Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- σόι, το,
- γεν. του σογιού, πλ. τα σόγια, ουσ. [<τουρκ. soy]. 1. το σύνολο των ανθρώπων με κοινή καταγωγή, η γενιά, το γένος, ιδίως ευγενής, αριστοκρατική καταγωγή: «το σόι αυτού του ανθρώπου άφησε εποχή στα χρόνια μου || παντρεύτηκε γυναίκα από σόι». 2. το σύνολο των ανθρώπων με συγγενικούς δεσμούς, το σύνολο των συγγενών, το συγγενολόι: «έχει πολύ μεγάλο σόι || στη γιορτή μου κουβαλήθηκε όλο το σόι μου για να μου ευχηθεί». (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα σε σε, Αντώνη, κρίμα το μπόι σου, που έκανες ρεζίλι όλο το σόι σου // βρήκα δυο σόγια με βιολιά τραγούδι και παραγγελιά γενιά μου αλλοπαρμένη. Κι ό,τι με πίκρανε πολύ είτε φιλί είτε απειλή το είπα ειμαρμένη). 3. (για ζώα) ράτσα: «δεν είναι σόι το σκυλί που πήρες». 4. (για φυτά) ποικιλία: «τι σόι τριανταφυλλιές είναι αυτές που φύτεψες;». 5. (γενικά) είδος, ποιόν: «δεν μπορεί κανένας μας να καταλάβει τι σόι πράγμα είναι αυτό». (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- βαστάει από (μεγάλο) σόι, βλ. φρ. είναι από (μεγάλο) σόι·
- γαμώ το σόι μου! ή γαμώ το σόι που με γένναγε! ή γαμώ το σόι που με πέταγε! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ το σόι μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν». Συνήθως η φρ. κλίνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το σόι σου! ή γαμώ το σόι που σε γένναγε! ή γαμώ το σόι που σε πέταγε! ή σου γαμώ το σόι! ή σου γαμώ το σόι που σε γένναγε! ή σου γαμώ το σόι που σε πέταγε! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιουπου είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ το σόι σου, κάνεις θόρυβο μεσημεριάτικα! || σου γαμώ το σόι αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- δεν είναι σόι (πράμα), α. (για πράγματα) δεν είναι αντικείμενο αξίας: «αφού δεν είναι σόι πράμα, γιατί να σου δώσω τόσα λεφτά;». β. (για πρόσωπα) δεν είναι άνθρωπος με αξία και, κατ’ επέκτ., είναι ύποπτος ή επικίνδυνος: «πρόσεχε, γιατί δεν είναι σόι πράμα αυτός, που κάνεις παρέα»·
- δεν είναι σόι πράματα αυτά ή δεν είναι αυτά σόι πράματα, δεν ενεργείς, δε συμπεριφέρεσαι σωστά: «ό,τι λέμε, πηγαίνεις και το διαδίδεις στους άλλους. Δεν είναι σόι πράματα αυτά»·
- δεν το βλέπω σόι πράμα, έχω την εντύπωση πως δεν είναι πράγμα αξίας: «δεν μπορώ να σου δώσω τόσα λεφτά που μου ζητάς, γιατί δεν το βλέπω σόι πράμα»·
- δεν το βλέπω σόι το πράμα, έχω την εντύπωση πως η δουλειά ή η υπόθεση δεν είναι νόμιμη, τίμια ή πως δεν εξελίσσεται σύμφωνα με τις προσδοκίες μας: «δε θα πάρω μέρος σ’ αυτό το συνεταιρισμό, γιατί δεν το βλέπω σόι το πράμα || ο δικηγόρος με διαβεβαιώνει πως όλα θα πάνε καλά, αλλά δεν το βλέπω σόι το πράμα»·
- δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο, έχω την εντύπωση πως δεν πρέπει να είναι καλός άνθρωπος και κατ’ επέκτ., πως είναι ύποπτος, επικίνδυνος: «έχε το νου σου μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο»·
- δεν τον βλέπω σόι πράμα, βλ. συνηθέστ. δεν τον βλέπω σόι άνθρωπο·
- έγινε από σόι, (ειρωνικά) έγινε υπεροπτικός, ακατάδεχτος, ιδίως μετά από κάποια επιτυχία του: «απ’ τη μέρα που προβιβάστηκε στη δουλειά του, νομίζει πως έγινε από σόι και δε μας καταδέχεται». (Λαϊκό τραγούδι: τόσους μήνες που την είχα μου ξηγιότανε στην τρίχα, τώρα έγινε από σόι και τα ψάρια δεν τα τρώει). Από το ότι παλιότερα (αλλά και στην εποχή μας), αυτός που καταγόταν από αριστοκρατικό, από ευγενικό σόι, κρατούσε μια υπεροπτική στάση απέναντι στους ανθρώπους που δεν ήταν της τάξης του ·
- είναι από (μεγάλο) σόι, κατάγεται από ευγενή, από αριστοκρατική οικογένεια: «πάντρεψε την κόρη του μ’ ένα παλικάρι, που και επιστήμονας είναι και από μεγάλο σόι». (Λαϊκό τραγούδι: ο άντρας που θα παντρευτώ, θα είναι από σόι, σκληρό κολάρο θα φορά θα ’χει χρυσό ρολόι)·
- είναι σόι πράματα αυτά; βλ. φρ. δεν είναι σόι πράματα αυτά·
- κρατάει από (μεγάλο) σόι, βλ. φρ. είναι από (μεγάλο) σόι·
- μεγάλο σόι, το αριστοκρατικό: «σήμερα δεν υπάρχουν μεγάλα σόγια, όπως τον παλιό καλό καιρό»·
- σόι πάει το βασίλειο, βλ. λ. βασίλειο·
- σόι σοϊλέ, αριστοκρατική, ευγενική καταγωγή: «βρήκε ένα παλικάρι η κόρη του πολύ σόι σοϊλέ»·
- σόι σοϊλέ πάει το βασίλειο, βλ. λ. βασίλειο·
- σόι τραβάει το βασίλειο, βλ. συνηθέστ. σόι πάει το βασίλειο, λ. βασίλειο·
- τι σόι άνθρωπος είναι, α. ποιο είναι το ποιόν αυτού του ανθρώπου: «είναι καινούριος στην παρέα μας και κανένας δεν ξέρει ακόμα τι σόι άνθρωπος είναι». β. απαντάται πολύ συχνά και σε ερωτηματικό τύπο: «τι σόι άνθρωπος είναι ο τάδες;»·
- τι σόι πράγματα είν’ αυτά; έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας για τις άστοχες ενέργειες ή την κακή συμπεριφορά κάποιου που μας ενοχλεί: «κοτζάμ επιστήμονας και συμπεριφέρεσαι σαν ανόητος άνθρωπος. Τι σόι πράγματα είν’ αυτά;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δεν ντρέπεσαι λιγάκι(;)·
- τι σόι πράμα είναι, α. (για πρόσωπα ή πράγματα) ποιο είναι το ποιόν του, ποια είναι η αξία του, η χρηστικότητά του: «τι σόι πράμα είναι αυτός ο άνθρωπος, ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω!». β. απαντάται πολύ συχνά και σε ερωτηματικό τύπο: «τι σόι πράμα είναι αυτό που αγόρασες και κρέμασες μπροστά στο αυτοκίνητό σου;»·
- τι σόι σοϊλέ! τι είδος, τι τρόπος και λέγεται συνήθως για κάτι αρνητικό: «έχει έλκος στο στομάχι κι ο γιατρός του επιτρέπει να τρώει καυτερά φαγητά και να πίνει όσο θέλει. -Τι σόι σοϊλέ θεραπεία είναι αυτή, δεν μπορώ να καταλάβω!»·
- του γαμώ το σόι ή του γαμώ το σόι που τον γένναγε ή του γαμώ το σόι που τον πέταγε, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή ήταν αγενής, εκεί μπροστά στην οικογένειά του του γάμησε το σόι». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκτ., τον κατανικώ: «επειδή γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε το σόι». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ. - γεν. του σογιού, πλ. τα σόγια, ουσ. [<τουρκ. soy]. 1. το σύνολο των ανθρώπων με κοινή καταγωγή, η γενιά, το γένος, ιδίως ευγενής, αριστοκρατική καταγωγή: «το σόι αυτού του ανθρώπου άφησε εποχή στα χρόνια μου || παντρεύτηκε γυναίκα από σόι». 2. το σύνολο των ανθρώπων με συγγενικούς δεσμούς, το σύνολο των συγγενών, το συγγενολόι: «έχει πολύ μεγάλο σόι || στη γιορτή μου κουβαλήθηκε όλο το σόι μου για να μου ευχηθεί». (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα σε σε, Αντώνη, κρίμα το μπόι σου, που έκανες ρεζίλι όλο το σόι σου // βρήκα δυο σόγια με βιολιά τραγούδι και παραγγελιά γενιά μου αλλοπαρμένη. Κι ό,τι με πίκρανε πολύ είτε φιλί είτε απειλή το είπα ειμαρμένη). 3. (για ζώα) ράτσα: «δεν είναι σόι το σκυλί που πήρες». 4. (για φυτά) ποικιλία: «τι σόι τριανταφυλλιές είναι αυτές που φύτεψες;». 5. (γενικά) είδος, ποιόν: «δεν μπορεί κανένας μας να καταλάβει τι σόι πράγμα είναι αυτό». (Ακολουθούν 23 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης