Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • συζήτηση, η,
    ουσ. [<μτγν. συζήτησις],η συζήτηση. (Ακολουθούν 44 φρ.)·
    - ακαδημαϊκή συζήτηση, αυτή που είναι γενική, περί ανέμων και υδάτων, που δεν εξυπηρετεί κανέναν πρακτικό σκοπό και που γίνεται περισσότερο για να περάσει η ώρα: «είχαμε ώρα μπροστά μας και πιάσαμε μια ακαδημαϊκή συζήτηση»·
    - αλλάζω συζήτηση ή αλλάζω τη συζήτηση, αλλάζω θέμα συζήτησης, ιδίως γιατί δε με εξυπηρετεί, δε με συμφέρει: «κάθε φορά που καταλαβαίνει πως πάνε να τον στριμώξουν, αλλάζει τη συζήτηση»·
    - άναψε η συζήτηση, άρχισε να γίνεται σε υψηλούς τόνους, πήρε διαστάσεις, έφτασε σε μεγάλη ένταση: «ενώ στην αρχή όλοι μιλούσαν ήρεμα και ωραία, ξαφνικά οξύνθηκαν τα πνεύματα κι άναψε η συζήτηση»·
    - άναψε η συζήτηση για τα καλά, άρχισε να γίνεται σε πολύ υψηλούς τόνους, έφτασε σε πολύ μεγάλη ένταση: «κάποια στιγμή πλήθαιναν οι αντεγκλήσεις κι άναψε η συζήτηση για τα καλά»·
    - ανοίγω συζήτηση ή ανοίγω τη συζήτηση, αρχίζω να μιλώ πρώτος για ένα θέμα που έχει τεθεί προς συζήτηση: «ποιος έχει ορισθεί ν’ ανοίξει τη συζήτηση;»·
    - ανοίξαμε συζήτηση, αρχίσαμε να μιλάμε, να συζητούμε: «μόλις συναντήθηκα με τον τάδε, ανοίξαμε συζήτηση για τα χθεσινά γεγονότα»·
    - αρχίζω συζήτηση ή αρχίζω τη συζήτηση, βλ. φρ. ανοίγω συζήτηση·
    - γίνεται συζήτηση, βλ. φρ. γίνεται λόγος, λ. λόγος·
    - γυρίζω τη συζήτηση, βλ. φρ. αλλάζω συζήτηση·
    - δε γίνεται συζήτηση, βλ. φρ. ούτε συζήτηση(!)·
    - δε δέχομαι συζήτηση, βλ. φρ. δε δέχομαι κουβέντα, λ. κουβέντα· 
    - δε θέλω συζήτηση, βλ. φρ. δε θέλω κουβέντα, λ. κουβέντα·
    - δε σηκώνω συζήτηση, βλ. φρ. δε σηκώνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
    - δε χωράει συζήτηση, βλ. φρ. δε χωράει κουβέντα·
    - έκλεισε η συζήτηση, έκφραση με επιθετική διάθεση στην περίπτωση που δε θέλουμε να επανέλθουμε σε κάποιο θέμα ή γεγονός, επειδή έχουμε συνήθως αρνητική θέση ή άποψη: «θα μου δώσετε την άδεια που σας ζήτησα; -Έκλεισε η συζήτηση». Ταυτόχρονα παρατηρείται μια βιαστική αρνητική χειρονομία. Συνών. έκλεισε το θέμα (α)·  
    - θέλει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
    - θέλει συζήτηση το θέμα ή το θέμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
    - θέλει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
    - κάνω συζήτηση, βλ. φρ. κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
    - κλείνω τη συζήτηση, μιλώ τελευταίος για κάποιο θέμα που έχει τεθεί προς συζήτηση και το τελειώνω, το ολοκληρώνω: «τη συζήτηση έκλεισε ο πρόεδρος της επιτροπής». Συνών. κλείνω το θέμα·
    - κόβω τη συζήτηση, δε δέχομαι άλλες κουβέντες, αρνούμαι να συζητήσω περισσότερο επί του θέματος: «επειδή βαρέθηκα ν’ ακούω ανοησίες, κόβω τη συζήτηση»·
    - με τη συζήτηση, βλ. φρ. με την κουβέντα, λ. κουβέντα·
    - μη γίνει συζήτηση, βλ. φρ. μη γίνει κουβέντα, λ. κουβέντα·
    - μην το κάνεις συζήτηση, βλ. φρ. μην το κάνεις κουβέντα, λ. κουβέντα·
    - ούτε συζήτηση! α. δηλώνει κατηγορηματική άρνηση: «δηλαδή, δε θα του δώσεις τα λεφτά που σου ζήτησε; -Ούτε συζήτηση!». β. δηλώνει κατηγορηματική κατάφαση, συναίνεση, αποδοχή: «θα τσοντάρεις ένα ποσό για να πάμε με την τάξη μας εκδρομή; -Ούτε συζήτηση!», δηλ. βεβαίως θα τσοντάρω ή «πιστεύεις κι εσύ πως αυτός είναι ο κλέφτης; -Ούτε συζήτηση!», δηλ. και βεβαίως πιστεύω·
    - πιάνομαι με τη συζήτηση ή πιάνομαι στη συζήτηση, βλ. φρ. πιάνομαι με την κουβέντα, λ. κουβέντα·
    - πιάνω συζήτηση ή πιάνω τη συζήτηση, βλ. φρ. πιάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
    - σηκώνει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
    - σηκώνει συζήτηση το θέμα ή το θέμα σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
    - σηκώνει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα σηκώνει συζήτηση, η δουλειά ή η υπόθεση πρέπει να εξεταστεί από όλες τις πλευρές, θέλει σκέψη, μελέτη, πρέπει να συζητηθεί διεξοδικά, προκειμένου να παρθεί μια απόφαση: «μη βιάζεσαι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, γιατί σηκώνει συζήτηση το πράγμα»·
    - συζητήσεις του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
    - συζήτηση να γίνεται, βλ. συνηθέστ. κουβέντα να γίνεται, λ. κουβέντα·
    - συζήτηση στρογγυλής τραπέζης, συζήτηση όπου αυτοί που παίρνουν μέρος, εκφράζουν ισότιμα τις σκέψεις τους, τις απόψεις τους πάνω στο θέμα για το οποίο γίνεται λόγος: «όταν προκύψει ένα σοβαρό θέμα στην παρέα μας, γίνεται συζήτηση στρογγυλής τραπέζης». Αναφορά στο βασιλιά της Αγγλίας Αρθούρο, που πρώτος καθιέρωσε για τους ιππότες της αυλής του το στρογγυλό τραπέζι, ώστε να φαίνονται όλοι ίσοι σε μια συζήτηση·
    - το κάνω ολόκληρη συζήτηση, δίνω σοβαρές διαστάσεις σε ένα επουσιώδες πρόβλημα, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός, το μεγαλοποιώ: «με ξενύχιασε κι επιμένει να λέει πως το κάνω ολόκληρη συζήτηση || του κέρασα τα ποτά και το ’κανε ολόκληρη συζήτηση». Συνών. το κάνω ολόκληρη κουβέντα / το κάνω ολόκληρο θέμα / το κάνω ολόκληρο πανηγύρι·
    - το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. φρ. το πράγμα σηκώνει συζήτηση·    
    - το πράγμα σηκώνει συζήτηση, βλ. φρ. σηκώνει συζήτηση το πράγμα·
    - το ρίχνω στη συζήτηση, βλ. φρ. το ρίχνω στην κουβέντα, λ. κουβέντα·
    - το στρώνω στη συζήτηση, βλ. φρ. το στρώνω στην κουβέντα, λ. κουβέντα·
    - το ’φερε η συζήτηση, αναφέρθηκε κάτι με αφορμή κάτι άλλο: «δεν ήταν αυτό το θέμα μας, αλλά το ’φερε η συζήτηση»·
    - του κάνω συζήτηση, βλ. φρ. του κάνω κουβέντα, λ. κουβέντα·
    - φέρνω τη συζήτηση (σε κάτι), οδηγώ τη συζήτηση σε κάποιο θέμα: «έχει την τέχνη να φέρνει πάντα τη συζήτηση εκεί που τον συμφέρει»·
    - φέρνω τη συζήτηση αλλού, αναφέρομαι σε κάτι, μόνο και μόνο για να αλλάξω θέμα συζήτησης, οδηγώ τη συζήτηση σε άλλο θέμα, επειδή αυτό που συζητείται δε με συμφέρει: «κάθε φορά που τα βρίσκει σκούρα, φέρνει τη συζήτηση αλλού»·
    - χωρίς άλλη συζήτηση, δηλώνει κατηγορηματική αρνητική ή θετική απόφαση κάποιου για κάτι, χωρίς να αφήνει το περιθώριο να εκφραστούν άλλες απόψεις σχετικές με το θέμα: «θα φύγεις χωρίς άλλη συζήτηση || θα ’ρθεις μαζί μας χωρίς άλλη συζήτηση»·
    - χωρίς συζήτηση, δε χρειάζεται να εκφραστούν σχετικές απόψεις, γιατί το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος είναι ολοφάνερο, ξεκάθαρο, αναμφισβήτητο, που το δεχόμαστε ανεπιφύλακτα: «χωρίς συζήτηση ο τάδε είναι ο καλύτερος ηθοποιός απ’ όλους || αν χρειαστεί, θα ’ρθεις να με βοηθήσεις; -Χωρίς συζήτηση».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης