Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- τίποτα
- κ. τίποτε κ. τίποτας κ. τίποτες κ. τίποτις, άκλ. αόρ. αντων. [<μσν. τίποτα <τίποτε <αρχ. τί ποτέ, κατά τα επιρρ. σε -α], τίποτα. (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να κάνεις τίποτις, το λέει η ψυχή σου, και κάθε μέρα βρίσκεται – κορόιδο! σπασμένη η κεφαλή σου). 1. κάτι: «υπάρχει τίποτα να φάω;». Πολλές φορές, ακούγεται η φρ.: πάρε καμιά (κάποια) φορά κανέναν (κάποιον) φίλο σου να πάμε πουθενά (κάπου) να φάμε τίποτα (κάτι). 2α. (σε ερωτηματικό τύπο) δηλώνει κάτι σπουδαίο, κάτι σημαντικό: «είναι τίποτα αυτός ο άνθρωπος ή είναι μόνο λόγια; || είναι τίποτα αυτό τ’ αυτοκίνητο ή τζάμπα τα λεφτά που έδωσες;». β. μήπως: «είναι τίποτα συγγενής σου αυτός που σε περιμένει; || ενοχλώ τίποτα ή να καθίσω;». 3. (σε αρνητική έκφραση) ούτε το ελάχιστο: «δεν αξίζει τίποτα || δε ζήτησε τίποτα». 4. ως φιλοφρονητική απάντηση στις λ. ευχαριστώ ή συγνώμη που μας απευθύνει κάποιος: «ευχαριστώ για τη βοήθειά σας. -Τίποτα || με συγχωρείτε που σας ανησύχησα. -Τίποτα». 5. λέγεται για κάτι το ελάχιστο, το ασήμαντο, το μηδαμινό: «με κείνο το τίποτα που του άφησε πεθαίνοντας ο πατέρας του, έγινε μεγάλος και τρανός». 6. το ουδ. άρθρο το τίποτα, η άλλη ζωή, ο θάνατος: «κάποια μέρα όλους μας μας περιμένει το τίποτα». (Ακολουθούν 120 φρ.)·
- άλλο τίποτα, βλ. λ. άλλος·
- άλλο τίποτα; βλ. λ. άλλος·
- αν τον γυρίσεις ανάποδα, δεν πέφτει τίποτα απ’ τις τσέπες του, βλ. λ. τσέπη·
- απ’ το τίποτα, εκ του μηδενός: «έγινε μεγάλος και τρανός απ’ το τίποτα». (Τραγούδι: μαραμένο μου λουλούδι, μάτια μου καχύποπτα, το δικός μας το τραγούδι, φτιάχνω απ’ το τίποτα)· βλ. και φρ. για το τίποτα·
- από δουλειά άλλο τίποτα, βλ. λ. δουλειά·
- από λεφτά άλλο τίποτα, βλ. λ. λεφτά·
- από λόγια άλλο τίποτα, βλ. λ. λόγος·
- από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. λ. μυαλό·
- από προβλήματα άλλο τίποτα, βλ. λ. πρόβλημα·
- από υγεία άλλο τίποτα, βλ. λ. υγεία·
- από ψέμα άλλο τίποτα, βλ. λ. ψέμα·
- αφήνει τίποτα; (γενικά για δουλειά) βλ. φρ. βγαίνει τίποτα(;)·
- βγαίνει τίποτα; (γενικά για δουλειά) βγαίνει κάποιο όφελος; κάποιο εμπορικό κέρδος(;): «μου λες ότι έχεις πολλή δουλειά, όμως βγαίνει τίποτα;»·
- βολεύεται με το τίποτα, δεν είναι καθόλου απαιτητικός, είναι ολιγαρκής: «ο μεγάλος μου ο γιος είναι συνέχεια δώσε και δώσε, ενώ ο μικρός μου ο γιος δε μου δημιούργησε ποτέ πρόβλημα, γιατί βολεύεται με το τίποτα»·
- για ένα τίποτα, βλ. φρ. για το τίποτα·
- για τίποτα, για κανένα αντάλλαγμα: «αυτό το ρολόι είναι δώρο του πατέρα μου και δεν τ’ αλλάζω για τίποτα»·
- για τίποτα στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- για το τίποτα, για κάτι ελάχιστο, για κάτι μηδαμινό: «μάλωσαν για το τίποτα || για το τίποτα βάζει τις φωνές». (Λαϊκό τραγούδι: με ζηλεύεις για το τίποτα κι όλα μου τα βλέπεις ύποπτα)·
- δε βγάζω τίποτα, α. δεν έχω κανένα χρηματικό ή άλλο όφελος: «αφού εγώ δε βγάζω τίποτα, γιατί να μπλεχτώ σ’ αυτή την υπόθεση;». (Λαϊκό τραγούδι: μην κλαις και μην πικραίνεσαι και μη βαριαστενάζεις, ό,τι κι κάνεις, μάθε το, τίποτα δε θα βγάλεις).β. δεν μπορώ να καταλάβω, να κατανοήσω αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «μου μιλάει μια ώρα, αλλά δε βγάζω τίποτα απ’ αυτά που μου λέει». γ. δεν μπορώ να κατανοήσω κάποιο κακογραμμένο κείμενο: «διαβάζω μια ώρα αυτό το βιβλίο και δε βγάζω τίποτα». δ. δεν μπορώ να κατανοήσω χειρόγραφο κείμενο, γιατί είναι γραμμένο με δυσανάγνωστα γράμματα: «έχει τόσο απαίσιο γραφικό χαρακτήρα που δε βγάζω τίποτα απ’ το σημείωμα που μου ’στειλε»·
- δε βγαίνει τίποτα, α. δεν υπάρχει κανένα αποτέλεσμα, κανένα όφελος: «πρέπει να μιλήσουμε ήρεμα και μυαλωμένα, γιατί με τις γκρίνιες και τα πείσματα δε βγαίνει τίποτα». β. (γενικά για δουλειά) δεν υπάρχει κάποιο χρηματικό όφελος, κάποιο εμπορικό κέρδος: «θα την κλείσω τη δουλειά, γιατί όσο και να δουλεύω δε βγαίνει τίποτα»·
- δε γίνεται καλά με τίποτα, βλ. λ. καλός·
- δε γίνεται τίποτα, βλ. λ. γίνομαι·
- δε θα βγάλεις τίποτα, δε θα έχεις κανένα αποτέλεσμα, δε θα αποκομίσεις κανένα χρηματικό ή άλλο όφελος: «όσο και να με παρακαλέσεις, δε θα βγάλεις τίποτα, γιατί δεν έχω να σου δανείσω ένα τόσο μεγάλο ποσό || μην μπλεχτείς μ’ αυτή τη δουλειά, γιατί δε θα βγάλεις τίποτα»·
- δε θα πει τίποτα! βλ. φρ. δε λες τίποτα(!)·
- δε λέει τίποτα, βλ. λ. λέω·
- δε λες τίποτα! βλ. λ. λέω·
- δε μας χωρίζει τίποτα, α. δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει αιτία να σκιάσει τις σχέσεις μας, να μας κάνει να μαλώσουμε: «δε μας χωρίζει τίποτα, γιατί λοιπόν να μαλώσουμε;». β. δεν υπάρχει κάποια δύναμη ή αιτία που θα μπορέσει να διαλύσει τον ερωτικό μας δεσμό: «αγαπιόμαστε τόσο πολύ, που δε μας χωρίζει τίποτα». (Τραγούδι: τίποτα δε μας χωρίζει, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα καρδιοχτυπώ για σένα)·
- δε με κρατάει τίποτα (κάπου), βλ. λ. κρατώ·
- δε με σώνει τίποτα ή δε μας σώνει τίποτα, βλ. λ. σώνω·
- δε μου κοστίζει τίποτα να…, βλ. λ. κοστίζω·
- δε μου λέει τίποτα, βλ. λ. λέω·
- δε σε ξεπλένει τίποτα, βλ. φρ. δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας, λ. Νιαγάρας·
- δε σου λέω τίποτα! βλ. λ. λέω·
- δε στοιχίζει τίποτα, βλ. λ. στοιχίζω·
- δε σώνεται με τίποτα, βλ. λ. σώνομαι·
- δε φαίνεται τίποτα στον ορίζοντα, βλ. λ. ορίζοντας·
- δε χορταίνει με τίποτα, βλ. λ. χορταίνω·
- δεν αφήνει τίποτα, βλ. φρ. δε βγαίνει τίποτα·
- δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, α. ασχολείται με όλα τα πράγματα, ιδίως δεν αφήνει αναπάντητο κάποιον υπαινιγμό που έγινε σε βάρος του: «είναι πολύ ζωντανός άνθρωπος και δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω || οι δημοσιογράφοι περίμεναν την αντίδραση του Ευάγγελου Γιαννόπουλου στην μπηχτή του πολιτικού του αντιπάλου, γιατί ήξεραν από άλλες φορές πως ο υπουργός δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω». β. είναι πολύ οικονόμος: «όταν κάπου μπορεί να χρησιμοποιήσει κάτι ή όταν έχει την εντύπωση πως κάπου θα του χρειαστεί, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω»·
- δεν άφησε τίποτα όρθιο, βλ. λ. όρθιος·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- δεν έγινε τίποτα, βλ. λ. γίνομαι·
- δεν είμαι τίποτα, είμαι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν είμαι τίποτα, αφού δεν μπόρεσα να πάρω το πτυχίο μου». (Τραγούδι: δεν είμαι τίποτα, αφού δεν μπόρεσα να σε κρατήσω, δεν είμαι τίποτα, είμ’ ένα σκέτο μηδενικό)·
- δεν είμαστε τίποτα, δε μας συνδέει καμιά συγγένεια: «μπορεί να έχουμε το ίδιο επώνυμο, αλλά δεν είμαστε τίποτα»· βλ. και φρ. ένα τίποτα είμαστε·
- δεν είναι τίποτα, βλ. συνηθέστ. δεν κάνει τίποτα·
- δεν έμεινε τίποτα όρθιο, βλ. λ. όρθιος·
- δεν έχει να κάνει τίποτα, δεν έχει καμία σχέση, δεν εξηγείται ή δεν συνδέεται λογικά με τα προηγούμενα: «αυτό που μου λες, δεν έχει να κάνει τίποτα μ’ αυτά που έγιναν»·
- δεν έχει τίποτα, α. (για πρόσωπα) δεν έχει περιουσία ή χρήματα: «κάποτε ήταν πλούσιος, αλλά, απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν έχει τίποτα». β. (ειδικά για μαγαζιά, καταστήματα) υπάρχουν πάρα πολλές ελλείψεις: «δεν πάω ξανά στο τάδε σούπερ μάρκετ, γιατί δεν έχει τίποτα»·
- δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του, βλ. λ. όνομα·
- δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε ή δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα, βλ. λ. μοιράζω·
- δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε ή δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα , βλ. λ. χωρίζω·
- δεν έχω να χάσω τίποτα ή δεν έχω τίποτα να χάσω, βλ. λ. χάνω·
- δεν έχω τίποτα, α. είμαι καλά στην υγεία μου: «την προηγούμενη βδομάδα έκανα ένα γενικό τσεκ απ κι ο γιατρός με διαβεβαίωσε πως δεν έχω τίποτα». β. δε μου συμβαίνει κάτι κακό ή δυσάρεστο: «πώς σου πέρασε η ιδέα πως κάτι μου συμβαίνει; Δεν έχω τίποτα»·
- δεν έχω τίποτα εναντίον (κάποιου), δεν έχω κανένα παράπονο από κάποιον, ιδίως δεν τον εχθρεύομαι: «αφού δεν έχω τίποτα εναντίον του, γιατί να μην τον χαιρετάω;»· βλ. και φρ. δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο·
- δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να…, επιτείνει την ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, ασχολείται συνεχώς με το ίδιο πράγμα, καλό ή κακό: «όλη τη μέρα δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να τεμπελιάζει || είναι πολύ πλούσιος και σ’ όλη του ζωή δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να ταξιδεύει || αυτός ο άνθρωπος δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να πίνει || αυτό το παιδί δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να διαβάζει»·
- δεν κάνει τίποτα, α. φιλοφρονητική ή ειρωνική απάντηση στο ευχαριστώ ή στο συγνώμη που μας απευθύνει κάποιος: «σ’ ευχαριστώ πολύ που με βοήθησες. -Δεν κάνει τίποτα || συγνώμη που σας πάτησα. -Δεν κάνει τίποτα». β. (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν έχει καμιά αξία, είναι άχρηστος: «έχω την εντύπωση πως δεν κάνει τίποτα ο τύπος που μου γνώρισες || αγόρασε ένα αυτοκίνητο αλλά δεν κάνει τίποτα»·
- δεν κάνω τίποτα, α. τεμπελιάζω: «την περίοδο του καλοκαιριού, την αράζω σ’ ένα νησί και δεν κάνω τίποτα, μέχρι να τελειώσουν οι διακοπές μου». β. είμαι αργόσχολος: «έχω βρει κάτι εισοδήματα από τον πατέρα μου και δεν κάνω τίποτα στη ζωή μου». γ. αδρανώ: «επειδή η αγορά δεν πάει καλά, δεν κάνω τίποτα, μέχρι να δω τι θα γίνει»·
- δεν καταλαβαίνω τίποτα, α. είμαι ανένδοτος, αποφασισμένος για κάτι: «ό,τι να πεις, ό,τι και να κάνεις, δεν καταλαβαίνω τίποτα, γιατί πρέπει να τιμωρηθείς». β. δε μ’ ενδιαφέρει, δε με νοιάζει τίποτα: «ο κόσμος όλος να καίγεται, εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν καταλαβαίνω τίποτα, τίποτα και ας χάσω τη ζωή μου τη μισή)·
- δεν κρατιέται με τίποτα, βλ. φρ. δεν κρατιέται ούτε μ’ αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- δεν ξέρει τίποτα για το φόνο, βλ. λ. φόνος·
- δεν πάει τίποτα κάτω, δεν έχω καθόλου όρεξη, ιδίως δεν έχω διάθεση να φάω ή να πιω στο ελάχιστο: «είμαι τόσο στενοχωρημένος, που δεν πάει τίποτα κάτω»·
- δεν πάω για τίποτα, α. με κανένα τίμημα, ό,τι και να μου δώσουν: «δεν πάω για τίποτα σ’ αυτή την παρέα, γιατί όλοι τους είναι αλήτες». β. δεν επιδιώκω το ελάχιστο, το παραμικρό: «εσύ πρέπει ν’ αγωνιστείς, γιατί αυτό είναι το συμφέρον σου, εγώ όμως που δεν πάω για τίποτα γιατί ν’ αγωνιστώ;»·
- δεν πάω με τίποτα, με κανέναν τρόπο: «όσο και να με παρακαλούν, δεν πάω με τίποτα σ’ αυτό το μαγαζί»·
- δεν πιάνεται με τίποτα, α. εξελίσσεται, προοδεύει συνεχώς: «απ’ τη μέρα που έριξε τα λεφτά που κέρδισε από το λαχείο στη δουλειά του, δεν πιάνεται με τίποτα». β. είναι απρόσιτος, απλησίαστος: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, δεν πιάνεται με τίποτα». γ. είναι τόσο έξυπνος που ξεγλιστράει πάντα επιτήδεια: «όσες παγίδες και να του στήσεις αυτού του ανθρώπου, δεν πιάνεται με τίποτα». δ. είναι ταχύτατος: «όσο και να τον κυνηγήσεις, δεν πιάνεται με τίποτα». ε. βρίσκεται σε μεγάλη ψυχική ευφορία: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, δεν πιάνεται με τίποτα». στ. είναι ασυναγώνιστος σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που δεν πιάνεται με τίποτα»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται από πουθενά, λ. πουθενά·
- δεν το ’χει για τίποτα ή δεν το ’χει και τίποτα ή δεν το ’χει σε τίποτα ή δεν το ’χει τίποτα,, δεν του είναι καθόλου δύσκολο να κάνει αυτό που κουβεντιάζουμε, δεν το ’χει για πολύ: «μην του λες να πάει στην Αθήνα με τα πόδια, γιατί δεν το ’χει σε τίποτα να ξεκινήσει!»·
- δεν τον έχω για τίποτα, τον θεωρώ εντελώς ανάξιο να κάνει κάτι: «εσύ μπορεί να υπολογίζεις αυτόν τον άνθρωπο, όμως εγώ δεν τον έχω για τίποτα»·
- δεν τον έχω τίποτα, δεν έχω καμιά συγγένεια ή άλλη σχέση μαζί του: «μπορεί να ’χουμε το ίδιο επώνυμο, αλλά δεν τον έχω τίποτα || αφού δεν τον έχω τίποτα, γιατί να τον βοηθήσω;»·
- δεν τον πάω με τίποτα, (στη νεοαργκό) δεν τον συμπαθώ διόλου: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, δεν τον πάω με τίποτα»·
- δεν του λείπει τίποτα, έχει όλα όσα του είναι απαραίτητα, για να ζήσει μια άνετη ή ευτυχισμένη ζωή: «υγεία έχει, λεφτά και οικογένεια που τον αγαπάει έχει, δεν του λείπει τίποτα, κι όμως παραπονιέται»·
- δεν του ξεφεύγει τίποτα ή τίποτα δεν του ξεφεύγει, αντιλαμβάνεται όλα όσα συμβαίνουν γύρω του: «ήταν παλιός αστυνομικός, γι’ αυτό δεν του ξεφεύγει τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν μέσα στο καφενείο που συχνάζει»·
- δεν του στοιχίζει τίποτα να…, δεν του είναι καθόλου δύσκολο να…, δε διστάζει καθόλου να…: «δεν του στοιχίζει τίποτα να σε πετάξει στο δρόμο μέσα στο καταχείμωνο, αν του καθυστερήσεις μερικές μέρες το νοίκι»·
- δεν τρέχει τίποτα, δηλώνει α. άρνηση: «θα μου δώσεις εκείνα τα λεφτά που σου ζήτησα; -Δεν τρέχει τίποτα». β. αδιαφορία: «εσύ κάνε ό,τι θέλεις μ’ αυτή τη δουλειά, γιατί για μένα δεν τρέχει τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως δεν τρέχει τίποτα,κι ούτε καημός με τρώει· αν είν’ καλά, βρε μάγκες μου, το μαύρο κομπολόι).γ. περιφρόνηση: «εγώ να κάνω παρέα μ’ αυτούς τους τύπους; Δεν τρέχει τίποτα». δ. συγχώρηση: «πάνω στα νεύρα του με κατηγόρησε χωρίς λόγο, αλλά, αφού το κατάλαβε και μου ζήτησε συγνώμη, δεν τρέχει τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: και δεν τρέχει τίποτα,μην κοιτάς το δάκρυ μου, θα τη βρω την άκρη μου, θα σε ξεχάσω). ε. ότι δε συμβαίνει κάτι σπουδαίο, κάτι σημαντικό: «γιατί είναι τόσος κόσμος μαζεμένος εκεί κάτω; -Δεν τρέχει τίποτα»·
- δεν τρώγεται με τίποτα, α. είναι εντελώς ανυπόφορος: «όταν αρχίζει να γκρινιάζει αυτός ο άνθρωπος, δεν τρώγεται με τίποτα». β. είναι εντελώς άσχημος: «μπορεί να πήρε μεγάλη προίκα, αλλά η γυναίκα του δεν τρώγεται με τίποτα». γ. ο λόγος, η υπόθεση η κατάσταση ή η πράξη για την οποία γίνεται λόγος, παρ’ όλη την καλή μας διάθεση, δεν μπορεί να γίνει πιστευτή: «όσο και να θέλω να σε πιστέψω, είναι τόσο απίθανο αυτό που μου λες, που δεν τρώγεται με τίποτα»·
- δεν τρώει τίποτα, είναι πολύ λιτοδίαιτος: «πώς να πάρει κάνα κιλό απάνω του, αφού δεν τρώει τίποτα!»·
- δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο, λέγεται για κάτι που έχει ιδιαίτερη αξία, σημασία, σπουδαιότητα, σοβαρότητα για κάποιον: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο απ’ την οικογένειά του || δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο γι’ αυτόν τον άνθρωπο εκτός απ’ τη δουλειά του»·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, βλ. λ. Θεός·
- έγινε πολύ κακό για το τίποτα, βλ. λ. κακός·
- έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, βλ. λ. θόρυβος·
- έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, βλ. λ. λόγος·
- έγινε πολύς ντόρος για το τίποτα, βλ. λ. ντόρος·
- είμαστ’ ένα τίποτα ή ένα τίποτα είμαστε, δηλώνει τη ματαιότητα της ζωής: «σ’ αυτή τη ζωή που ζούμε όλοι είμαστε ένα τίποτα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ερωτηματικό τι είμαστε·
- είμαστε τα ψαράκια τίποτα, βλ. λ. ψαράκι·
- είναι ένα και τίποτα, (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός: «επειδή, όπως βλέπεις, είναι ένα και τίποτα, έγινε πολύ κομπλεξικό άτομο». Συνών. είναι ένα και γη / είναι ένα και χώμα·
- είναι ένα τίποτα, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι ασήμαντος, τιποτένιος, δεν έχει καμιά αξία: «έχω την εντύπωση πως αυτός που μου σύστησες είναι ένα τίποτα || αγόρασα ένα αυτοκίνητο, αλλά είναι ένα τίποτα»·
- είναι τίποτα; αξίζει καθόλου το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, έχει κάποιο αξίωμα, κάποια σπουδαία ειδικότητα, κάποιο σπουδαίο επάγγελμα που αξίζει ή κάποια ξεχωριστή ιδιότητα που να το κάνει να ξεχωρίζει(;): «είναι τίποτα αυτός ο τύπος και του συμπεριφέρεσαι με τόση ευγένεια; || είναι τίποτα αυτό τ’ αυτοκίνητο και κάνει τόσα πολλά λεφτά;»·
- είπατε τίποτα; ή είπες τίποτα; α. έκφραση με την οποία θέλουμε να δώσουμε στο συνομιλητή μας να καταλάβει πως δε δεχόμαστε αντίρρηση ή αμφισβήτηση σε αυτό που του λέμε, είτε γιατί είμαστε ανώτεροι ή ισχυρότεροι είτε γιατί πιστεύουμε πως έχουμε απόλυτο δίκαιο σε αυτό που λέμε: «μετά το τέλος της βάρδιας σου θα καθίσεις δυο ώρες υπερωρία, είπες τίποτα; || κι εγώ σου λέω πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, είπες τίποτα;». β. αμφιβάλλεις ότι τα πράγματα, όσο απίστευτα και αν φαίνονται, είναι ή έγιναν έτσι όπως τα λέω(;): «κάθε βράδυ αυτός ο κύριος γυρίζει σουρωμένος στο σπίτι του και δέρνει γυναίκα και παιδιά, είπατε τίποτα;». γ. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ζητάει κάτι παράλογο ή πέρα από τις δυνατότητές μας ή που εν τέλει δεν είμαστε διατεθειμένοι να του το δώσουμε: «θα μου δώσεις γι’ αύριο ένα εκατομμύριο; -Είπατε τίποτα;». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- έφτασα στο τίποτα, η προσπάθειά μου είχε μηδενική κατάληξη, απέτυχα: «τόσον καιρό πάλευα να πάρω αυτή τη δουλειά και στο τέλος έφτασα στο τίποτα κι ησύχασα»·
- έχει να κάνει τίποτα; έχει καμιά σχέση, εξηγείται ή συνδέεται λογικά με τα προηγούμενα(;): «έχει να κάνει τίποτα αυτά που λες μ’ αυτά που έγιναν;»·
- έχει τίποτα; έχει κάποια περιουσία; είναι πλούσιος(;): «έχει τίποτα για να τον βάλουμε στην παρέα μας ή θα μας ταράξει στην τράκα;»· βλ. και φρ. έχεις τίποτα(;)·
- έχεις τίποτα; α. μήπως έχεις κάποιο πρόβλημα με την υγεία σου(;): «έχεις τίποτα και τρέχεις κάθε τόσο στο γιατρό;». β. μήπως σου συμβαίνει κάτι κακό ή δυσάρεστο(;): «έχεις τίποτα κι είσαι ανήσυχος; || έχεις τίποτα κι είσαι εκνευρισμένος;»· βλ. και φρ. έχει τίποτα(;)·
- λέει τίποτα; α. (για πρόσωπα) έχει κάποια σπουδαιότητα, είναι σημαντικός(;): «λέει τίποτα αυτός ο φίλος σου ή μήπως είναι κι αυτός κουμάσι σαν και τον προηγούμενο;». β. (για πράγματα, αντικείμενα) έχει κάποια αξία, αξίζει(;): «λέει τίποτα τ’ αυτοκίνητο που αγόρασες ή μήπως έδωσες τζάμπα τα λεφτά σου;». γ. (για δημόσια θεάματα, λογοτεχνικά ή γενικά καλλιτεχνικά έργα) παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον(;): «λέει τίποτα το έργο που είδες, για να πάω να το δω κι εγώ; || λέει τίποτα το βιβλίο που διάβασες, για να το πάρω να το διαβάσω;»·
- μας χωρίζει τίποτα; έκφραση απορίας σε κάποιον που κρατάει εναντίον μας επιθετική στάση χωρίς να υπάρχει λόγος ή αιτία: «μας χωρίζει τίποτα και μου φέρεσαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως·
- με τίποτα, με κανέναν τρόπο, με κανένα αντάλλαγμα: «δεν έρχομαι με τίποτα σ’ αυτό το μαγαζί || δεν τ’ αλλάζω το σπίτι μου με τίποτα»·
- με τίποτα στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- με το τίποτα, για κάτι ελάχιστο, για κάτι μηδαμινό ή χωρίς λόγο: «πρόσεχε πώς του μιλάς, γιατί θυμώνει με το τίποτα αυτός ο άνθρωπος»·
- μη λες τίποτα! βλ. λ. λέω·
- ξεκίνησε απ’ το τίποτα, άρχισε κάτι χωρίς καθόλου ή με ελάχιστα εφόδια: «ξεκίνησε απ’ το τίποτα, όταν ήρθε απ’ το χωριό του στην πόλη, και έγινε σε λίγα χρόνια μεγάλος και τρανός»·
- ο κύριος τίποτα, λέγεται για άτομο που προβάλλεται ως πολύ αξιόλογο, ενώ στην πραγματικότητα είναι ανάξιος λόγου: «μ’ αυτή την απαξιωτική έκφραση είχε χαρακτηρίσει ο Θόδωρος Πάγκαλος τον Δημήτρη Αβραμόπουλο στην εκλογική τους αναμέτρηση του 1996 για το δήμο Αθηναίων, έκφραση όμως που δεν ενστερνίστηκε το εκλογικό σώμα και καταψήφισε τον Θόδωρο Πάγκαλο»·
- πειράζεται με το τίποτα, βλ. λ. πειράζομαι·
- πολλή φασαρία για το τίποτα, βλ. λ. φασαρία·
- πολύ κακό για το τίποτα, βλ. λ. κακός·
- πολύς θόρυβος για το τίποτα, βλ. λ. θόρυβος·
- πολύς λόγος για το τίποτα, βλ. λ. λόγος·
- πολύς ντόρος για το τίποτα, βλ. λ. ντόρος·
- σαν να μη συμβαίνει τίποτα, βλ. λ. συμβαίνει·
- σαν να μην τρέχει τίποτα, βλ. λ. τρέχω·
- συμβαίνει τίποτα; βλ. λ. συμβαίνει·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα, βλ. λ. άνθρωπος·
- τίποτ’ άλλο; έκφραση ειρωνείας ή δυσφορίας σε κάποιον που επιδιώκει να μας αναθέσει πολλές ξεχωριστές ασχολίες, που δεν έχουμε τη διάθεση να τις επωμισθούμε: «επειδή έχω δουλειά, θέλω να πας να μου πληρώσεις το φως, το νερό, το τηλέφωνο κι έπειτα να πας στην τράπεζα να μου πληρώσεις αυτή την επιταγή. -Τίποτ’ άλλο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·
- τίποτα το λες εσύ; έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας σε άτομο που θεωρεί ασήμαντο κάτι που κατά τη γνώμη μας είναι πολύ σημαντικό: «τίποτα το λες εσύ που δεν έχω τα λεφτά να καλύψω την επιταγή; || τίποτα το λες εσύ που έπαθε τέτοια καταστροφή το σπίτι μου απ’ το σεισμό;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το αυτό·
- τόση φασαρία για το τίποτα! βλ. λ. φασαρία·
- τόσο κακό για το τίποτα! βλ. λ. κακός·
- τόσος θόρυβος για το τίποτα! βλ. λ. θόρυβος·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. λ. λόγος·
- τόσος ντόρος για το τίποτα! βλ. λ. ντόρος·
- τρέχει τίποτα; βλ. λ. τρέχω·
- χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, βλ. λ. εχθρός. - κ. τίποτε κ. τίποτας κ. τίποτες κ. τίποτις, άκλ. αόρ. αντων. [<μσν. τίποτα <τίποτε <αρχ. τί ποτέ, κατά τα επιρρ. σε -α], τίποτα. (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να κάνεις τίποτις, το λέει η ψυχή σου, και κάθε μέρα βρίσκεται – κορόιδο! σπασμένη η κεφαλή σου). 1. κάτι: «υπάρχει τίποτα να φάω;». Πολλές φορές, ακούγεται η φρ.: πάρε καμιά (κάποια) φορά κανέναν (κάποιον) φίλο σου να πάμε πουθενά (κάπου) να φάμε τίποτα (κάτι). 2α. (σε ερωτηματικό τύπο) δηλώνει κάτι σπουδαίο, κάτι σημαντικό: «είναι τίποτα αυτός ο άνθρωπος ή είναι μόνο λόγια; || είναι τίποτα αυτό τ’ αυτοκίνητο ή τζάμπα τα λεφτά που έδωσες;». β. μήπως: «είναι τίποτα συγγενής σου αυτός που σε περιμένει; || ενοχλώ τίποτα ή να καθίσω;». 3. (σε αρνητική έκφραση) ούτε το ελάχιστο: «δεν αξίζει τίποτα || δε ζήτησε τίποτα». 4. ως φιλοφρονητική απάντηση στις λ. ευχαριστώ ή συγνώμη που μας απευθύνει κάποιος: «ευχαριστώ για τη βοήθειά σας. -Τίποτα || με συγχωρείτε που σας ανησύχησα. -Τίποτα». 5. λέγεται για κάτι το ελάχιστο, το ασήμαντο, το μηδαμινό: «με κείνο το τίποτα που του άφησε πεθαίνοντας ο πατέρας του, έγινε μεγάλος και τρανός». 6. το ουδ. άρθρο το τίποτα, η άλλη ζωή, ο θάνατος: «κάποια μέρα όλους μας μας περιμένει το τίποτα». (Ακολουθούν 120 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης