πως δεν τρέχει»·
    - δεν τρέχει, απάντηση που δίνουμε σε αυτόν που μας ρώτησε τι τρέχει (βλ. φρ.) όταν δε θέλουμε να του πούμε ή όταν πραγματικά δε συμβαίνει τίποτα το αξιόλογο ή το ενοχλητικό· 
    - δεν τρέχει αίμα μέσα του, βλ. λ. αίμα·
    - δεν τρέχει αίμα στις φλέβες του, βλ. λ. αίμα·
    - δεν τρέχει κάστανο! βλ. λ. κάστανο·
    - δεν τρέχει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
    - δεν τρέχει τσάι, βλ. λ. τσάι·
    - έτρεξε με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
    - η βδομάδα που τρέχει, βλ. λ. βδομάδα·
    - η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του, βλ. λ. δουλειά·
    - κάτι τρέχει, βλ. λ. κάτι·
    - κάτι τρέχει! βλ. λ. κάτι·
    - κάτι τρέχει στα γύφτικα! βλ. λ. γύφτικα·
    - με τρέχει, α. με προτρέπει, με παρακινεί συνεχώς, με πιέζει να βρίσκομαι σε διαρκή ενεργητικότητα για να τελειώσω μια δουλειά ή μια υπόθεση σε σύντομο χρόνο: «αν δε μ’ έτρεχε ο τάδε, θα βρισκόμουν ακόμα στα θεμέλια, ενώ τώρα κοντεύω να τελειώσω την οικοδομή». β. με υποχρεώνει να τον ακολουθώ, να τον συντροφεύω όπου πηγαίνει: «δεν ξαναβγαίνω μαζί του το βράδυ, γιατί με τρέχει από μπουζουκτσίδικο σε μπουζουκτσίδικο και μένα δε μ’ αρέσουν αυτά»·
    - ο καιρός τρέχει ή τρέχει ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
    - ο μήνας που τρέχει, βλ. λ. μήνας·
    - ο μισθός τρέχει ή οι μισθοί τρέχουν ή τα μιστά τρέχουν ή τρέχει ο μισθός ή τρέχουν οι μισθοί ή τρέχουν τα μιστά, βλ. λ. μισθός·
    - ο νους του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
    - ο νους του τρέχει στο κακό ή τρέχει στο κακό ο νους του, βλ. λ. νους·
    - ο τόκος τρέχει ή οι τόκοι τρέχουν ή τρέχει ο τόκος ή τρέχουν οι τόκοι, βλ. λ. τόκος·
    - ο χρόνος που τρέχει, βλ. λ. χρόνος·
    - ο χρόνος τρέχει ή τρέχει ο χρόνος, βλ. λ. χρόνος·
    - όποιος τρέχει μόνος του, τερματίζει πρώτος, βλ. λ. τερματίζω·
    - πού με τρέχεις; πού με πας(;): «πού με τρέχεις μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα;»·
    - πού τρέχει ο νους σου; βλ. λ. νους·
    - πού τρέχει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
    - πού τρέχεις; α. πού πας έτσι βιαστικά(;): «πού τρέχεις μεσημεριάτικα με τέτοια κάψα;». β. πού συχνάζεις; πού διασκεδάζεις(;): «αν θελήσω κάποια στιγμή να σε βρω, πού τρέχεις τα βράδια;»·
    - σαν να μην τρέχει τίποτα, λέγεται στις περιπτώσεις εκείνες που κάποιος ενεργεί χωρίς να επηρεάζεται από κάτι σοβαρό που υπάρχει ή που εξελίσσεται: «ενώ μια ζωή με κατηγορεί, όταν χρειάζεται λεφτά, έρχεται και μου τα ζητάει, σαν να μην τρέχει τίποτα || εχτές οι διπλανοί του έθαψαν το γιο τους κι αυτός σήμερα κάνει πάρτι, σαν να μην τρέχει τίποτα»·         
    - στις φλέβες του τρέχει (ρέει) αίμα…, βλ. λ. φλέβα·
    - τα λεφτά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχουν τα λεφτά απ’ τα μπατζάκια του, βλ. λ. λεφτά·
    - τα νοίκια τρέχουν ή το νοίκι τρέχει ή τρέχουν τα νοίκια ή τρέχει το νοίκι, βλ. λ. νοίκι·
    - τζάμπα τρέχεις, δε θα καταφέρεις αυτό που επιδιώκεις, ματαιοπονείς: «τζάμπα τρέχεις να σώσεις τη δουλειά σου, γιατί, εκεί που έφτασε, δεν υπάρχει γιατρειά || τζάμπα τρέχεις να βάλεις μυαλό σ’ αυτό το παιδί, γιατί είναι πολύ ξεροκέφαλο». Συνών. τζάμπα σκοτώνεσαι·
    - την τρέχω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - τι τρέχει; α. τι συμβαίνει; Λέγεται από περιέργεια ή από ενδιαφέρον για κάτι: «τι τρέχει, ρε παιδιά, εκεί κάτω κι είναι τόσος κόσμος μαζεμένος;». (Λαϊκό τραγούδι: πού περπατάς, πού περπατάς, τι τρέχει και δε μ’ αγαπάς). β. λέγεται και με απειλητική διάθεση: «τι τρέχει, ρε μάγκα, και με κοιτάς μ’ αυτό το βλέμμα;»· βλ. και φρ. τι συμβαίνει, λ. συμβαίνει·
    - το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, βλ. λ. μάτι·
    - το μυαλό του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
    - το μυαλό του τρέχει στο κακό ή τρέχει στο κακό το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
    - τον τρέχω, τον προτρέπω, τον πιέζω, τον παρακινώ συνεχώς να βρίσκεται σε διαρκή ενεργητικότητα για να τελειώσει μια δουλειά ή μια υπόθεση σε σύντομο χρόνο: «αν δεν τον έτρεχα, δε θα παρέδινε τη δουλειά μέσα στις προθεσμίες που είχε υπογράψει»· βλ. και φρ. με τρέχει·
    - τον τρέχω στα δικαστήρια, βλ. λ. δικαστήριο·
    - του τρέχουν τα σάλια ή τρέχουν τα σάλια του, βλ. λ. σάλιο·
    - τρέξε βρες τον! ή τρέχα βρες τον! δηλώνει αδυναμία ή απροθυμία να βρει κάποιος το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «ο τάδε μου είπε να πας να τον συναντήσεις. -Τρέξε βρες τον!». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε ήταν σκάρτες οι ζαριές τους κι άιντε τώρα τρέξε βρες τους
    - τρέξε κόσμε! βλ. λ. κόσμος·
    - τρέξε να σωθείς! (για τάβλι) λέγεται ειρωνικά από τον παίχτη που αρχίζει να μαζεύει τα πούλια του, ειρωνευόμενος με αυτόν τον τρόπο τον αντίπαλό του πως θα χάσει το παιχνίδι διπλό, αφού εκείνος έχει ακόμα πολλά πούλια έξω από την περιοχή του μαζέματος·
    - τρέχα γύρευε! α. δηλώνει μάταιη αναζήτηση: «αφού δεν τον βρήκες τέτοια ώρα στο σπίτι του, τρέχα γύρευε! || πού μπορώ να βρω αυτό το ανταλλακτικό; -Τρέχα γύρευε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό παρατεταμένο ω και παρατηρείται χειρονομία με το χέρι να κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του στήθους και προς τη μεριά του χεριού. β. δηλώνει αναζήτηση που δεν έχει σημασία ή αξία: «τρέχα γύρευε τώρα για μια απόδειξη με τόσο μικρό ποσό! || πρέπει να βρω να σου δώσω ρέστα ακόμη δέκα λεπτά. -Τρέχα γύρευε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ και όχι σπάνιες φορές κλείνει με το τώρα. Συνών. κάτσε γύρευε(!)· βλ.και λ. τρεχαγυρευόπουλος·
    - τρέχα πιάσ’ την! (ενν. την πορδή μου), ειρωνική ή υποτιμητική απάντηση σε κάποιον που μας λέει παράλογα πράγματα ή έχει παράλογες απαιτήσεις: «να σηκωθώ εγώ για να καθίσεις εσύ; Βρε, άντε τρέχα πιάσ’ την!»·
    - τρεχάτε ποδαράκια μου, βλ. λ. ποδαράκι·
    - τρέχει αίμα, βλ. λ. αίμα·
    - τρέχει απ’ τα μπατζάκια του, βλ. λ. μπατζάκι·
    - τρέχει η βρύση, βλ. λ. βρύση·
    - τρέχει η γλώσσα, (ιδίως για κείμενο) βλ. λ. γλώσσα·
    - τρέχει η γλώσσα του, βλ. λ. γλώσσα·
    - τρέχει η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
    - τρέχει η μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
    - τρέχει η μύτη μου νερό, βλ. λ. νερό·
    - τρέχει και δε σώνει, βλ. συνηθέστ. τρέχει και δε φτάνει·
    - τρέχει και δε φτάνει, α. παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει, δεν μπορεί να επανορθώσει τη ζημιά που έπαθε ή να καλύψει στις ανάγκες του: «είναι να τον λυπάσαι τον άνθρωπο, γιατί, μετά την κατραπακιά που έφαγε, τρέχει και δε φτάνει». β. έχει τόσες πολλές υποχρεώσεις, που δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε όλες: «έκανε μεγάλο άνοιγμα στη δουλειά του και τώρα τρέχει και δε φτάνει || σε μια βδομάδα έχει τις πληρωμές του προσωπικού του και τρέχει και δε φτάνει». γ. έχει αναλάβει πολλές δουλειές ταυτόχρονα και δεν μπορεί να τις φέρει σε πέρας: «όποιος κι αν του ’φερνε δουλειά, δεν έλεγε όχι, και τώρα τρέχει και δε φτάνει»·
    - τρέχει με χίλια, (για πρόσωπα ή τροχοφόρα) βλ. λ. χίλιοι·
    - τρέχει νερό στις φλέβες του, βλ. λ. νερό·
    - τρέχει ο ιδρώτας (μου) νερό, βλ. λ. νερό·
    - τρέχει ο ιδρώτας (μου) ποτάμι, βλ. λ. ιδρώτας·
    - τρέχει ο νους μου, βλ. λ. νους·
    - τρέχει ο πούτσος μου, βλ. λ. πούτσος·
    - τρέχει πίσω απ’ το φουστάνι, βλ. λ. φουστάνι·
    - τρέχει πίσω απ’ τον ποδόγυρο, βλ. λ. ποδόγυρος·
    - τρέχει σαν κυνηγάρικο σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
    - τρέχει σαν λαγός, βλ. λ. λαγός·
    - τρέχει σαν σκυλάκι πίσω της (του), βλ. λ. σκυλάκι·
    - τρέχει σαν την άδικη κατάρα, βλ. λ. κατάρα·
    - τρέχει τίποτα; (απειλητικά) έκφραση με την οποία προσπαθούμε να καταλάβουμε τις διαθέσεις κάποιου απέναντί μας. Αν δεν υπάρχει κανένας λόγος, τότε η απάντηση είναι όχι ή δεν τρέχει. Αν όμως υπάρχει κάποιος λόγος τότε η απάντηση είναι ναι ρε, τρέχει και επακολουθούν εξηγήσεις ή δυναμική αναμέτρηση·
    - τρέχει το αίμα (μου) ποτάμι, βλ. λ. αίμα·
    - τρέχει το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. λ. δάκρυ·
    - τρέχει το κεραμίδι, βλ. λ. κεραμίδι·
    - τρέχει του θανάτου, βλ. λ. θάνατος·
    - τρέχουν τα δάκρυα βροχή, βλ. λ. δάκρυ·
    - τρέχω για τη μαμαλίγκα, βλ. λ. μαμαλίγκα·
    - τρέχω για τη μαρμίτα, βλ. λ. μαρμίτα·
    - τρέχω για τη φασουλάδα, βλ. λ. φασουλάδα·
    - τρέχω για την κουραμάνα, βλ. λ. κουραμάνα·
    - τρέχω για το καθημερινό, βλ. λ. καθημερινό·
    - τρέχω για το καρβέλι, βλ. λ. καρβέλι·
    - τρέχω για το ξεροκόμματο, βλ. λ. ξεροκόμματο·
    - τρέχω για το ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
    - τρέχω για το ψωμοτύρι, βλ. λ. ψωμοτύρι·
    - τρέχω για τον άρτον τον επιούσιον, βλ. λ. άρτος·
    - τρέχω για τον επιούσιο, βλ. λ. επιούσιος·
    - τρέχω δεξιά αριστερά, βλ. λ. δεξιά·
    - τρέχω να προλάβω, βιάζομαι να…: «μη με καθυστερήσεις, γιατί τρέχω να προλάβω ανοιχτές τις τράπεζες»·
    - τρέχω πίσω (από κάποιον), βλ. λ. πίσω·
    - τρέχω σαν παλαβός, βλ. λ. παλαβός·
    - τρέχω σαν τρελός, βλ. λ. τρελός·
    - τρέχω στα δικαστήρια, βλ. λ. δικαστήριο·
    - τρέχω στα χαμένα, βλ. λ. χαμένος·
    - τρέχω στο κατόπι ή τρέχω το κατόπι, βλ. λ. κατόπι(ν)·
    - τρέχω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
    - τρέχω στους δρόμους, βλ. λ. δρόμος.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης