Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • σβέρκος, ο
    κ. σβέρκο, το, ουσ. [<αλβαν. zverk], ο αυχένας, ο τράχηλος: «σήκωσε το παιδάκι ψηλά και το φορτώθηκε πάνω στο σβέρκο του». (Ακολουθούν 26 φρ.·
    - ας κόψουν το σβέρκο τους, έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας. -Ας κόψουν το σβέρκο τους»·
    - δεν πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. φρ. κόψε το σβέρκο σου(!)·
    - θα κόψω το σβέρκο μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το σβέρκο μου, για να πετύχει στη ζωή του». Συνών. θα κόψω το κεφάλι μου / θα κόψω το λαιμό μου·
    - θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε βγάλω βίαια, κακήν κακώς, ιδίως από έναν κλειστό χώρο: «αν σε ξαναδώ να ενοχλείς τις άλλες παρέες, θα σε βγάλω σβέρκο κώλο απ’ το μαγαζί»·
    - θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. φρ. θα σε βγάλω σβέρκο κώλο·
    - θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. φρ. θα σε βγάλω σβέρκο κώλο·     
    - θα σου κόψω το σβέρκο, βλ. φρ. θα σου πάρω το σβέρκο·
    - θα σου πάρω το σβέρκο, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως δεν αστειεύομαι και πως έχω την πρόθεση και τον τρόπο να τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν παραβεί αυτά που του λέω ή αν προσπαθήσει να με βλάψει ή να με κοροϊδέψει: «αν μάθω πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου κόψω το σβέρκο || αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου κόψω το σβέρκο». Συνών. θα σου πάρω το κεφάλι / θα σου πάρω το λαιμό·
    - κόβω το σβέρκο μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, γι αυτό και στοιχηματίζω με σιγουριά: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, εγώ κόβω το σβέρκο μου». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το σβέρκο μου πως ήταν ο τάδε». Συνών. κόβω το κεφάλι μου / κόβω το λαιμό μου·
    - κόψε το σβέρκο σου!  α. δε με ενδιαφέρει διόλου πώς θα αντεπεξέλθεις στις δυσκολίες σου ή πώς θα πετύχεις αυτό που επιδιώκεις: «και τι με ενδιαφέρει εμένα πώς θα ξεμπλέξεις, κόψε το σβέρκο σου». β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω: «τώρα τι να κάνω που δεν έχω τα λεφτά για να πληρώσω το χρέος μου; -Κόψε το σβέρκο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)·
    - με καβάλησε στο σβέρκο, βλ. φρ. μου κάθισε στο σβέρκο·
    - μου κάθισε στο σβέρκο, με καταπιέζει, επιδιώκει να μου επιβάλλει καταπιεστικά τη θέλησή του: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου κάθισε στο σβέρκο και θέλει να επεμβαίνει στις δουλειές μου || απ’ τη στιγμή που κατάλαβα πως ήθελε να μου καθίσει στο σβέρκο, της έδωσα τα παπούτσια της στο χέρι»·
    - να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)·
    - να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «μα πώς θα μπορέσω μέσα σε μια βδομάδα να βρω τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε το σβέρκο σου(!)·
    - ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
    - τον αρπάζω απ’ το σβέρκο, α. τον συλλαμβάνω βίαια: «την ώρα που έβγαινε αμέριμνος απ’ το καφενείο, έπεσαν οι αστυνομικοί απάνω του και τον άρπαξαν απ’ το σβέρκο». β. του ζητώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου ανήκει ή που μου οφείλει: «μόλις τον συνάντησε, τον άρπαξε απ’ το σβέρκο και του ζητούσε να του επιστρέψει τα λεφτά που του ’χε δανείσει»·
    - τον βγάζω σβέρκο κώλο, τον βγάζω από ένα κλειστό χώρο βίαια, κακήν κακώς: «όποιος ενοχλεί τις πελάτισσές μου μέσα στο μπαράκι μου, τον βγάζω σβέρκο κώλο, χωρίς δεύτερη κουβέντα». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν βγάζει βίαια κάποιον από έναν χώρο, τον αρπάζει με τα χέρια του από το σβέρκο και από τον κώλο και τον σπρώχνει προς την έξοδο·
    - τον βουτώ απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
    - τον γραπώνω απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
    - τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. φρ. τον βγάζω σβέρκο κώλο·
    - τον έχω στο σβέρκο, είμαι απόλυτα υπεύθυνος για κάποιον: «μου έχουν αναθέσει την προστασία του και τον έχω εδώ κι ένα μήνα στο σβέρκο»· βλ. κ. φρ. μου κάθισε στο σβέρκο ·
    - τον μαγκώνω απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
    - τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. φρ. τον βγάζω σβέρκο κώλο·
    - τον πιάνω απ’ το σβέρκο, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το σβέρκο·
    - του παίρνω το σβέρκο, α. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «όποιος μου πάει κόντρα του παίρνω το σβέρκο». β. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω: «σήκωσε το σπαθί του και μ’ ένα δυνατό χτύπημα του πήρε το σβέρκο». Συνών. του παίρνω το κεφάλι (α, β) / του παίρνω το λαιμό·
    - ψώνισε από σβέρκο, α. απότυχε στην αγορά που έκανε ή εξαπατήθηκε: «αν αγόρασε αυτό το πράγμα απ’ το τάδε μαγαζί, ψώνισε από σβέρκο, γιατί πάντα φέρνουν εκεί δεύτερη ποιότητα». β. απότυχε στην εκλογή συζύγου: «πριν από μια βδομάδα ο τάδε παντρεύτηκε την τάδε. -Ψώνισε από σβέρκο, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, η γυναίκα αυτή έχει κακό χαρακτήρα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα. Από το ότι ο σβέρκος του σφαγίου, επειδή έρχεται σε επαφή με το αλέτρι, σκληραίνει και για το λόγο αυτό, δε θεωρείται καλό κομμάτι για να το φάει κανείς.
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης