Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • στομάχι, το,
    ουσ. [<αρχ. στομάχιο, υποκορ. του ουσ. στόμαχος], το στομάχι. (Ακολουθούν 30 φρ.)·
    - άνοιξε το στομάχι μου, επειδή για ένα διάστημα έτρωγα πολύ, συνήθισα το πολύ φαγητό: «στις γιορτές του Πάσχα ξεσκίστηκα στο φαγητό κι όπως άνοιξε το στομάχι μου, δε λέω να σταματήσω να τρώω»·
    - βάρυνε το στομάχι μου, νιώθω δυσπεψία από το πολύ φαγητό που έφαγα: «έφαγα τόσο πολύ, που βάρυνε το στομάχι μου»·
    - βγάζω το στομάχι μου, α. κάνω ακατάσχετο εμετό: «κάθε φορά που πέφτει τ’ αεροπλάνο σε κενά αέρος, βγάζω το στομάχι μου». Συνοδεύεται πολλές φορές από χειρονομία με το χέρι να ανεβαίνει ορμητικά από το στομάχι προς το στόμα, υπονοώντας την κένωση του στομάχου. Συνών. βγάζω τ’ άντερά μου / βγάζω τα μέσα μου / βγάζω τα σπλάχνα μου / βγάζω τα σωθικά μου·  
    - γύρισε το στομάχι μου, βλ. φρ. μου γύρισε το στομάχι·
    - έκλεισε το στομάχι μου, επειδή για ένα μεγάλο διάστημα δεν έτρωγα είτε για λόγους θεραπευτικούς (δίαιτα) είτε για λόγους θρησκευτικούς (νηστεία), δε νιώθω πια έντονη την ανάγκη να φάω πολύ φαγητό: «νήστεψα όλη τη Σαρακοστή κι όπως έκλεισε το στομάχι μου, δε μου κάνει πια όρεξη για φαγητό»· 
    - έφαγα γροθιά στο στομάχι, βλ. λ. γροθιά·
    - έχω βαρύ στομάχι, νιώθω πίεση, δυσφορία, δυσπεψία: «χθες το βράδυ έφαγα το καταπέτασμα κι ακόμα έχω βαρύ στομάχι»·
    - έχω μεγάλο στομάχι, είμαι πολύ υπομονετικός, πολύ ανεκτικός, ιδίως στις προσβολές, όχι από φόβο αλλά από ανωτερότητα ή από σύνεση: «αν δεν είχα μεγάλο στομάχι, θα τον έδιωχνα απ’ την πρώτη μέρα απ’ τη δουλειά μου || αν δεν είχα μεγάλο στομάχι, θα ’πρεπε κάθε τόσο να μαλώνω με τον κάθε βλάκα που μιλάει άστοχα»·
    - έχω στομάχι ή έχω το στομάχι μου, πάσχω από δυσπεψία, πάσχω από το στομάχι μου, έχω έλκος στομάχου: «είναι καιρός που έκοψα το πιοτό, γιατί έχω στομάχι»·
    - έχω στομάχι να… ή έχω το στομάχι να…, έχω την υπομονή, την ανεκτικότητα να…: «ευτυχώς έχω στομάχι να ανέχομαι τις βλακείες σου || αν δεν είχα το στομάχι να υπομένω τις αδικίες σας, θα έπρεπε μέχρι τώρα να είχαμε γίνει μαλλιά κουβάρια»·
    - καίει το στομάχι μου, νιώθω καούρα, φλόγωση: «δώσε μου να πιω μια σόδα, γιατί καίει το στομάχι μου»·
    - κάνω στομάχι, αποκτώ έλκος στομάχου: «πώς να μην κάνω στομάχι με τόσες στενοχώριες που έχω»·
    - κάνω στομάχι ή κάνω στομάχια, παχαίνω: «πρέπει ν’ αρχίσω δίαιτα, γιατί έκανα στομάχι || πώς να μην κάνω στομάχια, απ’ τη στιγμή που κατεβάζω τον περίδρομο!»·
    - κόλλησε το στομάχι μου, πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου γρήγορα να φάω, γιατί κόλλησε το στομάχι μου»·
    - μ’ έπιασε το στομάχι (μου), αισθάνομαι πόνο στο στομάχι μου: «έφαγα πάρα πολύ και μ’ έπιασε το στομάχι μου || όταν κρυώνω, με πιάνει το στομάχι μου»·
    - με πειράζει στο στομάχι, (για φαγητά ή ποτά) μου προκαλεί στομαχικές διαταραχές: «δεν τρώω φασουλάδα, γιατί με πειράζει στο στομάχι || δεν πίνω ουίσκι, γιατί με πειράζει στο στομάχι»·
    - μου γυρίζει το στομάχι, είναι ιδιαίτερα αντιπαθητικός, μου προκαλεί αηδία: «αν έχετε μαζί σας και τον τάδε, δεν έρχομαι με καμιά κυβέρνηση, γιατί μου γυρίζει το στομάχι». Συνών. μου γυρίζει τ’ άντερα / μου γυρίζει τα μέσα μου / μου γυρίζει τα σπλάχνα / μου γυρίζει τα σωθικά·
    - μου γύρισε το στομάχι, ένιωσα έντονη αηδία, έντονη τάση για εμετό ή έκανα ακατάσχετο εμετό: «μου γύρισε το στομάχι, μόλις τον είδα να γλείφει τις μύξες του!». Συνών. μου γύρισαν τ’ άντερα / μου γύρισαν τα μέσα μου / μου γύρισαν τα σπλάχνα / μου γύρισαν τα σωθικά·
    - μου κάθεται στο στομάχι, μου είναι πολύ αντιπαθητικός: «αν έρθει ο τάδε, εγώ δε θα ’ρθω, γιατί μου κάθεται στο στομάχι». Από την εικόνα του ατόμου που έφαγε λαίμαργα και νιώθει δυσπεψία. Συνών. μου κάθεται εδώ, γροθιά·
    - μου κάθισε στο στομάχι (ενν. το φαγητό που έφαγα), μου έπεσε βαρύ ή το έφαγα βιαστικά και λαίμαργα και μου έφερε δυσπεψία: «ήταν πολύ λαδερή η πίτα που έφαγα και μου κάθισε στο στομάχι || ήταν το φαγητό που μ’ αρέσει κι έφαγα τόσο πολύ, που μου κάθισε στο στομάχι»·
    - ο έρωτας περνάει απ’ το στομάχι, βλ. λ. έρωτας·
    - πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, βλ. λ. μάτι·
    - στο στομάχι να σου καθίσει, μικρή κατάρα που δίνουμε σε κάποιον που τρώει και δε μας δίνει κι εμάς να φάμε, αν και του το ζητήσαμε·
    - σφίγγεται το στομάχι μου, δε νιώθω καλά, κυριεύομαι από δυσάρεστο συναίσθημα: «όταν βλέπω την κατάντια αυτού του ανθρώπου, σφίγγεται το στομάχι μου»·
    - το πολύ ταμάχι, χαλάει το στομάχι, βλ. λ. ταμάχι·
    - το στομάχι μου αλέθει και πέτρες, βλ. συνηθέστ. ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, λ. μύλος·
    - φόρτωσα το στομάχι μου, έφαγα πάρα πολύ: «μου άρεσε τόσο πολύ το φαγητό, που φόρτωσα το στομάχι μου και δεν μπορούσα να σηκωθώ»·
    - χάλασα το στομάχι μου, το έκανα ευαίσθητο από τις καταχρήσεις: «με τα ποτά και τα τσιγάρα κάθε βράδυ χάλασα το στομάχι μου και με το παραμικρό με πονάει»·
    - χάλασε το στομάχι μου, νιώθω στομαχικές ενοχλήσεις: «κάτι θα με πείραξε απ’ αυτά που έφαγα, γιατί χάλασε το στομάχι μου».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης