Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • τοίχος, ο,
    ουσ. [<αρχ. τοῖχος], ο τοίχος. (Ακολουθούν 37 φρ.)·
    - απ’ τον τοίχο θα τα κόψω; ή απ’ τον τοίχο να τα κόψω; (ιδίως για χρήματα) λέγεται στην περίπτωση που δεν υπάρχει τρόπος να βρούμε το χρηματικό ποσό που μας ζητάει κάποιος: «πώς να σ’ αγοράσω αυτοκίνητο, ρε παιδάκι μου, απ’ τη στιγμή που δεν έχω λεφτά, απ’ τον τοίχο θα τα κόψω; || δεν έχω να σου δώσω αυτά τα λεφτά που μου ζητάς, τι να κάνω, απ’ τον τοίχο να τα κόψω;»·  
    - ασβεστώνει τον τοίχο, βλ. φρ. σοβατίζει τον τοίχο·
    - βάζω στον τοίχο, βλ. συνηθέστ. στήνω στον τοίχο·
    - βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. λ. κεφάλι·
    - δεν άφησαν παρά τους τέσσερις τοίχους, έκλεψαν όλα τα αντικείμενα, όλα τα πράγματα από ένα σπίτι ή από ένα μαγαζί: «μπήκαν τα κλεφτρόνια στο σπίτι τους και δεν άφησαν παρά τους τέσσερις τοίχους»·
    - είμαι με την πλάτη στον τοίχο, βλ. λ. πλάτη·
    - είναι (για) να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο ή είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, βλ. λ. κεφάλι·
    - είναι κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. συνηθέστ. ζει κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους·
    - ένας τοίχος μας χωρίζει ή μας χωρίζει ένας τοίχος, κατοικούμε σε διαμερίσματα που τα χωρίζει μια μεσοτοιχία: «τον ξέρω αυτόν που λες, γιατί μας χωρίζει ένας τοίχος στην πολυκατοικία που μένουμε»·
    - ζει κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, ζει απομονωμένος στο σπίτι του, στο δωμάτιό του, χωρίς να δέχεται να δει κανέναν: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, εξαφανίστηκε απ’ την παρέα μας και ζει κλεισμένος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους». Πρβλ. εγώ δεν είδα ποτέ τον ήλιο, εγώ δεν είδα ποτέ το φως, για μένα ο κόσμος είναι μονάχα τέσσερις τοίχοι κι ένας σκοπός (ενν. δεσμοφύλακας) (Λαϊκό τραγούδι)·  
    - ζει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. συνηθέστ. ζει κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους·
    - θα σε στήσω στον τοίχο, θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα σε στήσω στον τοίχο»·
    - και οι τοίχοι έχουν αφτιά, προτροπή σε κάποιον, που θέλει να μας εμπιστευθεί κάτι σπουδαίο, να μιλήσει χαμηλόφωνα, γιατί υπάρχει φόβος να ακούσουν και κάποιοι άλλοι αυτό που θα μας πει: «πες μου σιγά αυτό που θέλεις να μου πεις, γιατί και οι τοίχοι έχουν αφτιά»·
    - κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
    - κλείστηκε ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. φρ. ζει κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους·
    - μ’ έστησε στον τοίχο ή μ’ έχει στήσει στον τοίχο, α. με έφερε σε πολύ δύσκολη θέση, κατάσταση: «απαιτούσε φορτικά να του επιστρέψω τα δανεικά και μ’ έστησε στον τοίχο μέχρι να τα βρω». (Λαϊκό τραγούδι: έφυγες κι έγινε η ζωή καταστροφή κι έχω ανοίξει με το Χάρο αλισβερίσι, μ’ ένα καρφί μέσα μου έχω σταυρωθεί και το αντίο σου στον τοίχο μ’ έχει στήσει). β. με τιμώρησε σκληρά, παραδειγματικά: «επειδή μ’ έπιασε να κάνω κοπάνα, μ’ έστησε στον τοίχο για να συμμορφωθούν και οι άλλοι κοπανατζήδες»·
    - μιλώ στον τοίχο, βλ. φρ. τα λέω στον τοίχο·
    - πηγαίνω τοίχο τοίχο, προχωρώ κολλητά στον τοίχο προσπαθώντας να μη φαίνομαι, να μη γίνομαι αντιληπτός από κάποιον ή κάποιους, προχωρώ αργά, με προφυλάξεις: «πήγαινε τοίχο τοίχο για να μην τον αντιληφθούν». (Λαϊκό τραγούδι: η σούστα πήγαινε μπροστά κι ο μάγκας τοίχο τοίχο
    - περνάει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. συνηθέστ. ζει κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους·
    - σαν να μιλάω στον τοίχο, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος ή κάποιοι δεν προσέχουν, δε λογαριάζουν, δεν υπολογίζουν αυτά που λέω: «κάθομαι μια ώρα και τον συμβουλεύω, αλλά, σαν να μιλάω στον τοίχο»·
    - σοβατίζει τον τοίχο, αυνανίζεται, μαλακίζεται: «μόλις του σηκωθεί, κάθεται σε μια γωνιά και σοβατίζει τον τοίχο». Από την εικόνα του ατόμου που, προσποιούμενος πως κατουρά μπροστά σε ένα τοίχο, αυνανίζεται και εκσπερματώνει πάνω σε αυτόν·
    - σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. λ. κεφάλι·
    - στήνω στον τοίχο, α. φέρνω κάποιον σε πολύ δύσκολη θέση, κατάσταση: «για να μαζέψει τα λεφτά του, έστησε στον τοίχο όλους αυτούς που του χρωστούσαν». β. τιμωρώ κάποιον σκληρά, παραδειγματικά: «βαρέθηκα να στήνουν κάθε φορά εμένα στον τοίχο για ξένες αμαρτίες!». (Λαϊκό τραγούδι: κι εκείνη απ’ το κάδρο της στον τοίχο να σε στήνει και να σου λέει άπονα πως πια δε σ’ αγαπά).γ. τοποθετώ κάποιον με την πλάτη στον τοίχο για να τον εκτελέσω με τουφεκισμό: «κατά τον εμφύλιο και οι δυο πλευρές έστησαν αρκετούς στον τοίχο»·
    - στον τοίχο τα παιδιά μου, (στη νεοαργκό) έκφραση που υπονοεί τον αυνανισμό, τη μαλακία: «αυτός δεν έχει πρόβλημα αν του λείπει η γυναίκα, γιατί, κάθε τόσο στον τοίχο τα παιδιά μου». Από την εικόνα του ατόμου που στέκεται σε κάποιο απόμερο μέρος, συνήθως βράδυ, μπροστά σε ένα τοίχο και αυνανίζεται· βλ. και φρ. στο σώβρακο τα παιδιά μου, λ. σώβρακο·
    - τα λέω στον τοίχο, δεν έχω επικοινωνία με την ομήγυρη, με τον κόσμο, δεν έχω απήχηση, δεν εισακούομαι, δεν ακούει κανείς, δεν προσέχει, δε λογαριάζει, δεν υπολογίζει κανείς αυτά που λέω: «αν είναι αυτά που θα πω να τα λέω στον τοίχο, τότε καλύτερα να μην πω τίποτα»·
    - τοίχο τοίχο, α. προχωρώντας με δυσκολία, παραπατώντας, ιδίως λόγω μέθης: «μόλις βγήκε απ’ την ταβέρνα, πήρε τοίχο τοίχο το δρόμο για το σπίτι του». β. κολλητά με τον τοίχο και αργά αργά, με προφυλάξεις: «για να μην τον πάρουν μυρουδιά, τους ακολουθούσε τοίχο τοίχο». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’ρθω νύχτα τοίχο τοίχο και για σύνθημα θα βήχω). Συνών. κολόνα κολόνα·
    - τον κάρφωσε στον τοίχο, βλ. φρ. τον κόλλησε στον τοίχο·
    - τον κόλλησε σαν μακαρόνι στον τοίχο, βλ. λ. μακαρόνι·
    - τον κόλλησε σαν σκατό στον τοίχο, βλ. λ. σκατό·
    - τον κόλλησε στον τοίχο, α. τον αποστόμωσε: «τον άφησε να τα πει όπως ήθελε, κι όταν ήρθε η σειρά του να μιλήσει, τον κόλλησε στον τοίχο με τα επιχειρήματα που είχε». β. τον έδειρε άγρια, τον κατανίκησε: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξε στα χέρια του και τον κόλλησε στον τοίχο»·
    - τον έφερα με τη ράχη στον τοίχο, βλ. λ. ράχη·
    - τον έφερα με την πλάτη στον τοίχο, βλ. λ. πλάτη·
    - του κόλλησα την πλάτη στον τοίχο ή τον κόλλησα με την πλάτη στον τοίχο, βλ. βλ. πλάτη·
    - υψώνεται ένας τοίχος ανάμεσά τους, οι σχέσεις τους είναι ψυχρές, δεν έχουν καμιά ψυχική επαφή μεταξύ τους: «ήταν χρόνια φίλοι, αλλά, απ’ τη μέρα που μάλωσαν για μια γυναίκα, υψώνεται ένας τοίχος ανάμεσά τους»·
    - υψώνω τοίχο, χτίζω: «σκέφτομαι να βγάλω τα συρματοπλέγματα και να υψώσω τοίχο γύρω απ’ την αυλή». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα·
    - χάρτινοι τοίχοι, που είναι πολύ λεπτοί: «τα διαμερίσματα στις πολυκατοικίες έχουν χάρτινους τοίχους κι έτσι, χωρίς να θέλεις, μαθαίνεις όλα τα μυστικά των γειτόνων σου»·
    - χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. λ. κεφάλι.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης