Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- πόλεμος, ο,
- ουσ. [<αρχ. πόλεμος], ο πόλεμος. 1. η περίοδος που διαρκεί η εμπόλεμη κατάσταση: «γεννήθηκε στον πόλεμο». 2. η συντονισμένη προσπάθεια εναντίον κάποιου ή ενάντια σε κάτι: «η εφορία εξαπέλυσε πόλεμο κατά των φοροφυγάδων || η κυβέρνηση εξαπέλυσε πόλεμο κατά των ναρκωτικών || ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας θα ενταθεί, δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος». 3. έντονη λεκτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «ο πόλεμος ύβρεων μεταξύ των διαφωνούντων ανάγκασε τον πρόεδρο να διακόψει τη συνεδρίαση». (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- ακήρυχτος πόλεμος, α. εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ δυο κρατών που δεν έχει αναγγελθεί, κηρυχθεί επίσημα: «τα δυο κράτη ταλανίζονταν χρόνια από τον ακήρυχτο πόλεμο, που είχε ξεσπάσει ανάμεσά τους». β. εχθρικές και ύπουλες ενέργειες που έχουν σκοπό να βλάψουν κάποιον: «μεταξύ των δυο οικογενειών έχει ξεσπάσει ένας ακήρυχτος πόλεμος για τα περιουσιακά»·
- άναψε ο πόλεμος, γενικεύτηκε, πήρε μεγάλες διαστάσεις, έφτασε σε μεγάλη ένταση: «μόλις μπήκε η άνοιξη άναψε ο πόλεμος»·
- ανοίγω πόλεμο (σε κάποιον), βρίσκομαι σε συνεχή προσπάθεια για την εξουδετέρωση κάποιου: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως ο τάδε τον κατηγόρησε, του άνοιξε πόλεμο και δε θα ησυχάσει, αν δεν τον διώξει απ’ τη δουλειά του»·
- βρόμικος πόλεμος, η χρησιμοποίηση αθέμιτων ή απάνθρωπων μέσων για την εξουδετέρωση κάποιου: «δε θα πετύχεις τίποτα με το βρόμικο πόλεμο, γιατί ο άνθρωπος είναι εγνωσμένης αξίας || ο βρόμικος πόλεμος του Βιετνάμ || ο βρόμικος πόλεμος του Ιράκ»·
- έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, έγινε μεγάλη φασαρία, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «κάποιος πέταξε ένα υπονοούμενο κι όταν αρπάχτηκαν οι δυο παρέες στα χέρια, έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος μέσα στο μαγαζί». Αναφορά στο καταστροφικότατο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνών. έγινε αμέρικαν μπαρ / έγινε Βιετνάμ / έγινε Δευτέρα Παρουσία / έγινε η σφαγή των Αρμενίων / έγινε Λίβανος / έγινε ο χαμός του Δράμαλη / έγινε Τέξας / έγινε της Κορέας·
- έχουμε πόλεμο, βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση ή βρισκόμαστε σε έντονη αντιπαράθεση με κάποιον ή κάποιους: «όλοι οι νέοι τρέχουν να καταταγούν στο στρατό, γιατί έχουμε πόλεμο || με τον τάδε έχουμε πόλεμο, γιατί φερόμαστε και οι δυο ως κάτοχοι του ιδίου οικοπέδου»· βλ. και φρ. κάνουμε πόλεμο·
- ήχησαν τα τύμπανα του πολέμου, βλ. λ. τύμπανο·
- θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα της οικογένειας μου στο στόμα σου, θα γίνει δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος». Συνών. θα γίνει αμέρικαν μπαρ / θα γίνει Βιετνάμ / θα γίνει Δευτέρα Παρουσία / θα γίνει η σφαγή των Αρμενίων / θα γίνει Λίβανος / θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη / θα γίνει Τέξας / θα γίνει της Κορέας. Ακούγεται και Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος·
- ιερός πόλεμος, ο πόλεμος που γίνεται εναντίον των απίστων στο όνομα του Θεού και με την ευλογία του Θεού: «οι Παλαιστίνιοι απειλούν το Ισραήλ με ιερό πόλεμο || οι Ιρακινοί κήρυξαν ιερό πόλεμο κατά των Άγγλων και των Αμερικάνων κατακτητών»·
- κάνουμε πόλεμο, βρισκόμαστε σε έντονο συναγωνισμό, σε έντονη άμιλλα: «κάνουμε πόλεμο μεταξύ μας για το ποιος θα παραδώσει την ποιο τέλεια δουλειά»· βλ. και φρ. έχουμε πόλεμο·
- κάνω πόλεμο, πολεμώ εναντίον κάποιου: «η Τουρκία ήθελε να κάνει πόλεμο με την Ελλάδα». (Δημοτικό τραγούδι: μήνα σε γάμο ρίχνονται (ενν. οι ντουφεκιές) μήνα σε χαροκόπι; Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι. Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια) ·
- μη πόλεμος! προτροπή σε κάποιους που φιλονικούν να μονοιάσουν: «αμάν, ρε παιδιά, εσείς είστε φίλοι, μη πόλεμος!». Αναφορά στη χαρακτηριστική φρ. του Αντρέα Παπανδρέου·
- μου κάνει ψυχρό πόλεμο, κρατάει απέναντί μου μια συγκαλυμμένη εχθρική στάση και χρησιμοποιεί όλα τα δυνατά μέσα να με εξουδετερώσει ή να κάμψει σταδιακά το ηθικό μου, χωρίς να έρχεται σε άμεση αντιπαράθεση ή σύγκρουση μαζί μου: «απ’ τη μέρα που πήρα προαγωγή, μου κάνει ψυχρό πόλεμο, γιατί θεωρούσε τη θέση αυτή δική του»·
- ο πόλεμος της αφίσας, βλ. λ. αφίσα·
- ο πόλεμος της μαρκίζας, βλ. λ. μαρκίζα·
- παίζω πόλεμο (με κάποιον), έρχομαι σε σύγκρουση με κάποιον, ανοίγουμε διαμάχη ή πιανόμαστε στα χέρια: «αν τολμήσει να πει έστω και μια κουβέντα, θα παίξουμε πόλεμο». Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι του πετροπόλεμου·
- πήρε τον πόλεμο, νίκησε: «αν και ο εχθρός υπερτερούσε σε δυνάμεις, ο στρατός μας πήρε τον πόλεμο». (Λαϊκό τραγούδι: μου κέρδισες τη μάχη μου πήρες και τον πόλεμο μ’ αυτό το λάγνο βλέμμα σου το καθαρόαιμο)·
- πόλεμος εντυπώσεων, αντιπαράθεση δυο ατόμων ή δυο ομάδων με μόνο σκοπό τον εντυπωσιασμό της κοινής γνώμης: «κυβέρνηση και αντιπολίτευση έχουν επιδοθεί σ’ έναν πόλεμο εντυπώσεων λόγω των επικείμενων εκλογών»·
- πόλεμος λάσπης, προσπάθεια σπίλωσης ατόμου με αισχρές συκοφαντίες: «επειδή ορισμένοι δε θέλουν ν’ ανέβει ο τάδε στην ιεραρχία του κόμματος, έχουν εξαπολύσει εναντίον του πόλεμο λάσπης»·
- πόλεμος νεύρων, συνεχής προσπάθεια με τη χρήση διαφόρων ψυχολογικών μεθόδων για την κάμψη του ηθικού κάποιου: «στο τέλος απέδωσε ο πόλεμος νεύρων εναντίον του, γιατί ο τάδε, μη αντέχοντας άλλο, υπέβαλε την παραίτησή του»·
- πόλεμος χαρακωμάτων, α. που διεξάγεται μέσα από τα χαρακώματα: «ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίστηκε πόλεμος χαρακωμάτων». β. αντιπαράθεση μεταξύ δυο ατόμων ή δυο ομάδων, χωρίς άμεση ρήξη, όπου επιδιώκεται η σταδιακή φθορά του αντιπάλου: «η αντιπολίτευση έχει επιδοθεί σ’ ένα πόλεμο χαρακωμάτων, προσπαθώντας να φέρει την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση»·
- πρώτος πόλεμος ή δεύτερος πόλεμος, για συντομία, η διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου ή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου: «στον πρώτο πόλεμο ήμουν δέκα πέντε χρονών και θυμάμαι πολλά γεγονότα || ο δεύτερος πόλεμος, όπως και ο πρώτος, προκλήθηκε απ’ τη Γερμανία»·
- του κάνει πόλεμο λάσπης, προσπαθεί να σπιλώσει άτομο για το οποίο γίνεται λόγος με αισχρές συκοφαντίες: «επειδή έχουν παλιές διαφορές, του κάνει πόλεμο λάσπης για να τον εκθέσει»·
- του κάνω πόλεμο, διάκειμαι εχθρικά απέναντί του και προσπαθώ να του κάνω κακό: «όποτε βρω ευκαιρία, του κάνω πόλεμο αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι μεγάλος παλιάνθρωπος»·
- του κάνω πόλεμο νεύρων, με συνεχή χρήση διάφορων ψυχολογικών μεθόδων προσπαθώ να κάμψω το ηθικό του: «αν εξακολουθήσεις να του κάνεις πόλεμο νεύρων, στο τέλος θα υποκύψει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε θα ’ρθω πάλι να στα ψάλλω, ίσως μυαλό λιγάκι να σου βάλω, τον πόλεμο των νεύρων που μου κάνεις,εσύ μικρή μου πρώτη θ’ αποκάνεις)·
- χάνω τον πόλεμο, α. νικιέμαι: «ευτυχώς που η ναζιστική Γερμανία έχασε τον πόλεμο». (Τραγούδι: στρατιώτη, αν θες τη μάχη μα κερδίσεις, μια κοπελίτσα κοίτα ν’ αγαπήσεις, όποιος το γυρισμό σκοπό δεν κάνει, στρατιώτη μου, τον πόλεμο τον χάνει).β. χάνω κάποια υπόθεση: «όταν η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, έχασα τον πόλεμο κι αναγκάστηκα να τον αποζημιώσω»·
- ψυχρός πόλεμος, σύγκρουση που δεν εκδηλώνεται καθαρά, αλλά υποφώσκει, εχθρική στάση που χρησιμοποιεί όλα τα δυνατά μέσα, για να πραγματοποιήσει την εξουδετέρωση του αντιπάλου, ιδίως για να κάμψει σταδιακά το ηθικό του, χωρίς να χρησιμοποιεί ένοπλη βία: «μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ακολούθησε μεγάλη περίοδος ψυχρού πολέμου ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις». - ουσ. [<αρχ. πόλεμος], ο πόλεμος. 1. η περίοδος που διαρκεί η εμπόλεμη κατάσταση: «γεννήθηκε στον πόλεμο». 2. η συντονισμένη προσπάθεια εναντίον κάποιου ή ενάντια σε κάτι: «η εφορία εξαπέλυσε πόλεμο κατά των φοροφυγάδων || η κυβέρνηση εξαπέλυσε πόλεμο κατά των ναρκωτικών || ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας θα ενταθεί, δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος». 3. έντονη λεκτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «ο πόλεμος ύβρεων μεταξύ των διαφωνούντων ανάγκασε τον πρόεδρο να διακόψει τη συνεδρίαση». (Ακολουθούν 27 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης