Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • πρόθεση, η,
    ουσ. [<αρχ. πρόθεσις], η πρόθεση. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
    - από πρόθεση, βλ. φρ. με πρόθεση·
    - (δε) γνωρίζω τις προθέσεις του, (δε) γνωρίζω τις διαθέσεις του, τους σκοπούς του, τους στόχους του: «ήρθε απρόσκλητος στο πάρτι και δε γνωρίζω τις προθέσεις του || αφήστε να του μιλήσω εγώ, που γνωρίζω τις προθέσεις του»·
    - (δεν) είναι πρόθεσή μου να… ή (δεν) είναι στην πρόθεσή μου να…, βλ. φρ. (δεν) έχω πρόθεση να(…)·
    - (δεν) έχω πρόθεση να… ή (δεν) έχω την πρόθεση να…, (δεν) προτίθεμαι, (δε) σκοπεύω: «δεν έχω πρόθεση να σ’ ενοχλήσω || έχω την πρόθεση να συμβιβαστούμε». Στη θετική εκφορά της φρ. μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί πολλές φορές το την καλή ή το όλη την καλή: «έχω όλη την καλή πρόθεση να συμβιβαστούμε»·
    - (δεν) ξέρω τις προθέσεις του, βλ. φρ. (δε) γνωρίζω τις προθέσεις του·
    - εκ προθέσεως, βλ. φρ. με πρόθεση·
    - έχει άγρια πρόθεση ή έχει άγριες προθέσεις, έχει μεγάλη διάθεση, μεγάλη όρεξη να ξεφαντώσει στα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως: «κάθε φορά που έχει άγριες προθέσεις, στη νυχτερινή του διασκέδαση πληρώνει τα μαλλιοκέφαλά του»· βλ. και φρ. έχει κακή πρόθεση·
    - έχει άσχημη πρόθεση ή έχει άσχημες προθέσεις, βλ. φρ. έχει κακή πρόθεση·
    - έχει κακή πρόθεση ή έχει κακές προθέσεις, έχει την πρόθεση να κάνει φασαρία ή να ξεκαθαρίσει δυναμικά κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «ξαναθυμήθηκε εκείνες τις διαφορές που είχατε παλιά, γι’ αυτό εξαφανίσου για λίγο καιρό να μη σε συναντήσει, γιατί έχει κακές προθέσεις»· βλ. και φρ. έχει άγρια πρόθεση·
    - έχω αγαθή πρόθεση ή έχω αγαθές προθέσεις, βλ. φρ. έχω σοβαρή πρόθεση·
    - έχω καλή πρόθεση ή έχω καλές προθέσεις, βλ. φρ. έχω σοβαρή πρόθεση·
    - έχω όλη την καλή πρόθεση να…, διάκειμαι πολύ ευνοϊκά προς κάποιον ή για κάποια υπόθεση και είμαι έτοιμος να κουβεντιάσω για να βρεθεί κάποια λύση: «αν θα είσαι εντάξει στις υποχρεώσεις σου, έχω όλη την καλή πρόθεση να σε βοηθήσω || έχω όλη την καλή πρόθεση να κουβεντιάσουμε το πρόβλημά σου, για να βρούμε μια ικανοποιητική λύση»·
    - έχω σοβαρή πρόθεση ή έχω σοβαρές προθέσεις, προτίθεμαι να δώσω αίσιο τέλος σε ένα ερωτικό μου δεσμό, προτίθεμαι να παντρευτώ τη γυναίκα με την οποία έχω ερωτικό δεσμό: «κύριε τάδε, θέλω να κουβεντιάσουμε για την κόρη σας, γιατί έχω σοβαρές προθέσεις»·
    - ήρθα μ’ αγαθή πρόθεση ή ήρθα μ’ αγαθές προθέσεις, βλ. φρ. ήρθα με καλή πρόθεση·
    - ήρθα με καλή πρόθεση ή ήρθα με καλές προθέσεις, ήρθα με σκοπό να ξεκαθαρίσω με πολιτισμένο, με συμβιβαστικό τρόπο κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «επειδή δεν υπάρχει λόγος να φιλονικούμε, ήρθα με καλές προθέσεις για να λύσουμε κάθε διαφορά μας»·
    - ήρθε μ’ άγρια πρόθεση ή ήρθε μ’ άγριες προθέσεις, βλ. φρ. ήρθε με κακή πρόθεση·
    - ήρθε μ’ άσχημη πρόθεση ή ήρθε μ’ άσχημες προθέσεις, βλ. φρ. ήρθε με κακή πρόθεση·
    - ήρθε με κακή πρόθεση ή ήρθε με κακές προθέσεις, ήρθε με την πρόθεση να κάνει φασαρία ή να ξεκαθαρίσει δυναμικά κάποια υπόθεση που εκκρεμεί: «αν δεις τον τάδε, πες του να μην πάει στο μπαράκι, γιατί ήρθε με κακές προθέσεις ο αδερφός της γκόμενάς του»·
    - ήρθε με καλή πρόθεση ή ήρθε με καλές προθέσεις, ήρθα καλοπροαίρετα: «τον δεχτήκαμε με χαρά, γιατί ήρθε με καλές προθέσεις για να τα βρούμε»·
    - με πρόθεση να… ή με την πρόθεση να…, επίτηδες, σκόπιμα: «όλα όσα είπε, τα είπε με πρόθεση να σε στενοχωρήσει || έφυγε με την πρόθεση να σε προσβάλει».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης