Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- πού,
- επίρρ. ερωτημ. [<αρχ. ποῦ]. 1. σε ποιο μέρος(;): «πού μένεις; || πού πας;». 2. πώς, με ποιο τρόπο(;): «πού να το ήξερα ότι δεν θα ερχόσουν;». (Ακολουθούν 121 φρ.)·
- αλλά πού! έκφραση με την οποία αναιρούμε αυτό που είπαμε αμέσως προηγουμένως για κάποιον ή για κάτι: «είπε πως θα κόψει το τσιγάρο, αλλά πού! || στην κοινωνία οι άνθρωποι πρέπει να αλληλοϋποστηρίζονται, αλλά πού!»·
- από πού κι ως πού; έκφραση με την οποία θεωρούμε ότι η πρόθεση ή η ενέργεια κάποιου δεν έχει καμιά λογική εξήγηση, καμιά λογική βάση, με ποιο σκεπτικό; με ποια λογική(;): «από πού κι ως πού θέλει ν’ αναλάβει τη διεύθυνση του εργοστασίου ένας ξένος άνθρωπος; || από πού κι ως πού έχεις τέτοιες απαιτήσεις;»·
- αυτό πάλι πού το βάζεις; βλ. λ. αυτός·
- αυτό πάλι πού το πας; βλ. λ. αυτός·
- για πού; βλ. φρ. για πού το ’βαλες(;). (Παιδικό τραγούδι: στο δρόμο που επήγαινε βλέπει μι’ αλεπού, γάιδαρε, τον ρώτησε, για πού, για πού, για πού)·
- για πού κουρντίστηκες; βλ. λ. κουρντίζομαι·
- για πού το ’βαλες; ή για πού το βάλαμε; α. πού πας; πού πηγαίνεις(;): «για πού το ’βαλες έτσι βιαστικά;». β. λέγεται και μα απαγορευτική διάθεση: «για πού το βάλαμε, δε βλέπεις ότι έχουμε δουλειά;». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- δεν ήξερε από πού να φύγει, βλ. λ. φεύγω·
- δεν κατάλαβε από πού του ήρθε, βλ. λ. ήρθα·
- και πού ’σαι ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- κάλλιο να το, παρά πού ’ν’ το, βλ. λ. κάλλιο·
- όποιος δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει, βλ. λ. λάσπη·
- πού ακούστηκε αυτό! βλ. λ. αυτός·
- πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πού αλλού; βλ. λ. αλλού·
- πού αλλού, βλ. λ. αλλού·
- πού αρμενίζει ο νους σου; βλ. λ. νους·
- πού αρμενίζει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού βόσκει ο νους σου; βλ. λ. νους·
- πού βόσκει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού βόσκεις; βλ. λ. βόσκω·
- πού γίνεται η δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- πού είσαι, μάνα μου, να δεις το γιο σου! βλ. λ. γιος·
- πού είσαι μάνα να με δεις! βλ. λ. μάνα·
- πού είχες τα γκαβά σου; ή πού τα ’χες τα γκαβά σου; βλ. λ. γκαβά·
- πού είχες τα στραβά σου; ή πού τα ’χες τα στραβά σου; βλ. λ. στραβά·
- πού έχεις το μυαλό σου; ή πού το ’χεις το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού έχεις το νου σου; ή πού τον έχεις το νου σου; βλ. λ. νους·
- πού ζεις; βλ. λ. ζω·
- πού θα βγει; βλ. λ. βγαίνω·
- πού θα μας βγάλει ή πού θα με βγάλει, βλ. λ. βγάζω·
- πού θα μου πάει! βλ. λ. πάει·
- πού θα μου πάς! ή πού θα πας! βλ. λ. πάω·
- πού θα πάει! βλ. λ. πάει·
- πού θα πάει; βλ. λ. πάει·
- πού θα πάει αυτή η βιόλα; βλ. λ. βιόλα1·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- πού θα πάει αυτή η κατάσταση; βλ. λ. κατάσταση·
- πού θα πάει αυτό το βιολί; βλ. λ. βιολί·
- πού θα πάει αυτός ο χαβάς; βλ. λ. χαβάς·
- πού θα πάει η βαλίτσα; βλ. λ. βαλίτσα·
- πού κάθεται; βλ. λ. κάθομαι·
- πού καιρός για…, βλ. λ. καιρός·
- πού λεφτά για…, βλ. λ. λεφτά·
- πού με βρήκες, πού σε βρήκα! βλ. λ. βρίσκω·
- πού με ξέρεις, πού σε ξέρω ή πού σε ξέρω, πού με ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- πού με τρέχεις; βλ. λ. τρέχω·
- πού μυαλό! βλ. λ. μυαλό·
- πού μυαλό για…, βλ. λ. μυαλό·
- πού να … (ακολουθεί ρ.), δηλώνει βαριεστημάρα, δυσαρέσκεια ή δυσφορία να κάνει κανείς αυτό που δηλώνει το ρ.: «πού να δουλεύω τώρα για είκοσι ευρώ μεροκάματο! || πού να τρέχω να τον βρω μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα!»·
- πού να βάλει μυαλό! βλ. λ. μυαλό·
- πού να βρεις άκρη! βλ. λ. άκρη·
- πού να κλείσω μάτι! βλ. λ. μάτι·
- πού να σου λέω! ή πού να στα λέω! έκφραση με την οποία προετοιμάζουμε τον συνομιλητή μας πως θα του πούμε κάτι πολύ ενδιαφέρον, πολύ εντυπωσιακό ή συναρπαστικό: «έγινε μεγάλη φασαρία χτες βράδυ στο καφενείο; -Πού να στα λέω! || περάσατε καλά στην εκδρομή σας; -Πού να σου λέω!»·
- πού ξανακούστηκε; βλ. λ. ξανακούγομαι·
- πού ξέρεις! α. δηλώνει άγνοια: «θα ’ρθει ο τάδε; -Πού ξέρεις!». β. δηλώνει και μια στάση αισιοδοξίας: «ε ρε και να μας τύχει και μας το λαχείο! -Πού ξέρεις!»·
- πού παράτησες το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού πας ξεβράκωτος στ’ αγγούρια! βλ. λ. αγγούρι·
- πού πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! βλ. λ. αγκάθι·
- πού πας ξυπόλυτος στα κάρβουνα! βλ. λ. κάρβουνο·
- πού πετάει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού ’σαι! προσφώνηση σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πού ’σαι, μου φέρνεις ένα ποτήρι νερό!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ψιτ·
- πού σε βρήκα! βλ. λ. βρίσκω·
- πού σε είδα, πού σε ξέρω ή πού σε ξέρω, πού σε είδα, βλ. λ. είδα·
- πού σε πονεί και πού σε κόφτει! βλ. λ. πονώ·
- πού σε πονεί και πού σε σφάζει! βλ. λ. πονώ·
- πού στ’ ανάθεμα είναι! βλ. λ. ανάθεμα·
- πού στ’ ανάθεμα ήσουν! βλ. λ. ανάθεμα·
- πού στ’ ανάθεμα πήγε! βλ. λ. ανάθεμα·
- πού στ’ ανάθεμα πήγες! βλ. λ. ανάθεμα·
- πού στα κομμάτια είναι! βλ. λ. κομμάτι·
- πού στα κομμάτια ήσουν! βλ. λ. κομμάτι·
- πού στα κομμάτια πήγε! βλ. λ. κομμάτι·
- πού στα κομμάτια πήγες! βλ. λ. κομμάτι·
- πού στα τσακίδια είναι! βλ. λ. τσακίδια·
- πού στα τσακίδια ήσουν! βλ. λ. τσακίδια·
- πού στα τσακίδια πήγε! βλ. λ. τσακίδια·
- πού στα τσακίδια πήγες! βλ. λ. τσακίδια·
- πού στην ευχή είναι! βλ. λ. ευχή·
- πού στην ευχή ήσουν! βλ. λ. ευχή·
- πού στην ευχή πήγε! βλ. λ. ευχή·
- πού στην ευχή πήγες! βλ. λ. ευχή·
- πού στην οργή είναι! βλ. λ. οργή·
- πού στην οργή ήσουν! βλ. λ. οργή·
- πού στην οργή πήγε! βλ. λ. οργή·
- πού στην οργή πήγες! βλ. λ. οργή·
- πού στο δαίμονα είναι! βλ. λ. δαίμονας·
- πού στο δαίμονα ήσουν! βλ. λ. δαίμονας·
- πού στο δαίμονα πήγε! βλ. λ. δαίμονας·
- πού στο δαίμονα πήγες! βλ. λ. δαίμονας·
- πού στο διάβολο είναι! βλ. λ. διάβολος·
- πού στο διάβολο ήσουν! βλ. λ. διάβολος·
- πού στο διάβολο πήγε! βλ. λ. διάβολος·
- πού στο διάβολο πήγες! βλ. λ. διάβολος·
- πού στο καλό είναι! βλ. λ. καλός·
- πού στο καλό ήσουν! βλ. λ. καλός·
- πού στο καλό πήγε! βλ. λ. καλός·
- πού στο καλό πήγες! βλ. λ. καλός·
- πού στον κόρακα είναι! βλ. λ. κόρακας·
- πού στον κόρακα ήσουν! βλ. λ. κόρακας·
- πού στον κόρακα πήγε! βλ. λ. κόρακας·
- πού στον κόρακα πήγες! βλ. λ. κόρακας·
- πού τα πουλάς αυτά; βλ. φρ. σε ποιον τα πουλάς αυτά; λ. ποιος·
- πού ταξιδεύει ο νους σου; βλ. λ. νους·
- πού ταξιδεύει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού τέτοια τύχη! βλ. λ. τύχη·
- πού τέτοια χαρά! βλ. λ. χαρά·
- πού τέτοιο πράγμα! ή πού τέτοια πράγματα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πού την πας τη δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- πού το βρήκες αυτό γραμμένο; ή πού το ’δες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πού το γράφει αυτό; βλ. λ. αυτός·
- πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
- πού το παίζει αυτό το έργο; βλ. λ. έργο·
- πού το πας; τι επιδιώκεις, ποιος είναι ο απώτερος σκοπός σου(;). (Λαϊκό τραγούδι: πού το πας, πού το πας, γιατί δε μ’ αγαπάς, πέσ’ μου τι θέλεις τι ζητάς). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά τώρα και άλλες φορές ακολουθεί το τώρα·
- πού το ’χες το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού τον είχες το νου σου; βλ. λ. νους·
- πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, βλ. λ. βρίσκω·
- πού τον ψώνισες; βλ. φρ. ψωνίζω·
- πού τρέχει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού τρέχεις; βλ. λ. τρέχω·
- πού χαζεύεις; βλ. λ. χαζεύω·
- πού χρόνος για…, βλ. λ. χρόνος·
- πώς και πού, βλ. λ. πώς. - επίρρ. ερωτημ. [<αρχ. ποῦ]. 1. σε ποιο μέρος(;): «πού μένεις; || πού πας;». 2. πώς, με ποιο τρόπο(;): «πού να το ήξερα ότι δεν θα ερχόσουν;». (Ακολουθούν 121 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης