Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • περιθώριο, το,
    ουσ. [κατά Α. Κοραή από το περιθεώριον· κατ’ άλλους από το ρ. περιθέω (= περιτρέχω)], το περιθώριο· τρόπος ζωής έξω από τα νόμιμα ή καθιερωμένα πλαίσια της κοινωνίας, χωρίς καμιά συμμετοχή ή ρόλο σε αυτή: «το κοινωνικό περιθώριο τείνει να εξελιχθεί σε μια απέραντη χωματερή». (Λαϊκό τραγούδι: η αστυνομία πάλι μπλόκο ετοιμάζει, του περιθώριου τα σκουπίδια να μαντρώσει, κι εσύ μια τρύπα ψάχνεις να ξεράσεις, κι εγώ μια έξοδο κινδύνου να με σώσει). (Ακολουθούν 13 φρ.)·
    - άνθρωπος του περιθωρίου, βλ. λ. άνθρωπος·
    - βάζω στο περιθώριο, (για χρήματα) αποταμιεύω, βάζω στην άκρη: «κάθε τόσο βάζω μερικά λεφτουδάκια στο περιθώριο για ώρα ανάγκης»· βλ. και φρ. τον βάζω στο περιθώριο·
    - δεν έχω περιθώρια ή δεν έχω τα περιθώρια, δεν έχω τη δυνατότητα ελεύθερης κίνησης ή δράσης: «δεν έχω περιθώρια να σε βοηθήσω οικονομικά, γιατί κι εγώ βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση || δεν έχω τα περιθώρια να πάρω άλλους υπαλλήλους στη δουλειά μου»·
    - δεν υπάρχουν περιθώρια ή δεν υπάρχουν τα περιθώρια, δεν υπάρχουν οι δυνατότητες ελεύθερης κίνησης ή δράσης: «δεν υπάρχουν περιθώρια για περισσότερα έξοδα»·
    - δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου, δεν υπάρχει άνεση χρόνου για κάποια πράξη: «πρέπει να βιαστούμε, γιατί δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου και θα χάσουμε το τρένο || πρέπει να βιαστούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γι’ αυτό δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου για τεμπελιά»·
    - έχω στο περιθώριο, (για χρήματα) έχω αποταμιευμένα, έχω στην άκρη: «για ώρα ανάγκης έχω στο περιθώριο κάτι λεφτουδάκια»·
    - ζω στο περιθώριο, α. ζω μακριά από κάθε κοινωνική ή επαγγελματική δραστηριότητα: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, ζω στο περιθώριο». β. ζω έξω από τα νόμιμα ή καθιερωμένα πλαίσια της κοινωνίας, χωρίς να έχω καμιά συμμετοχή ή ρόλο σε αυτή: «όσοι ζουν στο περιθώριο, δεν έχουν καλή κατάληξη στη ζωή τους». (Λαϊκό τραγούδι: μα τι να πω στο περιθώριο που ζω φυλακισμένος, το σ’ αγαπώ μοιάζει με λέξη που τη λέει μεθυσμένος
    - με βάζουν στο περιθώριο, με παραμερίζουν, με παραγκωνίζουν: «ο καινούριος διευθυντής μ’ έβαλε στο περιθώριο, γιατί έχουμε διαφορετικό σκεπτικό σχετικά με τον τρόπο παραγωγής του εργοστασίου»·
    - μπαίνω στο περιθώριο, βλ. φρ. περνώ στο περιθώριο·
    - περνώ στο περιθώριο, αποσύρομαι από την ενεργό δράση: «απ’ τη στιγμή που το χώνεψα πως με πήραν τα χρόνια, πέρασα στο περιθώριο και ζω ήσυχη ζωή»·
    - στενεύουν τα περιθώρια, εξαντλείται η δυνατότητα ελεύθερης κίνησης ή δράσης: «πρέπει να βιαστούμε να παραδώσουμε τη δουλειά, γιατί στενεύουν τα περιθώρια και θα εκτεθούμε»· 
    - τον βάζω στο περιθώριο, τον παραμερίζω, τον παραγκωνίζω: «απ’ τη στιγμή που μεγάλωσαν τα παιδιά του, τον έβαλαν στο περιθώριο κι ανέλαβαν αυτά τη διεύθυνση του εργοστασίου»·
    - τον έχω στο περιθώριο, τον έχω παραμερισμένο, παραγκωνισμένο: «δεν περνάει πια ο λόγος του στη δουλειά, γιατί εδώ και πολύ καιρό τον έχουν στο περιθώριο».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης