Νέα ελληνική
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας
Εισαγωγή
Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.
Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.
Περιεχόμενα
Αναζήτηση
- πέφτω,
- ρ. [<μσν. πέφτω <αρχ. πίπτω], πέφτω. 1. ξαπλώνω για να ξεκουραστώ, ιδίως για να κοιμηθώ: «κάν’ τε ησυχία, γιατί ο παππούς έπεσε λιγάκι». (Λαϊκό τραγούδι: μια και ανταμωθήκαμε κερνάω μια μισάδα κι όταν θα πάει δύο, πέφτουμε στρωματσάδα). 2. χάνω την καλή ψυχική μου διάθεση, δεν έχω όρεξη για κάτι, δεν έχω κέφι: «όταν πέφτει αυτός ο άνθρωπος, είναι για να τον κλαιν’ κι οι ρέγκες». 3. ανατρέπομαι, χάνω τη θέση μου ή την ισχύ μου: «έπεσε η κυβέρνηση». 4. εξασθενώ: «έπεσε πολύ μετά την τελευταία του αρρώστια». 5. καταντώ, ξεπέφτω: «πώς έπεσες έτσι, μωρέ παιδάκι μου!». (Λαϊκό τραγούδι: κι εκείνο επαράκουσε επήγε και ξεστράτισε, μια πέρδικα ορέχτη, σε ρούγα πάει και πέφτει. Ένας αϊτός γκρεμίστηκε και το βουνό εσείστηκε). 6. καταστρέφομαι οικονομικά: «απ’ τη μέρα που έπεσε, έχασε και τους φίλους που είχε». 7. ξεγελιέμαι ή πείθομαι από κάποιον να κάνω αυτό που επιθυμεί, αυτό που θέλει για προσωπικό του συμφέρον, για προσωπικό του όφελος: «τον είχε από κοντά όλο τ’ απόγευμα και προσπαθούσε να τον πείσει να ρίξει λεφτά στη δουλειά του, αλλά ο δικός σου δεν έπεσε». 8. σκοτώνομαι, ιδίως με θάνατο που γίνεται στο όνομα κάποιας ιδέας, θυσιάζομαι: «έπεσε ηρωικά υπέρ της ελευθερίας της πατρίδας του». 9. (για ενέργειες) λιγοστεύω, εξασθενίζω: «έπεσε η μπαταρία». 10. τυχαίνω, βρίσκομαι στη δικαιοδοσία ή περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου: «ήταν φαίνεται γραφτό μου να πέσω σε τέτοιο γραφειοκράτη και να μου βγάλει το λάδι, μέχρι να δώσει την υπογραφή του || έπεσες σε καλά χέρια από την πρώτη μέρα που έπιασες δουλειά, γι’ αυτό δεν ξέρεις τι θα πει εκμετάλλευση!». 11. προϋποθέτω, παρουσιάζομαι ξαφνικά, ενσκήπτω: «αν δε πέσει διάβασμα, δεν πρόκειται να την περάσεις την τάξη || για να χάσω αυτά τα δέκα κιλά, έπεσε πολλή πείνα || πρόσεξε την υγεία σου, γιατί έχει πέσει επιδημία φυματίωσης». 12. συμπίπτει κάτι χρονικά μ’ ένα άλλο γεγονός, τυχαίνει την τάδε ημερομηνία: «πότε πέφτει το Πάσχα φέτος; || τα γενέθλιά μου πέφτουν τη μέρα της γιορτής της κι έτσι κάνουμε μια γιορτή». 13. (και για τα δυο φύλα) ενδίδω στις ερωτικές προτάσεις κάποιου και συνάπτω ερωτικό δεσμό μαζί του: «επειδή είναι όμορφο παλικάρι έχει πάρει ψηλά τον αμανέ και δεν πέφτει εύκολα || την κυνηγούσα δυο μήνες, ώσπου στο τέλος έπεσε». (Λαϊκό τραγούδι: στο ξαναλέω, μην επιμένεις και δε θα πέσω,με συγχωρείτε, δε θα μπορέσω). 14. προστακτ. πέσε, δώσε μου τα λεφτά, πλήρωσε: «τώρα που σου τέλειωσα τη δουλειά, πέσε». Συνοδεύεται με πρόταση του χεριού προς το συνομιλητή μας και με ανοιχτή την παλάμη. (Ακολουθούν 416 φρ.)·
- ακούς και την καρφίτσα που πέφτει, βλ. λ. καρφίτσα·
- άμα πέσεις στη θάλασσα, θα κολυμπήσεις, βλ. λ. θάλασσα·
- αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, βλ. λ. σπίτι·
- αν δεν πέφτω έξω, βλ. λ. έξω·
- αν μου πέσει στα χέρια (κάτι) ή αν πέσει στα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- αν πέσεις στα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- αν πέσει στα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- αν τον γυρίσεις ανάποδα, δεν πέφτει τίποτα απ’ τις τσέπες του, βλ. λ. τσέπη·
- ας πέσει! βλ. φρ. να πέσει(;)·
- ας πέσουν οι μάσκες, βλ. λ. μάσκα·
- άφησε να πέσει η υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- βαρύ μου πέφτει, βλ. φρ. μου πέφτει βαρύ·
- δε θα πέσει στα χέρια μου! βλ. λ. χέρι·
- δε μου πέφτει λόγος, βλ. λ. λόγος·
- δεν αφήνει δραχμή να πέσει κάτω, βλ. λ. δραχμή·
- δεν αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, βλ. λ. τίποτα·
- δεν πέφτει βελόνα, βλ. λ. βελόνα·
- δεν πέφτει βελόνι, βλ. λ. βελόνι·
- δεν πέφτει καρφίτσα, βλ. λ. καρφίτσα·
- έπεσα μέσα, βλ. λ. μέσα·
- έπεσα πτώμα, βλ. λ. πτώμα·
- έπεσα κουμπούρα, βλ. λ. κουμπούρα·
- έπεσα σαν κουρσούμι, βλ. λ. κουρσούμι·
- έπεσα σαν κούτσουρο, βλ. λ. κούτσουρο·
- έπεσα στου λύκου τα δόντια, βλ. λ. λύκος·
- έπεσα στου λύκου το στόμα, βλ. λ. λύκος·
- έπεσαν έξω τα καράβια σου; ή έπεσαν τα καράβια σου έξω; βλ. λ. καράβι·
- έπεσαν κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- έπεσαν μαζί στο νήμα, (για αθλητές ταχύτητας) βλ. λ. νήμα·
- έπεσαν οι δουλειές ή έπεσε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσαν οι μάσκες, βλ. λ. μάσκα·
- έπεσαν οι μετοχές του, βλ. λ. μετοχή·
- έπεσαν οι τζίφρες, βλ. λ. τζίφρα·
- έπεσαν οι τιμές, βλ. λ. τιμή·
- έπεσαν όλα στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- έπεσαν (όλοι) να τον φάνε, βλ. λ. τρώω·
- έπεσαν οι υπογραφές, βλ. λ. υπογραφή·
- έπεσαν πολλά κορμιά, βλ. λ. κορμί·
- έπεσαν σαν τα καρτάλια, (ιδίως για συγγενείς εκλιπόντος), βλ. λ. καρτάλι·
- έπεσαν σαν τα κοράκια, (ιδίως για συγγενείς εκλιπόντος), βλ. λ. κοράκι·
- έπεσαν σαν τα όρνια, (ιδίως για συγγενείς εκλιπόντος), βλ. λ. όρνιο·
- έπεσαν σαν τις ακρίδες, βλ. λ. ακρίδα·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- έπεσαν σαν τις μύγες στα σκατά, βλ. λ. μύγα·
- έπεσαν τα δόντια του, βλ. λ. δόντι·
- έπεσαν τα μαλλιά μου ή μου ’πεσαν τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- έπεσαν τα νεφρά μου ή μου ’πεσαν τα νεφρά, βλ. λ. νεφρό·
- έπεσαν τα σύρματα, βλ. λ. σύρμα·
- έπεσαν τα τέλια, βλ. λ. τέλι·
- έπεσαν τα τηλέφωνα, βλ. λ. τηλέφωνο·
- έπεσαν τα φτερά μου ή μου ’πεσαν τα φτερά, βλ. λ. φτερό·
- έπεσε άδοξα, βλ. λ. άδοξα·
- έπεσε ακρίδα, βλ. λ. ακρίδα·
- έπεσε απ’ τη σελήνη, βλ. λ. σελήνη·
- έπεσε απ’ την Ακρόπολη (απ’ το Λευκό Πύργο) και στάθηκε όρθιος, βλ. λ. Ακρόπολη·
- έπεσε απ’ το μπαλκόνι, βλ. λ. μπαλκόνι·
- έπεσε απ’ το παράθυρο, βλ. λ. παράθυρο·
- έπεσε απ’ τον ουρανό, βλ. λ. ουρανός·
- έπεσε απίστομα ή έπεσε τ’ απίστομα, βλ. λ. απίστομα·
- έπεσε άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- έπεσε γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε για θάνατο, βλ. λ. θάνατος·
- έπεσε γιούχα, βλ. λ. γιούχα·
- έπεσε γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- έπεσε δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσε έξω, βλ. λ. έξω·
- έπεσε έξω η δουλειά ή έπεσε η δουλειά έξω, βλ. λ. δουλειά·
- έπεσε έξω το καράβι ή έπεσε το καράβι έξω, βλ. λ. καράβι·
- έπεσε επιδημία, βλ. λ. επιδημία·
- έπεσε ζεστό το παραδάκι, βλ. λ. παραδάκι·
- έπεσε ζεστό το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- έπεσε η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- έπεσε η αυλαία, βλ. λ. αυλαία·
- έπεσε η γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- έπεσε η δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
- έπεσε η κυβέρνηση, βλ. λ. κυβέρνηση·
- έπεσε η μύτη του, βλ. λ. μύτη·
- έπεσε η σφαλιάρα σύννεφο, βλ. λ. σφαλιάρα·
- έπεσε η υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- έπεσε θρήνος, βλ. λ. θρήνος·
- έπεσε θύμα των τροχών, βλ. λ. τροχός·
- έπεσε καρφί, βλ. λ. καρφί·
- έπεσε Κατοχή, βλ. λ. Κατοχή·
- έπεσε κάτω απ’ τα γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- έπεσε λεπίδι, βλ. λ. λεπίδι·
- έπεσε μαύρο, (στη γλώσσα της τηλεόρασης) βλ. λ. μαύρος·
- έπεσε μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- έπεσε με το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έπεσε μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- έπεσε μια ντουφεκιά, βλ. λ. ντουφεκιά·
- έπεσε να πεθάνει, βλ. λ. πεθαίνω·
- έπεσε ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έπεσε ο αέρας, βλ. λ. αέρας·
- έπεσε ο διακόπτης, (για πρόσωπα) βλ. λ. διακόπτης·
- έπεσε ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- έπεσε ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- έπεσε παντόφλα, βλ. λ. παντόφλα·
- έπεσε πείνα, βλ. λ. πείνα·
- έπεσε πελέκι, βλ. λ. πελέκι·
- έπεσε περονόσπορος, βλ. λ. περονόσπορος·
- έπεσε πολύ γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε πολύ χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
- έπεσε πολύ χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- έπεσε σαν βόμβα, βλ. λ. βόμβα·
- έπεσε σαν βόμβα πολλών μεγατόνων, βλ. λ. βόμβα·
- έπεσε σαν γινωμένο σύκο, βλ. λ. σύκο·
- έπεσε σαν γινωμένο φρούτο, βλ. λ. φρούτο·
- έπεσε σαν κεραυνός, βλ. λ. κεραυνός·
- έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, βλ. λ. κεραυνός·
- έπεσε σαν κοτόπουλο ή έπεσε σαν το κοτόπουλο, βλ. λ. κοτόπουλο·
- έπεσε σαν μπόμπα, βλ. λ. μπόμπα·
- έπεσε σαν πέρδικα ή έπεσε σαν την πέρδικα, βλ. λ. πέρδικα·
- έπεσε σαν ποντικός στη φάκα ή έπεσε σαν τον ποντικό στη φάκα, βλ. λ. ποντικός·
- έπεσε σαν τούβλο στο κρεβάτι, βλ. λ. τούβλο·
- έπεσε σαν ώριμο σύκο, βλ. λ. σύκο·
- έπεσε σαν ώριμο φρούτο, βλ. λ. φρούτο·
- έπεσε σε βούρκο ή έπεσε στο βούρκο, βλ. λ. βούρκος·
- έπεσε σε χαντάκι ή έπεσε στο χαντάκι, βλ. λ. χαντάκι·
- έπεσε στα δίχτυα της αράχνης, βλ. λ. δίχτυ·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- έπεσε στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- έπεσε σταλία, βλ. λ. σταλία·
- έπεσε στεναγμός, βλ. λ. στεναγμός·
- έπεσε στη θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- έπεσε στη μαρμίτα, βλ. λ. μαρμίτα·
- έπεσε στη φάκα, βλ. λ. φάκα·
- έπεσε στην πρέζα, βλ. λ. πρέζα·
- έπεσε στην τσιμπίδα του νόμου (της εφορίας), βλ. λ. τσιμπίδα·
- έπεσε στο βούρκο, βλ. λ. βούρκος·
- έπεσε στο κενό, βλ. λ. κενό·
- έπεσε στο πεδίο της τιμής, βλ. λ. πεδίο·
- έπεσε σφύριγμα, βλ. λ. σφύριγμα·
- έπεσε τακούνι, βλ. λ. τακούνι·
- έπεσε τέζα, βλ. λ. τέζα·
- έπεσε το γέλιο της αρκούδας, βλ. λ. αρκούδα·
- έπεσε το κρύο, βλ. λ. κρύο·
- έπεσε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- έπεσε το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. αρκούδα·
- έπεσε το προσωπείο του, βλ. λ. προσωπείο·
- έπεσε του θανατά, βλ. λ. θανατάς·
- έπεσε του θανάτου, βλ. λ. θάνατος·
- έπεσε του πεθαμού, βλ. λ. πεθαμός·
- έπεσε τσεκούρι, βλ. λ. τσεκούρι·
- έπεσε φαρδιά πλατιά ή έπεσε φαρδύς πλατύς, βλ. λ. φαρδύς·
- έπεσε φυλλοξήρα, βλ. λ. φυλλοξήρα·
- έπεσε φωτιά και τσεκούρι, βλ. λ. φωτιά·
- έπεσε χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- έπεσε χοντρό γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έπεσε χοντρό θάψιμο, βλ. λ. θάψιμο·
- έπεσε χοντρό κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- έπεσε χοντρό ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- έπεσες στην περίπτωση, βλ. λ. περίπτωση·
- έπεφταν σαν κοτόπουλα ή έπεφταν σαν τα κοτόπουλα, βλ. λ. κοτόπουλο·
- έπεφταν σαν μύγες ή έπεφταν σαν τις μύγες, βλ. λ. μύγα·
- έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε, βλ. λ. καιρός·
- έχει πέσει…, (ιδίως για κακό) έχει εκδηλωθεί, έχει εμφανιστεί: «τον τελευταίο καιρό έχει πέσει φτώχεια || θα διαλύσει η παρέα, γιατί έχει πέσει διχόνοια». (Λαϊκό τραγούδι: με την γκρίνια που ’χει πέσει το κακό έχει παραγίνει. Με το φταις και με το φταίω δεν μπορεί χωριό να γίνει)·
- η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα, βλ. λ. αλεπού·
- η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι, βλ. λ. λίρα·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να τη σηκώσει ή η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να την πιάσει, βλ. λ. μύτη·
- θα πέσει (η) αγία ράβδος, βλ. λ. ράβδος·
- θα πέσει κεραυνός να μας κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- θα πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- θα πέσει πελέκι, βλ. λ. πελέκι·
- θα πέσει φωτιά να μας κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- θα πέσει φωτιά να σε κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- θα πέσω απ’ το μπαλκόνι, βλ. λ. μπαλκόνι·
- θα πέσω απ’ το παράθυρο, βλ. λ. παράθυρο·
- θα πέσω στη θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- θα σου πέσει η μήτρα; βλ. λ. μήτρα·
- θα σου πέσει η μούρη; βλ. λ. μούρη·
- θα σου πέσει το καπέλο; βλ. λ. καπέλο·
- θα σου πέσουν τα νεφρά; βλ. λ. νεφρό·
- θα τον κάνω να πέσει στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- και πολύ σου πέφτει, είναι πολύ περισσότερο αυτό που σου δίνω από αυτό που πρέπει να πάρεις ή να ωφεληθείς, σου είναι υπερβολικά πολύ: «πάρε αυτό το ποσό για την παλιοδουλειά που μου ’κανες και πολύ σου πέφτει || με τις γνώσεις που έχεις, θα σε πάρω για νυχτοφύλακα στο εργοστάσιό μου και πολύ σου πέφτει». Συνών. και πολύ σου είναι / και πολύ σου πάει·
- καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την ακούσεις, βλ. λ. καρφίτσα·
- καρφίτσα να ρίξεις, δε θα πέσει, βλ. λ. καρφίτσα·
- κατά πού πέφτει; (για δρόμους ή τοποθεσίες),προς τα πού, προς ποια κατεύθυνση βρίσκεται(;): «κατά πού πέφτει αυτή η οδός; || κατά που πέφτει η Καλαμαριά;»·
- λίγο μου πέφτει, βλ. φρ. μου πέφτει λίγο·
- λίγο σου πέφτει! δε σου είναι αρκετό! δε σε ικανοποιεί! (ενώ στην πραγματικότητα σίγουρα θα έπρεπε να είσαι ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος ανάλογα με αυτό που αξίζεις ή προσφέρεις). Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί ή το μήπως·
- μ’ έπεσαν τα πάχια, βλ. λ. πάχη·
- μας την πέσανε, μας επιτέθηκαν, μας μπλόκαραν, μας παγίδεψαν: «κι εκεί που ρίχναμε αβέρτα τα κόκαλα, μας την πέσανε οι μπάτσοι»·
- μας την πέσανε μεγάλε! βλ. λ. μεγάλος·
- μην πέσεις στα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- μην πέσεις στα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- μην πέσεις στο στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- μου ’πεσε βαρύ, α. (για φαγητά) μου δημιούργησε πρόβλημα στο στομάχι: «έφαγα πάρα πολύ, γιατί ήταν πολύ νόστιμο το φαγητό, και μου ’πεσε βαρύ». β. (για πράγματα) αποδείχτηκε βαρύ για τις δυνάμεις μου: «νόμισα πως μπορούσα να σηκώσω μοναχός μου το κιβώτιο, αλλά μου ’πεσε βαρύ και το παράτησα»· βλ. και φρ. μου πέφτει βαρύ·
- μου ’πεσε ένα τυχερό, βλ. λ. τυχερό·
- μου ’πεσε λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’πεσε ο κλήρος, βλ. λ. κλήρος·
- μου ’πεσε ο κώλος, βλ. λ. κώλος·
- μου ’πεσε ο λαχνός, βλ. λ. λαχνός·
- μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός, βλ. λ. αριθμός·
- μου ’πεσε ο πρώτος λαχνός, βλ. λ. λαχνός·
- μου ’πεσε στον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- μου ’πεσε το λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’πεσε το πρώτο λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- μου ’πεσε το σαγόνι, βλ. λ. σαγόνι·
- μου πέφτει (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), παύει να βρίσκεται σε κατάσταση στύσης, ιδίως τη στιγμή που πρόκειται να εισέλθει στον κόλπο της γυναίκας: «θα πρέπει να ’χω κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα γιατί, κάθε φορά που ετοιμάζομαι να της τον βάλω μέσα, μου πέφτει»·
- μου πέφτει βαρύ, δεν μπορώ να ενεργήσω με αυτόν το συγκεκριμένο σκληρό τρόπο, γιατί είναι έξω από τη φιλοσοφία ή την ψυχοσύνθεσή μου: «μου πέφτει βαρύ να τον κλείσω φυλακή για μερικά ψωροευρώ, που μου χρωστάει || δεν μπορώ ν’ αφήσω αβοήθητο το φίλο μου, γιατί μου πέφτει βαρύ». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κάπως· βλ. και φρ. μου ’πεσε βαρύ·
- μου πέφτει λίγο(ς), βλ. λ. λίγος·
- μου πέφτει ο κλήρος, βλ. λ. κλήρος·
- μου πέφτει πολύ, υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό την αξία μου, τις δυνάμεις μου, τις προσδοκίες μου ή τις ικανότητές μου: «δεν μπορώ ν’ αναλάβω μια τόσο υπεύθυνη θέση, γιατί μου πέφτει πολύ και θα τα κάνω θάλασσα || δεν μπορώ να πάρω ένα τόσο μεγάλο ποσό για λίγες ώρες δουλειάς, γιατί νομίζω πως μου πέφτει πολύ». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κάπως·
- μου πέφτουν τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- μου πέφτουν τα μαλλιά ή μου πέφτει το μαλλί, βλ. λ. μαλλί·
- μου την έπεσε, (και για τα δυο φύλα) με πλεύρισε και με λόγια ή πράξεις μου έδειξε πως θέλει να δημιουργήσει μαζί μου ερωτικό δεσμό ή να έχει μια σεξουαλική επαφή μαζί μου: «έμεινα έκπληκτος, όταν ήρθε και μου την έπεσε μια τέτοια γυναικάρα || εκεί που καθόμουν κι έπινα ήσυχα τον καφέ μου, μου την έπεσε ένα παίδαρος δυο μέτρα»·
- μου την έπεσε στα ίσα, βλ. λ. ίσος·
- να πέσει; (ενν. η καρπαζιά, η σφαλιάρα, ο φούσκος), ερώτηση στην ομήγυρη για ομαδική χειροδικία εναντίον κάποιου που λέει ανοησίες, ασύστατα πράγματα ή που τερατολογεί. Συνήθως, κάποια στιγμή, ένα άτομο από την παρέα, που υποτίθεται πως δεν μπορεί να ανεχτεί άλλο αυτά που λέει ο ομιλητής, αναφωνεί: να πέσει; Κατά κανόνα η ομήγυρη επιδοκιμάζοντάς τον με αλλεπάλληλα να πέσει! να πέσει! ρίχνει βροχή τις καρπαζιές στον ομιλητή, ο οποίος, όπως είναι φυσικό, αφήνει τις ανοησίες που λέει και προσπαθεί να καλυφθεί, να γλιτώσει. Συνών. ν’ ακουστεί; / να βροντήξει; / να του ’ρθει(;)·
- να πέσει κεραυνός να με κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- να πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. λ. κεραυνός·
- να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει! βλ. λ. ταβάνι·
- να πέσει φωτιά να με κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- να πέσει φωτιά να σε κάψει! βλ. λ. φωτιά·
- να πέσουν οι μάσκες, βλ. λ. μάσκα·
- να πέφτει το μαλλί! βλ. λ. μαλλί!
- να πέφτει το παραδάκι! βλ. λ. παραδάκι·
- να πέφτει το χρήμα! βλ. λ. χρήμα·
- να πέφτουν τα λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- να το (τη) φυσήξεις, θα πέσει, (για σπίτια ή άλλες κατασκευές) βλ. λ. φυσώ·
- να τον φυσήξεις, θα πέσει, βλ. λ. φυσώ·
- οι κατάρες του έπεσαν απάνω του, βλ. λ. κατάρα·
- όποιος δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει, βλ. λ. λάσπη·
- όποιος σκάβει (ανοίγει) το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος κατηγορεί το σπίτι του, πέφτει και τον πλακώνει, βλ. λ. σπίτι·
- όταν ξεραθεί η λάσπη θα πέσει, βλ. λ. λάσπη·
- πέσε πίτα να σε φάω, βλ. λ. πίτα·
- πέσε τα λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- πέσε το μαλλί! βλ. λ. μαλλί·
- πέσε το παραδάκι! βλ. λ. παραδάκι·
- πέσε το χρήμα! βλ. λ. χρήμα·
- πέφτει απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- πέφτει βαρύς ο πέλεκυς του νόμου, βλ. λ. νόμος·
- πέφτει γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- πέφτει εύκολα, (ιδίως για γυναίκα) βλ. λ. εύκολος·
- πέφτει η κατανάλωση, (για προϊόντα) βλ. λ. κατανάλωση·
- πέφτει καμπάνα ή πέφτουν καμπάνες, βλ. λ. καμπάνα·
- πέφτει κράξιμο, βλ. λ. κράξιμο·
- πέφτει μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- πέφτει νερό με το τουλούμι, βλ. λ. τουλούμι·
- πέφτει ξεφωνητό, βλ. λ. ξεφωνητό·
- πέφτει ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- πέφτει ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- πέφτει ο υδράργυρος, βλ. λ. υδράργυρος·
- πέφτει παραμιλητό, βλ. λ. παραμιλητό·
- πέφτει παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- πέφτει πολύ γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- πέφτει σε λάθος χέρια (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- πέφτει σήμα, βλ. λ. σήμα·
- πέφτει σκληρή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτει σκυλίσια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτει στα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- πέφτει στην αντίληψή μου (κάτι), βλ. λ. αντίληψη·
- πέφτει σύννεφο, βλ. λ. σύννεφο·
- πέφτει σύρμα, βλ. λ. σύρμα·
- πέφτει το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. λ. κορόμηλο·
- πέφτει το θερμόμετρο, βλ. λ. θερμόμετρο·
- πέφτει φούμαρο, βλ. λ. φούμαρο·
- πέφτει ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- πέφτουν αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- πέφτουν βροχή, βλ. λ. βροχή·
- πέφτουν γροθιές, βλ. λ. γροθιά·
- πέφτουν καρεκλιές, βλ. λ. καρεκλιά·
- πέφτουν κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- πέφτουν κλοτσιές, βλ. λ. κλοτσιά·
- πέφτουν μπουνιές, βλ. λ. μπουνιά·
- πέφτουν μύτες, βλ. λ. μύτη·
- πέφτουν ντουφεκιές, βλ. λ. ντουφεκιές·
- πέφτουν όλα στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- πέφτουν στράκες, βλ. λ. στράκα·
- πέφτουν τα βλέφαρά μου, βλ. λ. βλέφαρο·
- πέφτουν τα μούτρα μου, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω ανάσκελα ή πέφτω τ’ ανάσκελα, βλ. λ. ανάσκελα·
- πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι ή πέφτω τ’ ανάσκελα στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- πέφτω απ’ τα σκατά στ’ απόσκατα, βλ. λ. σκατά·
- πέφτω απ’ τα σύννεφα, βλ. λ. σύννεφο·
- πέφτω απ’ τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, βλ. λ. Σκύλλα·
- πέφτω απ’ το θρόνο, βλ. λ. θρόνος·
- πέφτω για στούφα ή πέφτω για στούφες, βλ. λ. στούφα·
- πέφτω για τούφα ή πέφτω για τούφες, βλ. λ. τούφα·
- πέφτω για ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- πέφτω διάνα, βλ. λ. διάνα·
- πέφτω δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- πέφτω έξω, βλ. λ. έξω·
- πέφτω ηρωικά, βλ. λ. ηρωικά·
- πέφτω θύμα, βλ. λ. θύμα·
- πέφτω (και) στη θάλασσα (για κάποιον), βλ. λ. θάλασσα·
- πέφτω (και) στη φωτιά (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. φωτιά·
- πέφτω κανονικά, βλ. λ. κανονικός·
- πέφτω με τα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτω με τα μούτρα στο κεχρί, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με τα μούτρα στο κοκό, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με τα μούτρα στο τσιτσί, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με τα μούτρα στο ψητό, βλ. λ. μούτρο·
- πέφτω με το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτω μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- πέφτω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- πέφτω μονός διπλός, βλ. λ. διπλός·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- πέφτω μπρούμυτα ή πέφτω τα μπρούμυτα, βλ. λ. μπρούμυτα·
- πέφτω μύτη με μύτη (με κάποιον), βλ. λ. μύτη·
- πέφτω νοκάουτ, βλ. λ. νοκάουτ·
- πέφτω ξάπλα, βλ. λ. ξάπλα·
- πέφτω ξερός, βλ. λ. ξερός·
- πέφτω πάνω (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. λ. πάνω·
- πέφτω πάνω στα φρένα, βλ. λ. φρένο·
- πέφτω πάνω του να τον φάω, βλ. λ. πάνω·
- πέφτω πρώτος στο νήμα, (για αθλητές ταχύτητας) βλ. λ. νήμα·
- πέφτω σ’ άλλα φιλιά, βλ. λ. φιλί·
- πέφτω σ’ άσχημα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε γκάφα, βλ. λ. γκάφα·
- πέφτω σε δυστυχία ή πέφτω στη δυστυχία, βλ. λ. δυστυχία·
- πέφτω σε κακά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε κελέκια, βλ. λ. κελέκι·
- πέφτω σε λάθη ή πέφτω σε λάθος, βλ. λ. λάθος·
- πέφτω σε λάθος χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πέφτω σε λάκκο ή πέφτω στο λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- πέφτω σε λακκούβα ή πέφτω στη λακκούβα, βλ. λ. λακκούβα·
- πέφτω σε λούκι, βλ. λ. λούκι·
- πέφτω σε μπλόκο, βλ. λ. μπλόκο·
- πέφτω σε μπλόφα, βλ. λ. μπλόφα·
- πέφτω σε ξέρα, βλ. λ. ξέρα·
- πέφτω σε παγίδα ή πέφτω στην παγίδα, βλ. λ. παγίδα·
- πέφτω σε παλούκι ή πέφτω σ’ ένα παλούκι, βλ. λ. παλούκι·
- πέφτω σε σκόπελο, βλ. λ. σκόπελος·
- πέφτω σε ύφαλο, βλ. λ. ύφαλος·
- πέφτω στ’ άσπρα, βλ. λ. άσπρη·
- πέφτω στα βαθιά (ενν. νερά), βλ. λ. βαθύς·
- πέφτω στα βρόχια (κάποιου), βλ. λ. βρόχι·
- πέφτω στα γόνατα ή πέφτω στα γόνατά μου, βλ. λ. γόνατο·
- πέφτω στα γόνατά του, βλ. λ. γόνατο·
- πέφτω στα δικαστήρια, βλ. λ. δικαστήρια·
- πέφτω στα δίχτυα ή πέφτω στο δίχτυ, βλ. λ. δίχτυ·
- πέφτω στα δίχτυα της, βλ. λ. δίχτυ·
- πέφτω στα δυο (ενν. γόνατα), παρακαλώ κάποιον ταπεινά για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «πήγε στο διευθυντή κι έπεσε στα δυο για να πάρει το γιο του στο εργοστάσιο»·
- πέφτω στα δύσκολα, βλ. λ. δύσκολος·
- πέφτω στα μαλακά, βλ. λ. μαλακά·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, βλ. λ. μάτι·
- πέφτω στα ναρκωτικά, βλ. λ. ναρκωτικό·
- πέφτω στα νύχια του, βλ. λ. νύχι·
- πέφτω στα πλοκάμια (κάποιου), βλ. λ. πλοκάμι·
- πέφτω στα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
- πέφτω στα σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- πέφτω στα σκληρά, βλ. λ. σκληρά·
- πέφτω στα στόματα του κόσμου ή πέφτω στο στόμα του κόσμου, βλ. λ. στόμα·
- πέφτω στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- πέφτω στα χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
- πέφτω στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. χέρι·
- πέφτω στη γλώσσα (κάποιου), βλ. λ. γλώσσα·
- πέφτω στη διχάλα, βλ. λ. διχάλα·
- πέφτω στη ζήτα, βλ. λ. ζήτα·
- πέφτω στη λάντζα, βλ. λ. λάντζα·
- πέφτω στη λούμπα, βλ. λ. λούμπα·
- πέφτω στη μέση, βλ. λ. μέση·
- πέφτω στη μικρή κλωστή, βλ. λ. κλωστή·
- πέφτω στην αγκαλιά του, βλ. λ. αγκαλιά·
- πέφτω στην άσπρη, βλ. λ. άσπρη·
- πέφτω στην εκτίμηση (κάποιου), βλ. λ. εκτίμηση·
- πέφτω στην καπά(ν)τζα, βλ. λ. καπά(ν)τζα·
- πέφτω στην κονόμα, βλ. λ. κονόμα·
- πέφτω στην ξόβεργα, βλ. λ. ξόβεργα·
- πέφτω στην περίπτωση, βλ. λ. περίπτωση·
- πέφτω στην ποντικοπαγίδα, βλ. λ. ποντικοπαγίδα·
- πέφτω στην τσιμεντόπλακα, βλ. λ. τσιμεντόπλακα·
- πέφτω στο βελόνι, βλ. λ. βελόνι·
- πέφτω στο δόκανο, βλ. λ. δόκανο·
- πέφτω στο κανναβάτσο, βλ. λ. κανναβάτσο·
- πέφτω στο κατόπι, βλ. λ. κατόπι·
- πέφτω στο κενό, βλ. λ. κενό·
- πέφτω στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- πέφτω στο λάκκο με τα φίδια, βλ. λ. λάκκος·
- πέφτω στο λάκκο των λεόντων, βλ. λ. λάκκος·
- πέφτω στο μούχτι, βλ. λ. μούχτι·
- πέφτω στο μπρισίμι, βλ. λ. μπρισίμι·
- πέφτω στο νερό, βλ. λ. νερό·
- πέφτω στο πιοτό, βλ. λ. πιοτό·
- πέφτω στο πριγιόνι, βλ. λ. πριγιόνι·
- πέφτω στο ποτό, βλ. λ. ποτό·
- πέφτω στο στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- πέφτω στο στρώμα, βλ. λ. στρώμα·
- πέφτω στον γκρεμό, βλ. λ. γκρεμός·
- πέφτω στον πρώτο λύκο, βλ. λ. λύκος·
- πέφτω στον τόκο, βλ. λ. τόκος·
- πέφτω τάβλα, βλ. λ. τάβλα·
- πέφτω χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
- πολύ μου πέφτει, βλ. φρ. μου πέφτει πολύ·
- πολύ του πέφτει! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα να κάνει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος αυτό το οποίο κουβεντιάζουμε: «μη μου πεις ότι μπορεί να πάει και στην Αθήνα με τα πόδια; -Πολύ του πέφτει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το γιατί ή το μήπως και η φρ. κλείνει με το νομίζεις και είναι φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε κλείνει τη φρ. το νομίζεις·
- προς τα πού πέφτει; (για δρόμους ή τοποθεσίες), βλ. φρ. κατά πού πέφτει(;)·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! βλ. λ. πολυέλαιος·
- σιγά μην πέσεις! ειρωνική έκφραση σε άτομο που, υπερβάλλοντας τις δυνάμεις του ή λόγω μεγάλου ενθουσιασμού, μας ανακοινώνει πως θα κάνει πράγματα για τα οποία εμείς είμαστε σίγουροι πως δε θα τα καταφέρει, πως θα αποτύχει: «κι όμως, εγώ χωρίς λεφτά, θα στήσω ολόκληρη επιχείρηση. -Σιγά μην πέσεις!». Συνών. σιγά μην τρακάρεις(!)·
- τα πέφτω, πληρώνω χρήματα, πληρώνω τοις μετρητοίς: «ό,τι αγορά κάνω, τα πέφτω αμέσως κι έτσι έχω ήσυχο το κεφάλι μου»·
- τα λεφτά δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. λ. λεφτά·
- τα λόγια του έπεσαν στο κενό, βλ. λ. λόγος·
- τα χρήματα δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό, βλ. λ. χρήμα·
- την πέφτω, α. ξαπλώνω για ύπνο: «αν δεν την έπεφτα τα μεσημέρια, δε θα μπορούσα ν’ αντέξω στα ξενύχτια». β. ενεργώ προκλητικά εναντίον κάποιου με σκοπό να μαλώσω μαζί του: «όταν είναι νευριασμένος, την πέφτει στον καθένα, γιατί ψοφάει για καβγά»·
- την πέφτω (από) δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- της πέφτω (από) δίπλα ή της την πέφτω (από) δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- της την έπεσα στα ίσια, βλ. λ. ίσιος·
- της την πέφτω, πλευρίζω γυναίκα και με τα λόγια ή τις πράξεις μου της δίνω να καταλάβει πως θέλω να συνάψω μαζί της ερωτική σχέση: «μόλις δει καμιά όμορφη στο δρόμο, σιάχνει τη γραβάτα του και της την πέφτει»·
- το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει, βλ. λ. μήλο·
- του ’πεσαν πολλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- του ’πεσαν τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- του ’πεσαν τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- του ’πεσαν τα παντελόνια, βλ. λ. παντελόνι·
- του ’πεσε ο τουπές, βλ. λ. τουπέ·
- του ’πεσε το φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
- του πέφτουν τα σάλια ή πέφτουν τα σάλια του, βλ. λ. σάλιο·
- του πέφτω (από) δίπλα ή του την πέφτω (από) δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- του πέφτω από κοντά, βλ. λ. κοντά·
- του την έπεσα, α. ενήργησα προκλητικά σε βάρος του, τον προκάλεσα: «μόλις του την έπεσα, έβαλε την ουρά στα σκέλια του και την κοπάνησε». β. τον πλησίασα με σκοπό να του αποσπάσω κάτι, ιδίως χρήματα: «μόλις μπήκε στο μπαράκι του την έπεσα για κάτι λεφτά που μου χρειαζόταν, αλλά έσπασα τα μούτρα μου»·
- του την έπεσαν, του επιτέθηκαν, τον μπλόκαραν: «μόλις βγήκε απ’ το μπαρ, του την έπεσαν τρεις αστυνομικοί και τον έπιασαν»·
- χωρίς να πέσει ντουφεκιά, βλ. λ. ντουφεκιά.

- ρ. [<μσν. πέφτω <αρχ. πίπτω], πέφτω. 1. ξαπλώνω για να ξεκουραστώ, ιδίως για να κοιμηθώ: «κάν’ τε ησυχία, γιατί ο παππούς έπεσε λιγάκι». (Λαϊκό τραγούδι: μια και ανταμωθήκαμε κερνάω μια μισάδα κι όταν θα πάει δύο, πέφτουμε στρωματσάδα). 2. χάνω την καλή ψυχική μου διάθεση, δεν έχω όρεξη για κάτι, δεν έχω κέφι: «όταν πέφτει αυτός ο άνθρωπος, είναι για να τον κλαιν’ κι οι ρέγκες». 3. ανατρέπομαι, χάνω τη θέση μου ή την ισχύ μου: «έπεσε η κυβέρνηση». 4. εξασθενώ: «έπεσε πολύ μετά την τελευταία του αρρώστια». 5. καταντώ, ξεπέφτω: «πώς έπεσες έτσι, μωρέ παιδάκι μου!». (Λαϊκό τραγούδι: κι εκείνο επαράκουσε επήγε και ξεστράτισε, μια πέρδικα ορέχτη, σε ρούγα πάει και πέφτει. Ένας αϊτός γκρεμίστηκε και το βουνό εσείστηκε). 6. καταστρέφομαι οικονομικά: «απ’ τη μέρα που έπεσε, έχασε και τους φίλους που είχε». 7. ξεγελιέμαι ή πείθομαι από κάποιον να κάνω αυτό που επιθυμεί, αυτό που θέλει για προσωπικό του συμφέρον, για προσωπικό του όφελος: «τον είχε από κοντά όλο τ’ απόγευμα και προσπαθούσε να τον πείσει να ρίξει λεφτά στη δουλειά του, αλλά ο δικός σου δεν έπεσε». 8. σκοτώνομαι, ιδίως με θάνατο που γίνεται στο όνομα κάποιας ιδέας, θυσιάζομαι: «έπεσε ηρωικά υπέρ της ελευθερίας της πατρίδας του». 9. (για ενέργειες) λιγοστεύω, εξασθενίζω: «έπεσε η μπαταρία». 10. τυχαίνω, βρίσκομαι στη δικαιοδοσία ή περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου: «ήταν φαίνεται γραφτό μου να πέσω σε τέτοιο γραφειοκράτη και να μου βγάλει το λάδι, μέχρι να δώσει την υπογραφή του || έπεσες σε καλά χέρια από την πρώτη μέρα που έπιασες δουλειά, γι’ αυτό δεν ξέρεις τι θα πει εκμετάλλευση!». 11. προϋποθέτω, παρουσιάζομαι ξαφνικά, ενσκήπτω: «αν δε πέσει διάβασμα, δεν πρόκειται να την περάσεις την τάξη || για να χάσω αυτά τα δέκα κιλά, έπεσε πολλή πείνα || πρόσεξε την υγεία σου, γιατί έχει πέσει επιδημία φυματίωσης». 12. συμπίπτει κάτι χρονικά μ’ ένα άλλο γεγονός, τυχαίνει την τάδε ημερομηνία: «πότε πέφτει το Πάσχα φέτος; || τα γενέθλιά μου πέφτουν τη μέρα της γιορτής της κι έτσι κάνουμε μια γιορτή». 13. (και για τα δυο φύλα) ενδίδω στις ερωτικές προτάσεις κάποιου και συνάπτω ερωτικό δεσμό μαζί του: «επειδή είναι όμορφο παλικάρι έχει πάρει ψηλά τον αμανέ και δεν πέφτει εύκολα || την κυνηγούσα δυο μήνες, ώσπου στο τέλος έπεσε». (Λαϊκό τραγούδι: στο ξαναλέω, μην επιμένεις και δε θα πέσω,με συγχωρείτε, δε θα μπορέσω). 14. προστακτ. πέσε, δώσε μου τα λεφτά, πλήρωσε: «τώρα που σου τέλειωσα τη δουλειά, πέσε». Συνοδεύεται με πρόταση του χεριού προς το συνομιλητή μας και με ανοιχτή την παλάμη. (Ακολουθούν 416 φρ.)·
Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...
- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- κρατ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κρατ») : κράτος, κρατισμός, κρατώ κλπ.
- *κρατ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το «κρατ»): αισθησιοκράτης, αισθησιοκρατία, αιτιοκρατία κλπ.
- *ισμός (όλες οι λέξεις που λήγουν σε «ισμός»): ανιμισμός, κρατισμός, υλισμός κλπ.
- κ*ισμός (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «κ» και λήγουν σε «ισμός»): κλασικισμός, κομμουνισμός, κρατισμός κλπ
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. κρατ κρατ* - Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε έναν όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που είναι εννοιολογικά συγγενείς.
- Παράδειγμα Χρήσης
Εδώ πληκτρολογείτε μια λέξη, η οποία περιμένετε να εμφανιστεί σε πρόταση που είναι παράδειγμα χρήσης του λήμματος.
Υπόδειξη
Μη χρησιμοποιείτε ολόκληρες λέξεις, προτιμήστε το θέμα τους· π.χ. δώστε "πολεμ", αντί για "πόλεμος", "πολεμικός" κλπ.- Γραμματική - Σύνταξη
Επιλέγετε τον επιθυμητό τρόπο σύνταξης της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους συντάσσεται με τον συγκεκριμένο τρόπο.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ως επίθετο» θα εμφανιστούν λήμματα που, ενώ ανήκουν σε άλλη γραμματική κατηγορία, χρησιμοποιούνται με τη σημασία επιθέτου και συντάσσονται αναλόγως.
- Επίπεδο Ύφους
Το μενού προεπιλογών που εμφανίζεται περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα ύφους, τα οποία αφορούν είτε όλο το λήμμα είτε κάποια από τις σημασίες του, ώστε να επιλέξετε αυτό που σας ενδιαφέρει.
Για παράδειγμα, με την επιλογή «ειρωνικό», θα εμφανιστούν
- λήμματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- λήμματα που μία τους σημασία χρησιμοποιείται σε ειρωνικό επίπεδο ύφους
- Σημασιολογικό πεδίο
Επιλέγετε το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκει η σημασία ή κάποια από τις σημασίες του λήμματος. Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να ζητήσετε ομάδες λέξεων που σχετίζονται με κάποια θεματική περιοχή.
- Ετυμολογία
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες ετυμολογικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε αυτή που σας ενδιαφέρει.
- Τύπος Λήμματος
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Χρήση
Επιλέγετε την επιθυμητή χρήση της λέξης. Αυτό θα περιορίσει την αναζήτηση σε λέξεις που μία τουλάχιστον σημασία τους έχει τη συγκεκριμένη χρήση.
Συντομογραφίες
Α
αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας αιτιατ. αιτιατική αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό άκλ. άκλιτο αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό αμτβ. αμετάβατο αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό αντίθ. αντίθετο αντων. αντωνυμία απαρέμφ. απαρέμφατο απρόσ. απρόσωπο αραβ. αραβικός, -ή, -ό αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό αριθμ. αριθμός αρσ. αρσενικό αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό Β
βενετ. βενετικός, -ή, -ό βλ. βλέπε βλ. και φρ. βλέπε και φράση βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο βλ. φρ. βλέπε φράση βλάχ. βλάχικος, -η, -ο βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο Γ
γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό γεν. γενική γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό Δ
δεικ. δεικτικό δηλ. δηλαδή διεθν. διεθνής, διεθνώς δοτ. δοτική Ε
εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό ειρων. ειρωνικά ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό ενεστ. ενεστώτας ενν. εννοείται επέκτ. επέκταση επίθ. επίθετο επίρρ. επίρρημα επιφών. επιφώνημα επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό επών. επώνυμο εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο εφημερ. εφημερίδα Θ
θηλ. θηλυκό Ι
ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό ιδ. ιδίως ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο ινδ. ινδικός, -ή, -ό ιραν. ιρανικός, -ή, -ό ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό Κ
κ. και κ.ά. και άλλα κ.λπ. και λοιπά κελτ. κελτικός, -ή, -ό κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο κυρ. κυρίως κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο κύρ. ό. κύριο όνομα Λ
λ. λέξη, λήμμα λατιν. λατινικός, -ή, -ό Μ
μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό μεγεθ. μεγεθυντικό μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος, -η, -ο μόρ. μόριο μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό μτβ. μεταβατικό μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά μτχ. μετοχή Ν
νεότ. νεότερος, -η, -ο Ο
όν. όνομα ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό Π
π.χ. παραδείγματος χάριν παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος παρατατ. παρατατικός περσ. περσικός, -ή, -ό πιθ. πιθανόν πληθ. και πλ. πληθυντικός πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό πρβλ. παράβαλε πρόθ. πρόθεση πρόσ. πρόσωπο προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό Ρ
ρ. ρήμα ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό Σ
σερβ. σερβικός, -ή, -ό σκωπτ. σκωπτικά σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό στερητ. στερητικό σύνδ. σύνδεσμος συνήθ. συνήθως συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο συνών. συνώνυμος, συνώνυμα Τ
τακτ. τακτικός, -ή, -ό τοπ. τοπικός, -ή, -ό τουρ. τουρκικός, -ή, -ό τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο Υ
υβριστ. υβριστικά υπερθετ. υπερθετικός υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό υποτιμητ. υποτιμητικά υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό Φ
φρ. φράση Χ
χρον. χρονικός
Ομάδα εργασίας
- Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
- Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
- Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
- Ε. Μητρούση
- Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
- Ε. Μητρούση
- Ηλεκτρονική υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης