Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • ταμείο, το,
    ουσ. [<μτγν. ταμεῖον <ταμιεῖον], το ταμείο. 1. ειδικό συρτάρι εμπορικού καταστήματος ή επιχείρησης, όπου συγκεντρώνεται η είσπραξη της ημέρας: «πάρε αυτά τα λεφτά και βάλ’ τα στο ταμείο». 2. η είσπραξη της ημέρας: «μη βλέπεις τι κόσμος μπαίνει στο μαγαζί, γιατί το ταμείο δείχνει πάντα αν πήγε καλά η μέρα από δουλειά»·
    - εκ της απομακρύνσεως εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται, α. δεν πρέπει να φεύγει κανείς από το ταμείο, αν δεν μετρήσει μπροστά στον ταμεία τα χρήματα που εισέπραξε, γιατί, αν φύγει και αντιληφθεί εκ των υστέρων κάποιο λάθος σε βάρος του, τότε αυτό δεν αναγνωρίζεται. β. λέγεται και ειρωνικά σε άτομο που επανέρχεται σε κάποια υπόθεση μετά από καιρό με την εντύπωση πως αδικήθηκε·
    - κάνω ταμείο, α. εισπράττω ικανοποιητικά, ιδίως από την ημερήσια εμπορική μου δοσοληψία: «κάθε φορά που κάνει ταμείο, γελάνε και τα μουστάκια του || τι ταμείο έκανες σήμερα;». β. αξιολογώ τις πράξεις ή τις ενέργειες κάποιας ορισμένης περιόδου της ζωής μου, προκειμένου να τη χαρακτηρίσω θετική ή αρνητική: «όσο αναίσθητος κι αν είναι κάποιος, έρχεται κάποτε η στιγμή να κάνει ταμείο, για να δει πώς περπάτησε στη ζωή του»· βλ. και φρ. κλείνω ταμείο·
    - κλείνω ταμείο, μετρώ τα χρήματα που υπάρχουν στο ταμείο μου από την είσπραξη της ημέρας, προκειμένου να επιβεβαιώσω αν τα χρήματα αυτά ανταποκρίνονται στο αναγραφόμενο ποσό της ταμειακής μου μηχανής: «κάθε μέρα δε φεύγει απ’ το μαγαζί του, αν δεν κλείσει πρώτα ταμείο»·
    - σηκώνω το ταμείο, παίρνω ή κλέβω όλα τα λεφτά που έχει μέσα: «μόλις έκλεισε το μαγαζί, σήκωσε το ταμείο και πήγε να γλεντήσει στα μπουζούκια || μέρα μεσημέρι μπήκαν δυο μασκοφόροι στο μαγαζί του και σήκωσαν το ταμείο»·
    - σπάει ταμεία, (για κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα, συναυλίες ή άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις) έχει μεγάλη εισπρακτική επιτυχία: «το τάδε θεατρικό έργο σπάει ταμεία || η τάδε συναυλία σπάει ταμεία». Από το ότι μπαίνουν τόσα πολλά χρήματα μέσα στο ταμείο από τα εισιτήρια που πουλιούνται, ώστε το ταμείο δεν αντέχει και σπάει·
    - το ταμείον είναι μείον, έκφραση με την οποία αναγνωρίζει κανείς την κακή οικονομική του κατάσταση: «μη μου ζητάς ούτε δραχμή, γιατί το ταμείον είναι μείον»·
    - του άδειασαν το ταμείο, βλ. φρ. του άδειασαν την κάσα, λ. κάσα·
    - του άνοιξαν το ταμείο, βλ. φρ. του άνοιξαν την κάσα, λ. κάσα.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης