Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- πιάτο, το,
- ουσ. [<ιταλ. piatto <λατιν. σπάν. platus <ελλ. πλατύς], το πιάτο. 1. η ποσότητα τροφής, που περιέχεται σε ένα πιάτο: «του πρόσφερα ένα πιάτο φασουλάδα και το ’φαγε όλο || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που έφαγα δυο πιάτα». 2. τοποθεσία σε πλατιά και ανοιχτή έκταση, που τη βλέπει κανείς από υψόμετρο: «αν ανεβείς στα κάστρα, έχεις πιάτο μπροστά σου τη Θεσσαλονίκη». 3. ειδική μεταλλική επιφάνεια που χρησιμοποιείται στις ρόδες του αυτοκινήτου για να καλύπτει το μέρος εκείνο όπου υπάρχουν τα μπουλόνια: «σε μια απότομη στροφή μου ’φυγε το πιάτο του πίσω δεξιού τροχού». 4α. στον πλ. τα πιάτα, οι κεραίες της δορυφορικής τηλεόρασης: «στις πλούσιες βίλες του Πανοράματος βλέπει κανείς συχνά πυκνά τα πιάτα της δορυφορικής τηλεόρασης». β. μουσικά κρουστά εξαρτήματα των ντραμς: «τα πιάτα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ντραμς». Υποκορ. πιατάκι, το. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- βγάζω πιάτο, προσφέρω στους καλεσμένους μου πιάτο με ποικιλία κρύων φαγητών: «μαζευτήκαμε μερικοί φίλοι στο σπίτι μου κι η γυναίκα μου έβγαλε πιάτο με διάφορα τυριά, κασέρια και σαλάμια»·
- για ένα πιάτο φαΐ, βλ. συνηθέστ. για ένα πιάτο φακή·
- για ένα πιάτο φακή (αντί πινακίου φακής), βλ. λ. φακή·
- δεύτερο πιάτο, βλ. λ. το κυρίως πιάτο·
- έγλειψα το πιάτο μου, έφαγα όλο το φαγητό μου είτε γιατί ήταν πολύ νόστιμο είτε γιατί πεινούσα πολύ: «είχα τέτοια πείνα, που έγλειψα το πιάτο μου || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που έγλειψα το πιάτο μου». Από την εικόνα του ατόμου που για έναν από τους δυο παραπάνω λόγους με μια βούκα ψωμιού, ιδίως ψίχας, σκουπίζει προσεκτικά ό,τι τυχόν έμεινε από το φαγητό στο πιάτο του, ενώ, όταν το άτομο αυτό είναι μικρό παιδί, το γλείφει κυριολεκτικά με τη γλώσσα του·
- ένα πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, δηλώνει μεγάλη φτώχεια ή έντονη δίαιτα, δηλ. το άτομο έχει τη δυνατότητα να φάει μόνο μια φορά την ημέρα. Το βάλ’ το θέλει να δηλώσει μέρος του σώματος (πλευρά, χέρια, πόδια, πρόσωπο, κ.λπ.) με την έννοια τι θα πρωτοπρολάβει να θρέψει τόσο λίγο φαγητό·
- ζητώ (και) δεύτερο πιάτο, ζητώ επιπλέον φαγητό από αυτό που μου έδωσαν: «ήταν τόσο νόστιμος ο μουσακάς, που ζήτησα και δεύτερο πιάτο»·
- ζητώ κι άλλο πιάτο, βλ. φρ. ζητώ (και) δεύτερο πιάτο·
- η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, βλ. λ. εκδίκηση·
- θέλει μουνί, το θέλει και στο πιάτο, βλ. λ. μουνί·
- θέλει το φαΐ στο πιάτο, βλ. φρ. τα θέλει όλα στο πιάτο·
- θέλω να φάω και το πιάτο, λέγεται για φαγητό που είναι πολύ νόστιμο, που μου αρέσει πάρα πολύ: «κάθε φορά που τρώω μουσακά, θέλω να φάω και το πιάτο»·
- κάνει τα πιάτα να τρίζουν, (για υγρά καθαρισμού πιάτων) τα καθαρίζει στην εντέλεια: «βγήκε ένα καινούριο υγρό καθαρισμού, που κάνει τα πιάτα να τρίζουν». Από διαφημιστικό σλόγκαν·
- κρύο πιάτο, ποικιλία από φαγητά που σερβίρονται κρύα (τυριά, κασέρια, σαλάμια κ.ά): «μαζί με τα ουισκάκια μας παραγγείλαμε κι ένα κρύο πιάτο»·
- πρώτο πιάτο, το φαγητό που σερβίρεται σε ένα γεύμα πριν από το κυρίως πιάτο, δηλ. σούπα ή διάφορα ορεκτικά: «τι περιείχε το πρώτο πιάτο;»·
- σπάω πιάτα, διασκεδάζω έντονα σε μπουζουκτσίδικο σπάζοντας πιάτα στην πίστα: «πάμε το Σάββατο να σπάσουμε πιάτα;». Από τη συνήθεια που επικρατεί σε λαϊκά κυρίως μαγαζιά, τα σκυλάδικα, οι θαμώνες να σπάνε πιάτα ως ένδειξη κεφιού ή θαυμασμού προς τον τραγουδιστή ή την τραγουδίστρια·
- τα βρίσκει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα βρίσκει, τα βρίσκει όλα έτοιμα από τους άλλους, χωρίς να καταβάλει τον παραμικρό κόπο ή προσπάθεια, και, κατ’ επέκτ., είναι πολύ χαϊδεμένος από κάποιους: «είναι μοναχογιός και τα βρίσκει όλα στο πιάτο || ώρες ώρες, μου ’ρχεται να τον σπάσω στο ξύλο, γιατί, όλα στο πιάτο τα βρίσκει και παραπονιέται κι από πάνω»·
- τα θέλει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα θέλει, τα θέλει όλα έτοιμα χωρίς να καταβάλει τον παραμικρό κόπο ή την παραμικρή προσπάθεια, και, κατ’ επέκτ., είναι ανίκανος, ιδίως τεμπέλης: «έχει αρχίσει να μου σπάει τα νεύρα αυτός ο άνθρωπος, γιατί όλη τη μέρα κάθεται και τα θέλει όλα στο πιάτο || είναι τόσο τεμπέλης άνθρωπος, που όλα στο πιάτο τα θέλει»·
- τα κάνω πιάτα (ενν. τα λεφτά μου), (ειρωνικά ή επιτιμητικά) τα ξοδεύω ασυλλόγιστα σπάζοντας πιάτα στα μπουζούκια: «πώς να μην πέσει έξω, αφού όλα του τα λεφτά τα κάνει πιάτα»·
- το κυρίως πιάτο, α. το κυρίως φαγητό από το οποίο αποτελείται ένα γεύμα: «το κυρίως πιάτο, που μας σερβίρισε, ήταν κρέας με μελιτζάνες». β. το κυρίως, το πιο ενδιαφέρον και ουσιαστικό σημείο μιας υπόθεσης, μιας συνομιλίας: «δε συμφωνήσαμε, γιατί, μόλις φτάσαμε στο κυρίως πιάτο της κουβέντας μας, τον ειδοποίησαν πως τράκαρε ο γιος του, κι έφυγε σαν παλαβός»·
- το πιάτο της ημέρας, συγκεκριμένο φαγητό που σερβίρεται σε ένα εστιατόριο εκτός από το άλλο μενού: «σήμερα το πιάτο της ημέρας αποτελείται από λαγό στιφάδο, σαλάτα, φρούτο εποχής ή γλυκό»·
- του ’δωσε το γκολ στο πιάτο, βλ. λ. γκολ·
- του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο, έκφραση που δηλώνει πως, όποιος έχει τις παραπάνω δραστηριότητες, συνήθως είναι χωρίς χρήματα, περνάει φτωχικά. - ουσ. [<ιταλ. piatto <λατιν. σπάν. platus <ελλ. πλατύς], το πιάτο. 1. η ποσότητα τροφής, που περιέχεται σε ένα πιάτο: «του πρόσφερα ένα πιάτο φασουλάδα και το ’φαγε όλο || ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό, που έφαγα δυο πιάτα». 2. τοποθεσία σε πλατιά και ανοιχτή έκταση, που τη βλέπει κανείς από υψόμετρο: «αν ανεβείς στα κάστρα, έχεις πιάτο μπροστά σου τη Θεσσαλονίκη». 3. ειδική μεταλλική επιφάνεια που χρησιμοποιείται στις ρόδες του αυτοκινήτου για να καλύπτει το μέρος εκείνο όπου υπάρχουν τα μπουλόνια: «σε μια απότομη στροφή μου ’φυγε το πιάτο του πίσω δεξιού τροχού». 4α. στον πλ. τα πιάτα, οι κεραίες της δορυφορικής τηλεόρασης: «στις πλούσιες βίλες του Πανοράματος βλέπει κανείς συχνά πυκνά τα πιάτα της δορυφορικής τηλεόρασης». β. μουσικά κρουστά εξαρτήματα των ντραμς: «τα πιάτα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ντραμς». Υποκορ. πιατάκι, το. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης