Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • σώνω,
    ρ. [<ἔσωσα, αόρ. του αρχ. ρ. σώζω], σώνω. 1. βγάζω κάποιον από κάποια δύσκολη θέση ή κατάσταση: «κάθε φορά που έχει ανάγκη από λεφτά, τον σώνει ο φίλος του». 2. γλιτώνω κάποιον από θανάσιμο κίνδυνο: «θα ’πεφτε στον γκρεμό, αλλά τον έσωσε ο φίλος του, που πρόλαβε και τον άρπαξε απ’ το χέρι». 3. φτάνω κάτι που βρίσκεται ψηλά ή μακριά ή βαθιά: «δε σώνω να φτάσω το ψωμί, γιατί είναι ψηλά στο ράφι»· βλ. και λ. σώζω. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
    - δε με σώνει κι ο Θεός ή δε με σώνει ούτε (ο) Θεός, βλ. λ. Θεός·
    - δε με σώνει τίποτα ή δε μας σώνει τίποτα, η τιμωρία μου είναι βέβαιη, η καταδίκη μου είναι τελεσίδικη: «αν μάθει πως τον κάρφωσα, δε με σώνει τίποτα || αν αντιληφθεί πως έβαλα χέρι στο ταμείο, δε μας σώνει τίποτα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
    - δώσ’ τε και σώσ’ τε, βλ. λ. δίνω·
    - ένα θαύμα μόνο θα μας σώσει ή ένα θαύμα μόνο μας σώνει ή ένα θαύμα μόνο θα με σώσει ή ένα θαύμα μόνο με σώνει, βλ. λ. θαύμα·
    - ένας σεισμός μόνο θα μας σώσει ή ένας σεισμός μόνο μας σώνει ή ένας σεισμός μόνο θα με σώσει ή ένας σεισμός μόνο με σώνει, βλ. λ. σεισμός·
    - καλά και σώνει, βλ. λ. καλός·
    - μια βροχή μόνο θα μας σώσει ή μια βροχή μόνο μας σώνει ή μια βροχή μόνο θα με σώσει ή μια βροχή μόνο με σώνει, βλ. λ. βροχή·
    - (να) μη σώσει και…, έκφραση τέλειας αδιαφορίας για το αν δε γίνει κάτι που επιθυμούμε: «τηλεφώνησε η τάδε και μου είπε πως δε θα μπορέσει να ’ρθει στο ραντεβού σας. -Μη σώσει κι έρθει || δε θα σε παρακαλάω μια ώρα να φας. Αφού δε θέλεις, μη σώσεις και φας». (Λαϊκό τραγούδι: έχω στενάχωρη καρδιά και ντέρτια δε χωρούνε, και οι χαρές που καρτερώ μη σώσουνε και ’ρθούνε
    - (να) μη σώσεις! (είδος κατάρας) να μην αξιωθείς, να μην μπορέσεις, να μην προλάβεις να κάνεις κάτι που επιθυμείς ή που επιδιώκεις: «να μη σώσεις να δεις τα παιδιά σου μεγάλα, παλιάνθρωπε!»·
    - (να) μη σώσεις και δεις άσπρη μέρα, βλ. λ. μέρα·
    - να μη σώσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
    - (να) μη σώσω! είδος όρκου που δίνουμε σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που του λέμε: «να μη σώσω, αν σου λέω ψέματα!»·
    - ντε και σώνει, βλ. συνηθέστ. ντε και καλά, λ. καλός. (Λαϊκό τραγούδι: θα στο πούνε κι οι γειτόνοι, τι σου φταίει το παιδί, θέλεις ντε καλά και σώνει να πεθάνει δηλαδή
    - που να μη σώσεις! βλ. φρ. (να) μη σώσεις(!)·
    - που να μην έσωνα! έκφραση έντονης μεταμέλειας για κάτι που κάναμε ή είπαμε: «τι ήθελα και του ’κανα εκείνη τη χειρονομία, που να μην έσωνα, κι αρπάχτηκε τόσο πολύ! || τι ήθελα να μιλήσω, που να μην έσωνα κι έγινε τέτοια παρεξήγηση!»· 
    - που να μην έσωνε! είδος κατάρας σε κάποιον που κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του ή την επιδίωξή του, πράγμα που δε μας είναι καθόλου αρεστό: «από δω την είχε, από κει την είχε, κατάφερε να παντρευτεί την κόρη μου, που να μην έσωνε!»·
    - σώνει και καλά, βλ. λ. καλός·
    - σών’ πρώτος! βλ. λ. πρώτος·
    - σώσων Κύριε τον λαόν Σου! βλ. λ. κύριος·
    - τη σώνω (ενν. τη χαρτοπαιχτική παρτίδα), ενεργώ έτσι, ώστε να μην υπάρξει νικητής για να συνεχιστεί το παιχνίδι: «εφόσον τη σώνεις, γιατί δεν κατεβάζεις, να σωθεί το παιχνίδι;»·
    - τρέχει και δε σώνει, βλ. λ. τρέχω.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης