Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- πρόβλημα, το,
- ουσ. [<αρχ. πρόβλημα], το πρόβλημα. Υποκορ. προβληματάκι, το (βλ. λ.)·
- από προβλήματα άλλο τίποτα, υπάρχουν πολλά, διάφορα προβλήματα: «με την αναδουλειά που υπάρχει, από προβλήματα άλλο τίποτα». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα, είναι προσωπική υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «να μη σε νοιάζει πώς θ’ αντιμετωπίσω την κατάσταση, γιατί αυτό είναι δικό μου πρόβλημα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπικό μου πρόβλημα, βλ. φρ. (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα·
- δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «το αν έφυγαν λάθος οι παραγγελίες στην επαρχία, δεν είναι δικό μου πρόβλημα, αλλά του υπεύθυνου για τις παραγγελίες». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «μπορείς να μου πεις πώς θα βρω τόσα λεφτά μέχρι το τέλος του μηνός; -Δεν είναι πρόβλημά μου». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δεν είναι πρόβλημα, βλ. φρ. δεν υπάρχει πρόβλημα·
- δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν υπάρχει λόγος να συζητήσει κανείς κάτι, δεν υπάρχει διαφορά που να αξίζει τον κόπο να συζητηθεί: «δεν υπάρχει πρόβλημα να κάνουμε συζήτηση για τέτοια μικροπράγματα». Συνών. δεν υπάρχει ζήτημα / δεν υπάρχει θέμα·
- δημιουργώ πρόβλημα, ζητώ να συζητηθεί ή να εξεταστεί κάποιο ζήτημα με περισσότερη προσοχή: «επειδή άργησα να πάω το πρωί στο δουλειά, ο προσωπάρχης δημιούργησε πρόβλημα και μ’ ανέφερε στο διευθυντή». Συνών. δημιουργώ ζήτημα / δημιουργώ θέμα·
- δημιουργώ προβλήματα, δημιουργώ διενέξεις, έριδες, έκρυθμες καταστάσεις: «δεν τον ξαναπαίρνω μαζί μου, γιατί, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, δημιουργεί προβλήματα». Συνών. δημιουργώ ζητήματα / δημιουργώ θέματα·
- δικό σου πρόβλημα, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «να παντρευτώ ή να μην παντρευτώ αυτή τη γυναίκα; -Δικό σου πρόβλημα || πού να πάω το καλοκαίρι διακοπές; -Δικό σου πρόβλημα». Συνών. δική σου δουλειά / δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικός σου λογαριασμός· βλ. και φρ. πρόβλημά σου(!)·
- έχει πρόβλημα, α. πρόκειται για προβληματικό άτομο, έχει ψυχολογικά προβλήματα : «μην τον ενοχλείς πολύ, γιατί έχει πρόβλημα και δεν ξέρεις πώς θ’ αντιδράσει». β. (γενικά) έχει δυσκολίες στις σχέσεις του με κάποιον ή κάποιους: «δεν ξέρω τι πρόβλημα έχει μαζί μου και δε μου μιλάει!». (Λαϊκό τραγούδι: πάμε να βρούμε μια γωνιά χωρίς συνθήματα, χρόνια η δική μας η γενιά έχει προβλήματα). γ. (για μηχανές ή μηχανήματα) δεν έχει καλή λειτουργία, είναι προβληματικό: «σου έφερα πίσω την τηλεόραση, γιατί έχει πρόβλημα || παρ’ όλο το σέρβις που έκανα στ’ αυτοκίνητό μου, έχει πάλι πρόβλημα»·
- έχεις πρόβλημα; υπάρχει κάτι που σε ενοχλεί, που δε σου αρέσει(;): «έχεις πρόβλημα με τ’ αυτοκίνητο και δε θέλεις να τ’ αγοράσεις; || τι πρόβλημα έχεις και δε θέλεις να ’ρθεις μαζί μας;»·
- έχω πρόβλημα (με κάτι), υπάρχει σε αυτό κάτι, που δυσκολεύομαι να το αποδεχτώ: «έχω πρόβλημα με την Τρίτη, γιατί είναι γρουσούζα μέρα || έχω πρόβλημα με τον αριθμό 13, γιατί μου φέρνει γρουσουζιά»·
- έχω πρόβλημα (με κάποιον), υπάρχει κάτι σε αυτόν, που δυσκολεύομαι να τον αποδεχτώ: «έχω πρόβλημα με την γκρίνια του, γι’ αυτό και δεν τον κάνω παρέα || έχω πρόβλημα με την τσιγκουνιά του, γι’ αυτό και δεν τον παίρνω μαζί μου στα μπουζούκια»·
- η καρδιά του προβλήματος, βλ. λ. καρδιά·
- καθένας με το πρόβλημά του, α. καθένας θέτει διαφορετικούς στόχους ή έχει διαφορετικές συνήθειες και πεποιθήσεις, άρα αντιμετωπίζει διαφορετικές δυσκολίες: «τόσοι άνθρωποι μέσα στην πόλη μας, καθένας με το πρόβλημά του». β. έκφραση αγανάκτησης στην περίπτωση που κάποιος γίνεται ιδιαίτερα φορτικός, που επιμένει να μας εκθέσει το πρόβλημά του για να τον βοηθήσουμε στη λύση του: «κοίτα να δεις, καθένας με το πρόβλημά του, γι’ αυτό δεν μπορώ να ασχοληθώ περισσότερο με την περίπτωση σου». γ. έκφραση που δηλώνει ότι το άτομο ή το σύνολο των ατόμων στο οποίο αναφερόμαστε, είναι προβληματικά, παρουσιάζουν συμπεριφορά που θέτει δυσκολίες στους άλλους: «από την πρώτη μέρα που πάτησα στο πανεπιστήμιο, κατάλαβα ότι οι συμφοιτητές μου ήταν καθένας με το πρόβλημά του, γι’ αυτό πέρασε καιρός για να επιλέξω τους φίλους μου»· βλ. και φρ. καθένας με τον καημό του, λ. καημός·
- κανένα πρόβλημα, α. όλα είναι εύκολα ή λειτουργούν στην εντέλεια, δεν υπάρχει καμιά δυσκολία: «πώς πάει η δουλειά; -Κανένα πρόβλημα». β. δε με πειράζει, δεν έχω αντίρρηση: «θα σε πείραζε αν ερχόταν μαζί μας κι ο τάδε; -Κανένα πρόβλημα»·
- λύνω το πρόβλημα της ζωής μου, κερδίζω πολλά χρήματα, ιδίως από λαχείο ή κληρονομιά ή τακτοποιούμαι απόλυτα από τον πετυχημένο γάμο που έκανα: «του ’πεσε ο πρώτος αριθμός κι έλυσε το πρόβλημα της ζωής του || παντρεύτηκε την κόρη του τάδε εφοπλιστή κι έλυσε το πρόβλημα της ζωής του»·
- μη δημιουργείς πρόβλημα, μην προκαλείς διένεξη, μη δίνεις συνέχεια σε κάτι δυσάρεστο: «μη δημιουργείς πρόβλημα, επειδή πάνω στο θυμό του είπε και μια κουβέντα παραπάνω». Συνών. μη δημιουργείς ζήτημα / μη δημιουργείς θέμα·
- ουδέν πρόβλημα, βλ. φρ. κανένα πρόβλημα·
- ποιο είναι το πρόβλημά σου! έκφραση που απευθύνεται σε άτομο που διστάζει να ενεργήσει ή να εκφραστεί: «ποιο είναι το πρόβλημά σου και δεν μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά! || ποιο είναι το πρόβλημά σου και δε μας λες την αλήθεια!»·
- πρόβλημά σου! αυτό για το οποίο γίνεται λόγος ή αυτό που προέκυψε ή πρόκειται να προκύψει, πρέπει να απασχολεί εσένα και όχι εμένα και, κατ’ επέκτ., δηλώνει αδιαφορία: «πώς θα τον καταφέρω να με βοηθήσει; -Πρόβλημά σου! || πώς θα καλύψω την επιταγή; -Πρόβλημά σου!»·
- προσωπικό σου πρόβλημα, βλ. φρ. δικό σου πρόβλημα. - ουσ. [<αρχ. πρόβλημα], το πρόβλημα. Υποκορ. προβληματάκι, το (βλ. λ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης