Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- τεφτέρι
- κ. ντεφτέρι κ. δεφτέρι, το, ουσ. [<όψιμο μσν. τεφτέρι <τουρκ. tefter και defter <μσν. ελλ. διφθέριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. διφθέρα (= δέρμα, βιβλίο δερμάτινο)]. 1. μικρό σημειωματάριο: «όταν σκεφτεί κάτι καλό, το σημειώνει στο τεφτέρι που έχει πάντα μαζί του». 2. συνήθως στον πλ. τα τεφτέρια, α. τα λογιστικά βιβλία επιχείρησης, τα βιβλία της εφορίας, τα βιβλία όπου καταγράφονται οι διάφοροι λογαριασμοί από διάφορες συναλλαγές: «κάθε βράδυ, πριν κλείσει το μαγαζί του, ενημερώνει τα τεφτέρια του». β. αρχείο δημόσιας αρχής ή επιχείρησης: «πήγε στο δήμο να πάρει ένα πιστοποιητικό γεννήσεως και δεν τον είχαν γραμμένο στα τεφτέρια τους». γ. κέντρο πληροφοριών κάποιας δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας για τα στοιχεία ή τη διαγωγή κάποιου ατόμου: «όλοι οι απατεώνες είναι σημειωμένοι στα τεφτέρια της Ασφάλειας || απ’ τα τεφτέρια του Τειρεσία μπορεί να μάθει κανείς αν είναι κάποιος φερέγγυος ή όχι». δ. (στη γλώσσα της αργκό) τα νομικά βιβλία: «διάβασε ο σαγγελέας τα τεφτέρια του και του ’ριξε πέντε χρονάκια». Συνών. βιβλία / κατάστιχα / κιτάπια. Υποκορ. τεφτεράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αγοράζω με το τεφτέρι, αγοράζω με πίστωση, ιδίως τρόφιμα, από συνοικιακό μπακάλικο: «υπάρχει τέτοια φτώχεια σήμερα στον κόσμο μ’ αυτό το παλιοευρώ, που αρχίσαμε πάλι ν’ αγοράζουμε με το τεφτέρι»·
- ανοίγω τεφτέρι, αρχίζω να ψωνίζω από κάποιο μαγαζί με πίστωση: «ευτυχώς που δέχτηκε ο μπακάλης της γειτονιάς μας ν’ ανοίξω τεφτέρι στο μαγαζί του κι έτσι βολευόμαστε, όταν δεν έχω λεφτά»·
- ανοίγω τα παλιά τεφτέρια, α. επανέρχομαι σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν τακτοποιηθεί: «αν ανοίξουμε τα παλιά τεφτέρια, θα φανεί ποιος απ’ τους δυο χρωστάει στον άλλον». β. επανέρχομαι σε παλιές διαφορές, σε παλιές έχθρες: «δεν υπάρχει λόγος ν’ ανοίξουμε τα παλιά τεφτέρια τώρα που μονοιάσαμε». Συνών. ανοίγω τα παλιά βιβλία / ανοίγω τα παλιά κατάστιχα / ανοίγω τα παλιά κιτάπια·
- γράφω στο τεφτέρι, κάνω πίστωση, πιστώνω κάποιον: «απ’ τη μέρα που άρχισα να γράφω στο τεφτέρι, κινδυνεύω να χρεοκοπήσω»· βλ. και φρ. τον γράφω στο τεφτέρι·
- είναι γραμμένος στα τεφτέρια ή είναι γραμμένος στο τεφτέρι, είναι γνωστός στην Ασφάλεια, έχει φάκελο στην Ασφάλεια, είναι σεσημασμένος: «όποια παρανομία και να γίνει στη γειτονιά μας, τον πρώτο που τσιμπάνε είναι ο τάδε, γιατί είναι γραμμένος στα τεφτέρια»·
- κλείνω τα τεφτέρια ή κλείνω τα παλιά τεφτέρια, α. διευθετώ παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς: «νομίζω πως είναι καιρός που πρέπει να κλείσουμε τα παλιά τεφτέρια». β. διευθετώ παλιές διαφορές, παλιές έχθρες: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβαν πως με τα γινάτια δε βγαίνει τίποτα, αποφάσισαν να κλείσουν τα παλιά τεφτέρια και να μονοιάσουν». (Λαϊκό τραγούδι: είπα να σβήσω τα παλιά, να κλείσω τα δεφτέρια και σαν δυο φίλοι καρδιακοί να δώσουμε τα χέρια)·
- κρατώ τεφτέρι, βλ. συνηθέστ. γράφω στο τεφτέρι·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, σκαλίζει τα παλιά του τεφτέρια, βλ. λ. δουλειά·
- ο μουφλούζης, αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει, βλ. λ. μουφλούζης·
- ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει, βλ. λ. Εβραίος·
- σβήνω απ’ το τεφτέρι μου, διαγράφω από τη ζωή μου κάποιον ή κάτι: «δεν μπορώ να σου συγχωρήσω αυτό που μου ’κανες, γι’ αυτό σε σβήνω απ’ το τεφτέρι μου εδώ και τώρα || αυτό είναι πολύ ακριβό αυτοκίνητο για μένα, γι’ αυτό το σβήνω απ’ το τεφτέρι μου || έσβησα απ’ το τεφτέρι μου όλα τα χρέη του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό να φύγεις και να βρεις το ταίρι σου και σβήσε με εμένα απ’ το τεφτέρι σου). Συνών. σβήνω απ’ τα κιτάπια μου·
- σκαλίζω τα παλιά τεφτέρια, βλ. φρ. ανοίγω τα παλιά τεφτέρια·
- σταμπάρω στο παλιό μου το τεφτέρι (κάποιον), λέγεται σε περίπτωση που σημειώνω κάποιον για να τον εκδικηθώ με την πρώτη ευκαιρία. (Λαϊκό τραγούδι: Λευτέρη Λευτέρη Λευτέρη σ' έχω σταμπάρει στο παλιό μου το τεφτέρι). Από την εικόνα του παράνομου που, κάθε δραστηριότητά του είναι καταγεγραμμένη στο φάκελό του στην Ασφάλεια·
- τα γράφω όλα στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω όλα γραμμένα στο παλιό μου το τεφτέρι, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «ό,τι και να γίνεται σήμερα στον κόσμο, τα έχω γραμμένα όλα στο παλιό μου το τεφτέρι». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα στο παλιό μου το τεφτέρι (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί ό,τι μου λες τα γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τον έχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «δε με νοιάζει η γνώμη του τάδε, γιατί τον γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι καθόλου: «ό,τι ώρα θέλει, παλεύω μαζί του, γιατί τον έχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι». Για συνών. βλ. φρ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον γράφω στο τεφτέρι ή τον έχω γραμμένο στο τεφτέρι, υποθετικό τεφτέρι στο οποίο σημειώνουμε τις κακές ενέργειες κάποιου ή κάποιων για να τους τιμωρήσουμε ή να τους εκδικηθούμε με την πρώτη ευκαιρία: «από δω και πέρα να του πείτε να φυλάγεται, γιατί τον έγραψα στο τεφτέρι και θα ’ρθει ο καιρός που θα τον περιποιηθώ κατάλληλα». Από την εικόνα του μπακάλη που σημειώνει τα βερεσέδια κάποιου πελάτη του στο κατάστιχό του. Συνών. τον γράφω στη μαύρη λίστα ή τον έχω γραμμένο στη μαύρη λίστα / τον γράφω στο μαύρο πίνακα ή τον έχω γραμμένο στο μαύρο πίνακα / τον γράφω στο μαυροπίνακα ή τον έχω γραμμένο στο μαυροπίνακα.

- κ. ντεφτέρι κ. δεφτέρι, το, ουσ. [<όψιμο μσν. τεφτέρι <τουρκ. tefter και defter <μσν. ελλ. διφθέριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. διφθέρα (= δέρμα, βιβλίο δερμάτινο)]. 1. μικρό σημειωματάριο: «όταν σκεφτεί κάτι καλό, το σημειώνει στο τεφτέρι που έχει πάντα μαζί του». 2. συνήθως στον πλ. τα τεφτέρια, α. τα λογιστικά βιβλία επιχείρησης, τα βιβλία της εφορίας, τα βιβλία όπου καταγράφονται οι διάφοροι λογαριασμοί από διάφορες συναλλαγές: «κάθε βράδυ, πριν κλείσει το μαγαζί του, ενημερώνει τα τεφτέρια του». β. αρχείο δημόσιας αρχής ή επιχείρησης: «πήγε στο δήμο να πάρει ένα πιστοποιητικό γεννήσεως και δεν τον είχαν γραμμένο στα τεφτέρια τους». γ. κέντρο πληροφοριών κάποιας δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας για τα στοιχεία ή τη διαγωγή κάποιου ατόμου: «όλοι οι απατεώνες είναι σημειωμένοι στα τεφτέρια της Ασφάλειας || απ’ τα τεφτέρια του Τειρεσία μπορεί να μάθει κανείς αν είναι κάποιος φερέγγυος ή όχι». δ. (στη γλώσσα της αργκό) τα νομικά βιβλία: «διάβασε ο σαγγελέας τα τεφτέρια του και του ’ριξε πέντε χρονάκια». Συνών. βιβλία / κατάστιχα / κιτάπια. Υποκορ. τεφτεράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 17 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης