Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • σήμερα,
    επίρρ. [<αρχ. σήμερον], σήμερα· ως ουσ. το σήμερα, το παρόν: «όλοι νοιάζονται μόνο για το σήμερα». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
    - από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. με το σήμερα με το αύριο·
    - δε μας θέλει η μπάλα σήμερα ή δε μας θέλει σήμερα η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
    - και ντε σήμερα, ντε αύριο, βλ. λ. ντε·
    - μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο ή μ’ έχει με το σήμερα με το αύριο, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει απέναντί μου: «μου χρωστάει κάτι λεφτά εδώ και τόσο καιρό και μ’ έχει με το σήμερα με το αύριο»·
    - με πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
    - με ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
    - με το σήμερα με το αύριο, με διαδοχικές, με συνεχείς αναβολές: «με το σήμερα με το αύριο χάσαμε την προθεσμία υποβολής των δικαιολογητικών»·
    - σαν σήμερα, γεγονός που συντελέστηκε στο παρελθόν την ίδια ημερομηνία με τη σημερινή: «σαν σήμερα ήταν που πέθανε ο πατέρας μου, πριν από πέντε χρόνια». (Λαϊκό τραγούδι: σαν σήμερα σαν σήμερα βαριά με δέσαν σίδερα
    - σήμερα αύριο, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μια από αυτές τις μέρες που έρχονται: «μη στενοχωριέσαι, γιατί σήμερα αύριο θα στα δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω»·
    - σήμερα δέκα ή σαν σήμερα δέκα ή σήμερα κάνει δέκα (ενν. ημέρες), πριν από δέκα ημέρες: «έχει πολλές μέρες που έφυγε; -Σαν σήμερα κάνει δέκα». Ο αριθμός ανάλογος·
    - σήμερα είμαστε, (κι) αύριο δεν είμαστε, έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος πως η ζωή είναι πρόσκαιρη και μάταιη: «όλα είναι μάταια στη ζωή μας, φιλαράκι, γιατί σήμερα είμαστε κι αύριο δεν είμαστε». Πρβλ. για κάτσετε λιγάκι να σκεφθείτε πως πρέπει να γλεντάτε τη ζωή, σήμερα είσαι κι αύριο φεύγει γλέντησε άνθρωπε όσο μπορείς (Λαϊκό τραγούδι)·
    - σήμερα εσύ, αύριο εγώ, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως στη ζωή το καλό και πιο συχνά το κακό δεν είναι μόνιμο σε κάποιον άνθρωπο, αλλά, ενώ σήμερα μπορεί να συμβαίνει στον έναν, μπορεί την επομένη να συμβαίνει στον άλλον: «μη στενοχωριέσαι, φίλε μου, γι’ αυτή την ατυχία σου, γιατί σήμερα εσύ, αύριο εγώ»·
    - σήμερα έχει, αύριο δεν έχει, έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον πως πρέπει να προλάβει να επωφεληθεί από κάποια ευκαιρία που παρουσιάστηκε: «τρέξε να προλάβεις ν’ αγοράσεις απ’ το τάδε κατάστημα, που τα δίνει όλα μισοτιμής, γιατί σήμερα έχει, αύριο δεν έχει»·
    - σήμερα ζούμε, (κι) αύριο δε ζούμε, βλ. συνηθέστ. σήμερα είμαστε, (κι) αύριο δεν είμαστε·
    - σήμερα θα… (ακολουθεί ρ.), αύριο θα… (ακολουθεί το ίδιο ρ.), μάταια περιμένουμε να συμβεί, να πραγματοποιηθεί από κάποιον ή από κάτι,αυτό που δηλώνει το ρ.: «μου είχε υποσχεθεί πως θα μ’ έπαιρνε στη δουλειά του, όμως σήμερα θα με πάρει, αύριο θα με πάρει, νιος ήμουν και γέρασα || είχαν πει απ’ το Λιμεναρχείο πως το καράβι θα ερχόταν αργά το βράδυ, όμως σήμερα θα ’ρθει, αύριο θα ’ρθει, πέρασαν τρεις μέρες και καράβι δε φαινόταν»· βλ. και φρ. τώρα θα…, ύστερα θα…, λ. τώρα·
    - τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ. άνθρωπος·
    - το πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
    - το ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
    - τι σήμερα, τι αύριο, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να δηλώσουμε σε κάποιον πως δεν υπάρχει σπουδαία διαφορά ανάμεσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα: «αφού σου υποσχέθηκε πως αύριο θα σου δώσει τα λεφτά που σου χρειάζονται, τι σήμερα, τι αύριο»·
    - το πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
    - το ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
    - το σήμερα είναι χτες, λέγεται για την ταχύτατη εξέλίξη που συντελείται στην εποχή μας: «η εξέλιξη στη ζωή μας έχει πάρει τέτοιες τεράστιες διαστάσεις, που το σήμερα είναι χτες»·
    - του σήμερα, α. που είναι της επικαιρότητας, που είναι βραχύβιος: «άλλαξε μυαλά, γιατί αυτά είναι επαγγέλματα του σήμερα και κάποια στιγμή θα βρεθείς χωρίς να έχεις κάτι σίγουρο στα χέρια σου». β. που είναι σύγχρονος με την εποχή του, που είναι έτσι όπως απαιτούν οι συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες: «είναι άνθρωπος του σήμερα και νοιάζεται μόνο για το χρήμα».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης