Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • τιμόνι, το,
    ουσ. [<μσν. τιμόνιν, υποκορ. του βενετ. timon], το τιμόνι· η διοίκηση, η διακυβέρνηση: «το τιμόνι του κράτους βρίσκεται σε πολύ άξια χέρια»· βλ. και λ. βολάν. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
    - ανάποδο τιμόνι, (στη γλώσσα των οδηγών αυτοκινήτων, ιδίως των αγωνιστικών) το στρίψιμο του τιμονιού προς την αντίθετη φορά από αυτή που προς στιγμή παίρνει το αυτοκίνητό μου: «μ’ ένα ανάποδο τιμόνι έφερε πάλι τ’ αυτοκίνητό του στη σωστή του πορεία»· 
    - αφήνω το τιμόνι απ’ τα χέρια μου, α. παύω να διοικώ, να κυβερνώ: «αν αφήσω το τιμόνι του κράτους απ’ τα χέρια μου, θα πάτε όλοι κατά διαβόλου!». β. (για οδηγούς) παύω το οδήγημα, διακόπτω την οδήγηση: «μόνο όταν φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, άφησα το τιμόνι απ’ τα χέρια μου»·
    - βαστώ το τιμόνι, βλ. λ. κρατώ το τιμόνι·
    - δεν υπακούει το τιμόνι, (για αυτοκίνητα) έχει βλάβη στο σύστημα οδήγησής του: «μόλις αντιλήφθηκα πως δεν υπακούει το τιμόνι, το πάρκαρα στην άκρη και φώναξα την Express Service»·
    - δίνω το τιμόνι, παραχωρώ τη θέση του οδηγού σε κάποιον: «στα μέσα της διαδρομής έδωσα το τιμόνι στον τάδε και πήρα έναν υπνάκο»·
    - είμαι στο τιμόνι, α. διοικώ, κυβερνώ: «στο τιμόνι του κράτους είναι ένας ισχυρός άντρας». β. (για οδηγό) οδηγώ: «σε όλη τη διαδρομή στο τιμόνι ήταν ο τάδε, γιατί εγώ ήμουν λίγο πιωμένος»·
    - έχει βαρύ τιμόνι, (για αυτοκίνητα) που απαιτείται να βάλει δύναμη ο οδηγός για να το ελέγξει: «τα φορτηγά έχουν βαρύ τιμόνι, γι’ αυτό και όλοι οι φορτηγατζήδες είναι μπρατσαράδες». Λέγεται συνήθως σε αντιδιαστολή με τα αυτοκίνητα μικρού κυβισμού·
    - έχει ελαφρύ τιμόνι, (για αυτοκίνητα) που δεν απαιτείται να βάλει ο οδηγός δύναμη για να το ελέγξει: «όλα τα μικρά αυτοκινητάκια έχουν ελαφρύ τιμόνι». Λέγεται συνήθως σε αντιδιαστολή με τα αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού· 
    - έχω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. φρ. κρατώ το τιμόνι·
    - κάθομαι στο τιμόνι, βλ. φρ. είμαι στο τιμόνι·
    - κόβω ανάποδο τιμόνι, βλ. λ. παίρνω ανάποδο τιμόνι·
    - κόβω (το) τιμόνι, (για οδηγούς) στρίβω: «στο πρώτο στενό έκοψα το τιμόνι δεξιά»·
    - κρατώ τιμόνι, βλ. συνηθέστ. κρατώ το τιμόνι. (Λαϊκό τραγούδι: κράτα τιμόνι στα μυαλά και θα περάσουμε καλά
    - κρατώ το τιμόνι, α. διοικώ, κυβερνώ: «την εποχή εκείνη κρατούσε το τιμόνι του κράτους ο τάδε πολιτικός». β. (για οδηγούς τροχοφόρων) οδηγώ: «μόλις περάσαμε την Κατερίνη, έδωσα να κρατήσει το τιμόνι ο τάδε, γιατί ένιωθα κουρασμένος»·
    - μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια, (για οδηγούς) έχασα τον έλεγχο του αυτοκινήτου μου: «όπως έτρεχα, έπεσε σε μια λακκούβα και προς στιγμή μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια»·
    - παίρνω ανάποδο τιμόνι, (στη γλώσσα των οδηγών αυτοκινήτων, ιδίως αγωνιστικών) στρίβω το τιμόνι προς την αντίθετη φορά από αυτή που προς στιγμή παίρνει το αυτοκίνητό μου: «μόλις αντιλήφθηκα να με πετάει στ’ αριστερά, πήρα ανάποδο τιμόνι και το ’φερα πάλι στα ίσια»·
    - παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, αναλαμβάνω τη διοίκηση, τη διακυβέρνηση: «μόλις ο τάδε πήρε το τιμόνι του κράτους στα χέρια του, μπορέσαμε να δούμε καλύτερες μέρες»·
    - πιάνω το τιμόνι, (για οδηγούς τροχοφόρων) οδηγώ: «όταν πιάνεις το τιμόνι, να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν πιάνει το τιμόνι, που και που να φασκελώνει)·βλ. φρ. κρατώ το τιμόνι·
    - πιάνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. φρ. παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου·
    - στο τιμόνι που κρατώ, όρκος επαγγελματία οδηγού σε κάποιον, για να γίνει πιστευτός σε αυτά που του λέει: «στο τιμόνι που κρατώ, τα πράγματα έγιναν ακριβώς έτσι όπως σου τα λέω».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης