Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- πρόγραμμα, το,
- ουσ. [<μτγν. πρόγραμμα], το πρόγραμμα. 1. το σύνολο των εκδηλώσεων που συγκροτούν μια καλλιτεχνική παράσταση, που παρουσιάζεται σε νυχτερινό κέντρο: «το τάδε μαγαζί έχει πάρα πολύ καλό πρόγραμμα και σου συνιστώ να πας να το δεις». 2. έντυπο στο οποίο δίνονται διάφορες πληροφορίες για κάποια θεατρική παράσταση ή άλλη καλλιτεχνική εκδήλωση ή ημερίδα: «απ’ το καλαίσθητο πρόγραμμα που διανεμόταν δωρεάν, μπορούσε να πληροφορηθεί κανείς την υπόθεση του θεατρικού έργου, καθώς και τους συντελεστές της παράστασης». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- βάζω πρόγραμμα ή βάζω σε πρόγραμμα, καταστρώνω, σχεδιάζω εκ των προτέρων τις ενέργειές μου για την επίτευξη ενός σκοπού: «μόλις αναλάβω μια δουλειά, βάζω πρόγραμμα πώς να την τελειώσω καλύτερα και γρηγορότερα»·
- βάζω σ’ ένα πρόγραμμα ή βάζω σε κάποιο πρόγραμμα, βλ. φρ. βάζω πρόγραμμα·
- βάζω το πρόγραμμα, (για μηχανήματα παραγωγής) το ρυθμίζω έτσι, ώστε να εκτελεί μια σειρά εργασιών με αυτόματο τρόπο και χωρίς ουσιαστική μεσολάβηση του χειριστή: «έβαλε το πρόγραμμα στο ηλεκτρονικό μαχαίρι κι έκοβε συνέχεια το χαρτί στις διαστάσεις που είχε ορίσει»·
- βγάζω πρόγραμμα, δημιουργώ διάφορες ευχάριστες καταστάσεις προς τέρψιν της ομήγυρης: «ευτυχώς έχουμε τον τάδε, που βγάζει πρόγραμμα κάθε φορά που είναι πεσμένη η παρέα»· βλ. και φρ. κάνω πρόγραμμα·
- είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα, λέγεται για ανεπιθύμητη συνήθως κατάσταση, που, όταν προκύπτει, τη δεχόμαστε αγόγγυστα και κοιτάζουμε να την ξεπεράσουμε ήρεμα: «μπορεί να μη βγάλαμε κέρδος αυτόν το μήνα, αλλά είναι κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, στο καλό κυρά μου, και δε σε κρατώ, γιατί μες στο πρόγραμμά σου ήτανε κι αυτό)·
- εκτός προγράμματος, α. λέγεται για κάτι που δεν περιλαμβάνεται στην αρχική σχεδίαση για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «είχαμε συμφωνήσει με τον τάδε ν’ αναλάβουμε τη δουλειά και την τελευταία στιγμή, εκτός προγράμματος, θέλησε να συμμετάσχει και ο τάδε». β. έκτακτη συμμετοχή, ιδίως καλλιτεχνική: «στο τέλος της εκδήλωσης τραγούδησε, εκτός προγράμματος, ο τάδε τραγουδιστής»·
- έχω πρόγραμμα ή έχω στο πρόγραμμα, έχω την πρόθεση, σκοπεύω: «το βράδυ έχω πρόγραμμα να πάω στα μπουζούκια || το καλοκαίρι έχω πρόγραμμα να περάσω τις διακοπές μου στη Χαλκιδική»·
- έχω το πρόγραμμά μου, α. έχω από την αρχή σχεδιασμένες μια σειρά από ενέργειες για να πετύχω κάποιο στόχο: «να μη στενοχωριέσαι καθόλου για την εξέλιξη της δουλειάς, γιατί έχω το πρόγραμμά μου». β. έχω το σκοπό μου: «πρέπει να τον δω οπωσδήποτε, γιατί έχω το πρόγραμμά μου που θέλω να τον δω»·
- κάνω πρόγραμμα, α. προγραμματίζω: «αν δε μου πεις πρώτα όλα τα δεδομένα της δουλειάς, δεν μπορώ να κάνω πρόγραμμα». β. ρυθμίζω τη νυχτερινή έξοδο της παρέας για διασκέδαση: «όποτε κάνει πρόγραμμα ο τάδε, διασκεδάζουμε με την ψυχή μας»· βλ. και φρ. βγάζω πρόγραμμα·
- με πρόγραμμα, με προγραμματισμό και μέθοδο: «όλα μπορεί να τα πετύχει κανείς στη ζωή του, όταν βαδίζει με πρόγραμμα || έχει μάθει να δουλεύει με πρόγραμμα». (Λαϊκό τραγούδι: στην πλάκα στους Αέρηδες δυο ψευτοντερμπεντέρηδες καρτέρι μ’ έχουν στήσει, με πρόγραμμα και με σκοπό απ’ τα σένα π’ αγαπώ να κόψω αλισβερίσι)·
- τι πρόγραμμα έχεις; ποια είναι η πρόθεσή σου; τι σκοπεύεις να κάνεις(;): «τι πρόγραμμα έχεις για το βράδυ; Θα πάμε ν’ ακούσουμε κανένα μπουζουκάκι; || τι πρόγραμμα έχεις για τον τάδε; Θα του κάνεις εντέλει μήνυση;»·
- το βάζω πρόγραμμα, το θέτω ως κύρια επιδίωξή μου: «φέτος το ’βαλα πρόγραμμα να πάρω το πτυχίο μου»·
- τον βγάζω πρόγραμμα, κοινοποιώ δημόσια τις κακές ιδιότητες ή πράξεις του ή κάποιο μυστικό του, που τον μειώνει και, κατ’ επέκτ., δημιουργώ κατάσταση σε βάρος του που τον μειώνει ή τον γελοιοποιεί: «μόλις μάθει κάτι κακό για κάποιον, του τη στήνει στο μπαράκι και, μόλις παρουσιάζεται, τον βγάζει πρόγραμμα». Από την εικόνα του κονφερασιέ, που παρουσιάζει στο κοινό κάποιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα·
- τον κάνω πρόγραμμα, βλ. συνηθέστ. τον βγάζω πρόγραμμα. - ουσ. [<μτγν. πρόγραμμα], το πρόγραμμα. 1. το σύνολο των εκδηλώσεων που συγκροτούν μια καλλιτεχνική παράσταση, που παρουσιάζεται σε νυχτερινό κέντρο: «το τάδε μαγαζί έχει πάρα πολύ καλό πρόγραμμα και σου συνιστώ να πας να το δεις». 2. έντυπο στο οποίο δίνονται διάφορες πληροφορίες για κάποια θεατρική παράσταση ή άλλη καλλιτεχνική εκδήλωση ή ημερίδα: «απ’ το καλαίσθητο πρόγραμμα που διανεμόταν δωρεάν, μπορούσε να πληροφορηθεί κανείς την υπόθεση του θεατρικού έργου, καθώς και τους συντελεστές της παράστασης». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης