Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- σκάω
- κ. σκάζω κ. σκάνω, ρ. [<αρχ. σκάζω], σκάω. 1. στενοχωρώ κάποιον υπερβολικά, τον κάνω να νιώσει έντονη δυσφορία: «σταμάτα, επιτέλους, γιατί μ’ έσκασες μ’ αυτή τη γκρίνια σου!». (Λαϊκό τραγούδι: τρέχω να το πιάσω κάτω απ’ τα γιαπιά, τη γλωσσίτσα βγάζει, να με σκάσει θέλει πια). 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, νιώθω έντονη δυσφορία: «έμαθε πως έγινε ένα πολύνεκρο δυστύχημα στην εθνική οδό κι έσκασε, μέχρι να γυρίσουν τα παιδιά του στο σπίτι». 3. εμφανίζομαι ξαφνικά, απότομα και χωρίς να με περιμένουν: «εκεί που καθόμασταν ήσυχα και κουβεντιάζαμε, έσκασε ο τάδε και μας πληροφόρησε για το θάνατο του τάδε». 4. ζηλεύω ανυπόφορα: «έσκασε μόλις έμαθε πως αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε σε γλεντάω κι ο κόσμος πάει να σκάσει, κοντεύει απ’ τη ζήλεια να τους φύγει το καφάσι). 5. ζεσταίνομαι υπερβολικά: «άνοιξε λίγο το παράθυρο, γιατί έσκασα». 6. τρώω υπερβολικά: «έφαγα τόσο πολύ, που έσκασα». 7. πίνω υπερβολικά: «ήπια τόσο πολύ, που έσκασα». 8. σκάσε! προστακτ. αορ., (προστακτικά ή απειλητικά) πάψε, μη μιλάς: «σκάσε, επιτέλους, ν’ ακούσουμε τι λέει ο άνθρωπος!». Συνών. βούλωσ’ το! (Ακολουθούν 79 φρ.)·
- ας σκάσει! έκφραση με την οποία δείχνουμε την εκδικητική μας διάθεση για κάποιον που μας ζηλεύει. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ καλέ θα σε αγαπώ κι όποια ζηλεύει, ας σκάσει,της πικροδάφνης το ζουμί να πιει να της περάσει)·
- απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει, βλ. λ. μύτη·
- βάλθηκες να με σκάσεις! έκφραση δυσφορίας σε κάποιον που παρ’ όλες τις υποδείξεις μας δεν εννοεί να συμμορφωθεί. (Λαϊκό τραγούδι: πού να είσαι; χάθηκες· να με σκάσεις βάλθηκες· έχω λίγες συμφορές· θα μου φέρεις κι άλλες· με χτυπούν στο πρόσωπο σιγανοψιχάλες)·
- για να σκάσουν οι εχθροί (οχτροί) μας! βλ. λ. εχθρός·
- δεν έσκασε χείλι, βλ. λ. χείλι·
- έσκασα απ’ τα γέλια ή έσκασα στα γέλια ή έσκασα στο γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έσκασαν τα χείλη μου, βλ. λ. χείλι·
- έσκασε απ’ τη ζήλια του, βλ. λ. ζήλια·
- έσκασε απ’ το κακό του, βλ. λ. κακός·
- έσκασε η μπόμπα, βλ. λ. μπόμπα·
- έσκασε σαν βόμβα, βλ. λ. βόμβα·
- έσκασε σαν βόμβα πολλών μεγατόνων, βλ. λ. βόμβα·
- έσκασε σαν μπόμπα, βλ. λ. μπόμπα·
- έσκασε σαν φουρνέλο, βλ. λ. φουρνέλο·
- έσκασε σαν φούσκα, βλ. λ. φούσκα·
- έσκασε στο κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- έσκασε το ρομπότ, βλ. λ. ρομπότ·
- έσκασε το χείλι του, βλ. λ. χείλι·
- θα κάτσω να σκάσω! βλ. λ. κάθομαι·
- θα σε σκάσω κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- θα σε σκάσω (κάτω) σαν καρπούζι ή θα σε σκάσω (κάτω) σαν το καρπούζι, βλ. λ. καρπούζι·
- θα σκάσει η φούσκα μου, βλ. λ. φούσκα·
- μας την έσκασε ή μου την έσκασε, α. με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «μου φάνηκε τίμιος άνθρωπος, αλλά μου την έσκασε κι έχασα ένα σωρό λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. Κάντε μάγκες τη δουλειά σας, μη χαλάτε την καρδιά σας). β. διέφυγε της προσοχής μου και έφυγε από κοντά μου χωρίς να το καταλάβω, μου την κοπάνησε: «την ώρα, που έσκυψα να δέσω τα κορδόνια μου, μου την έσκασε». (Λαϊκό τραγούδι: μου την έσκασες στη ζούλα, αχ, πού θα πας, βρε Κούλα, όπου σ’ έβρω, βρε μοβόρα, θα σου ξηγηθώ στα φόρα). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μη σκας! α. μη στενοχωριέσαι: «σκοπός ήταν να μη γίνει το κακό, τώρα που έγινε, μη σκας!». β. (ως απειλή) έννοια σου(!): «μη σκας, γιατί, όταν έρθει η ώρα, θα σε περιποιηθώ καταλλήλως!»·
- μου ’σκασε (κάποιος ή κάτι), μου παρουσιάστηκε ανέλπιστα: «μέσα στην αγωνία μου, μου ’σκασε ένας παλιόφιλος και με βοήθησε || την τελευταία στιγμή μου ’σκασε ένας άσος και πήρα το κόλπο». (Τραγούδι: κοίτα ρε που μου ’σκασε γαμπρός, σκανταλιάρης και πρωθυπουργός)·
- μου ’σκασε το φλας (το φλασάκι), βλ. λ. φλας·
- μου ’σκασε φλασιά, βλ. λ. φλασιά·
- να καμωθείς και να σκάσεις! βλ. λ. καμώνομαι·
- να ξεραθείς και να σκάσεις! βλ. λ. ξερένομαι·
- να πρηστείς και να σκάσεις! βλ. πρήζομαι·
- να σκάσει! βλ. φρ. ας σκάσει(!)·
- να σκάσεις! (απειλητική προσταγή) μη μιλάς, πάψε·
- να σκάσεις και να πλαντάξεις! α. έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου με την έννοια πάψε πια, βούλωσέ το. β. πολλές φορές, δίνεται ως απάντηση από εκνευρισμένο άτομο σε κάποιον που για κάποιο λόγο δυσανασχετεί για κάτι με το θα σκάσω(!)·
- να σκάσουν οι εχθροί (οχτροί) μας! βλ. λ. εχθρός·
- ο διάβολος να σκάσει! (ενν. εγώ θα το κάνω), βλ. λ. διάβολος·
- όχι θα κάτσω να σκάσω! βλ. λ. κάθομαι·
- πάει να σκάσει, υποφέρει, ασφυκτιά από μεγάλη ζήλια που νιώθει: «κάθε φορά που έχω κάποια επιτυχία, πάει να σκάσει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε σε γλεντάω κι ο κόσμος πάει να σκάσει, κοντεύει απ’ τη ζήλεια να του φύγει το καφάσι)·
- που να σκάσεις! λέγεται χαϊδευτικά σε άτομο υπό τύπον επίπληξης: «που να σκάσεις, παλιόπαιδο, πού γύριζες όλο το πρωί κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μπα·
- προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, βλ. λ. πουλί·
- σκάει απ’ τη ζήλια ή σκάει απ’ τη ζήλια του ή σκάει στη ζήλια ή σκάει της ζήλιας, βλ. λ. ζήλια·
- σκάει από υγεία, βλ. λ. υγεία·
- σκάει γάιδαρο ή σκάει και γάιδαρο, βλ. λ. γάιδαρος·
- σκάει διάβολο ή σκάει και διάβολο, βλ. λ. διάβολος·
- σκάει δόντι, βλ. λ. δόντι·
- σκάει ο τζίτζικας, βλ. λ. τζίτζικας·
- σκάει ο τόπος, βλ. λ. τόπος·
- σκάει το λάστιχο, βλ. λ. λάστιχο·
- σκάσε διάβολε! βλ. λ. διάβολος·
- σκάσε και κολύμπα! λέγεται σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή σε καταστάσεις που απαιτούν τη συγκέντρωση των δυνάμεών μας για την αντιμετώπιση κάποιας δυσκολίας. (Τραγούδι: κι όταν μαστουριά πιάνει τα σφυριά και τα κάνει λίμπα, σκάσε και κολύμπα).Από την εικόνα του ναυαγισμένου που αγωνίζεται να σωθεί και δε μιλάει για να μη ξοδεύει δυνάμεις και αναφέρεται σε μια σειρά μακάβριων ανεκδότων που κυκλοφόρησαν στη δεκαετία του 1970: Μπαμπά είναι μακριά η Αμερική; -Σκάσε και κολύμπα! // Μπαμπά πού είναι η γιαγιά; -Σκάσε και τρώγε! // Μπαμπά τι θα κάνουμε τη μαμά; -Σκάσε και σκάβε! καθώς και άλλα·
- σκάω απ’ τη ζέστα, βλ. λ. ζέστα·
- σκάω ένα χαμόγελο, βλ. λ. χαμόγελο·
- σκάω κανόνι, βλ. λ. κανόνι·
- σκάω μούρη, βλ. λ. μούρη·
- σκάω μύτη, βλ. λ. μύτη·
- σκάω σαν καρπούζι, βλ. λ. καρπούζι·
- σκάω στη μέση, βλ. λ. μέση·
- σκάω τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- σκάω την μπόμπα, βλ. λ. μπόμπα·
- σκάω το μυστικό, βλ. λ. μυστικός·
- σκάω το παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- τα σκάω (ενν. τα λεφτά), α. πληρώνω κάποιο χρηματικό ποσό τοις μετρητοίς, ιδίως παρά τη θέλησή μου: «μου ’ρθε το φιρμάνι της εφορίας και πήγα πρωί πρωί και τα ’σκασα». β. (γενικά) πληρώνω τοις μετρητοίς: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο και τα ’σκασα μέχρι δεκάρας»·
- το ’σκασε αλά γαλλικά, βλ. λ. αλά·
- το ’σκασε απ’ το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- το σκάω, α. φεύγω κρυφά, τρέπομαι σε φυγή: «μόλις είδα να ’ρχονται οι μπάτσοι, το ’σκασα, γιατί είχα κι εγώ κάπου λερωμένη τη φωλιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα η Μαριωρή το βράδυ, το ’σκασε μες στο σκοτάδι). β. δραπετεύω: «χτες βράδυ το ’σκασαν απ’ τη φυλακή τρεις κρατούμενοι»·
- τον έσκασε (κάτω) σαν καρπούζι ή τον έσκασε (κάτω) σαν το καρπούζι, βλ. λ. καρπούζι·
- τον έσκασε κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- του ’σκασα ένα ζίλι, βλ. λ. ζίλι·
- του ’σκασα ένα μπάτσο ή του ’σκασα μια μπάτσα, βλ. λ. μπάτσο·
- του ’σκασα ένα σκαμπίλι, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- του ’σκασα ένα χαστούκι, βλ. λ. χαστούκι·
- του ’σκασα ένα φούσκο, βλ. λ. φούσκος·
- του ’σκασα μια σφαλιάρα, βλ. λ. σφαλιάρα·
- του ’σκασα μια φάπα, βλ. λ. φάπα·
- του την έσκασα, τον εξαπάτησα, τον ξεγέλασα: «νόμιζε πως θα μπορούσε να με κοροϊδέψει, αλλά του την έσκασα και τραβάει τα μαλλιά του». (Λαϊκό τραγούδι: άντε του καημένου του Μποχώρη του τη σκάσαν στο παπόρι και του πήραν πεντακόσια όλο λίρες κι όλο γρόσια)·
- του την έσκασα σαν κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- του την έσκασα την πλάκα, βλ. λ. πλάκα
- του την έσκασε την τρίπλα, βλ. λ. τρίπλα·
- του (της) σκάω ένα φιλί, βλ. λ. φιλί·
- τώρα σκάσε, βλ. λ. τώρα·
- φίδι να φτύσει, θα σκάσει, βλ. λ. φίδι. - κ. σκάζω κ. σκάνω, ρ. [<αρχ. σκάζω], σκάω. 1. στενοχωρώ κάποιον υπερβολικά, τον κάνω να νιώσει έντονη δυσφορία: «σταμάτα, επιτέλους, γιατί μ’ έσκασες μ’ αυτή τη γκρίνια σου!». (Λαϊκό τραγούδι: τρέχω να το πιάσω κάτω απ’ τα γιαπιά, τη γλωσσίτσα βγάζει, να με σκάσει θέλει πια). 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, νιώθω έντονη δυσφορία: «έμαθε πως έγινε ένα πολύνεκρο δυστύχημα στην εθνική οδό κι έσκασε, μέχρι να γυρίσουν τα παιδιά του στο σπίτι». 3. εμφανίζομαι ξαφνικά, απότομα και χωρίς να με περιμένουν: «εκεί που καθόμασταν ήσυχα και κουβεντιάζαμε, έσκασε ο τάδε και μας πληροφόρησε για το θάνατο του τάδε». 4. ζηλεύω ανυπόφορα: «έσκασε μόλις έμαθε πως αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε σε γλεντάω κι ο κόσμος πάει να σκάσει, κοντεύει απ’ τη ζήλεια να τους φύγει το καφάσι). 5. ζεσταίνομαι υπερβολικά: «άνοιξε λίγο το παράθυρο, γιατί έσκασα». 6. τρώω υπερβολικά: «έφαγα τόσο πολύ, που έσκασα». 7. πίνω υπερβολικά: «ήπια τόσο πολύ, που έσκασα». 8. σκάσε! προστακτ. αορ., (προστακτικά ή απειλητικά) πάψε, μη μιλάς: «σκάσε, επιτέλους, ν’ ακούσουμε τι λέει ο άνθρωπος!». Συνών. βούλωσ’ το! (Ακολουθούν 79 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης