Skip to main content

Νέα ελληνική

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας

Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής γλώσσας


Εισαγωγή

Μέσα στις 50.000 περίπου λέξεις και φράσεις και στις 250.000 σημασίες περιλαμβάνονται η γλώσσα της λαϊκής - της αργκό - των μηχανόβιων - των ναρκωτικών - της φυλακής - του χαρτοπαιγνίου - του ποδοσφαίρου - του αθλητισμού - του στρατού - των ναυτικών - του καφενείου - των εργατών - των νηπίων - των εφημερίδων - της τηλεόρασης - της νεοαργκό που αποτελεί τη γλώσσα της νεολαίας και ιδίως, λέξεις και φράσεις της καθημερινής μας ζωής.

Το Λεξικό του Γεωργίου Κάτου είναι έργο ενός εμπειρικού θιασώτη και τεχνίτη της γλώσσας, ιδιαίτερα εκείνης των λαϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για την περιεκτικότερη συλλογή τεκμηρίων αυθεντικού λόγου από όλο το φάσμα των ταπεινών γλωσσικών χρήσεων, με κύρια αρετή την πιστή και αναλυτική παράθεση δειγμάτων της πολύτιμης γλωσσικής παρακαταθήκης των απλών και των βασανισμένων ανθρώπων. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα των γνωστών λεξικών της ελληνικής.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  • απέξω
    κ. απόξω, επίρρ. [<ἀπέξω <από + έξω]. 1. έξω από κάπου: «πήγαινε να πάρεις ό,τι χρειάζεσαι απ’ το σπίτι σου κι εγώ θα σε περιμένω απέξω». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος σου ’χει κάνει την καρδιά αστέρι, λυπημένο, πόρτα κλειστή τ’ αχείλι σου κι απέξω περιμένω // γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου τα βράδια ξενυχτάω κι απόξω από το σπίτι σου για σένα τραγουδάω). 2. από μνήμης: «μας είπε απέξω όλο το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη». 3. η ξένη χώρα, το εξωτερικό σε σχέση με την Ελλάδα: «αυτό τ’ αυτοκίνητο τ’ αγόρασα απέξω». 4α. ως ουσ. η απέξω, (στη γλώσσα της αργκό) η εξωτερική τσέπη του παντελονιού ή του σακακιού: «πήρε το φάκελο και τον έχωσε στην απέξω του σακακιού του». β. η εκτός φυλακής ζωή: «τώρα που βγαίνεις απ’ τη φυλακή, να ’σαι φρόνιμος για να χαρείς την απέξω». 5α. στον πλ. οι απέξω, αυτοί που δεν είναι οικείοι, συγγενείς, ο πολύς κόσμος: «δε με νοιάζει τι λένε οι απέξω για την οικογένειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι μάγκας, μάγκας καθώς πρέπει και να χαίρεσαι γι’ αυτό και να μην ακούς για πάρτη μου τι λένε οι απέξω, καλύτερα απ’ τα μάτια μου εγώ θα σε προσέχω).  β. που δεν παίρνουν μέρος σε κάτι, που δε συμμετέχουν σε κάτι: «όλοι οι απέξω δεν ξέρουν πόσο δύσκολο είναι να τελειώσει αυτή η δουλειά»· βλ. και φρ. απ’ έξω, λ. έξω. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
    - απέξω κι από μέσα, βλ. λ. μέσα·
    - βγαίνω απέξω, αποχωρώ από μια διαδικασία είτε γιατί δεν έχω τη δυνατότητα να συνεχίσω είτε γιατί υποπτεύομαι πως η περαιτέρω παραμονή μου θα αποβεί σε βάρος μου: «επειδή δεν μπορώ να τα βάλω με τους μεγαλοκαρχαρίες, βγαίνω απέξω απ’ τον πλειστηριασμό || επειδή υποπτεύομαι πως κάποιο λάκκο έχει η φάβα, βγαίνω απέξω απ’ τη δουλειά»·
    - βγάλε με απέξω, μην υπολογίζεις στη συμμετοχή μου, στη συνδρομή μου, στη βοήθειά μου: «στη δουλειά που θα κάνεις, εμένα βγάλε με απέξω»·
    - είμαι απέξω, α.είμαι από ξένη χώρα, από το εξωτερικό: «εγώ δε θα υπηρετήσω εδώ το στρατιωτικό μου, γιατί είμαι απέξω». β. δε βρίσκομαι στη φυλακή, ζω ελεύθερος στην κοινωνία: «πέρασαν τρεις μήνες τώρα που είμαι απέξω»· βλ. και φρ. βγαίνω απέξω·
    - είναι μέσα και κοιτάζει απέξω, βλ. λ. μέσα·
    - έρχομαι απέξω, έρχομαι από ξένη χώρα, από το εξωτερικό: «κάθε φορά που έρχομαι απέξω, νιώθω μεγάλη συγκίνηση, καθώς πατώ το χώμα της πατρίδας μου»·
    - θα του το πω απέξω απέξω, βλ. φρ. θα του το φέρω απέξω απέξω·
    - θα του το φέρω απέξω απέξω, θα του μιλήσω συγκαλυμμένα, με υπαινιγμούς, με νύξεις, θα τον προετοιμάσω κατάλληλα για να του ανακοινώσω κάτι, ιδίως δυσάρεστο: «θα τον ειδοποιήσω εγώ, που είμαστε και γείτονες, και θα του το φέρω απέξω απέξω για το δυστύχημα του γιου του»· 
    - μ’ αφήνουν απέξω ή μ’ αφήνουν στην απέξω, βλ. φρ. με ρίχνουν απέξω·
    - μ’ έχουν απέξω ή μ’ έχουν στην απέξω, βλ. φρ. με ρίχνουν απέξω·
    - με βγάζουν απέξω, με απομακρύνουν από κάποια δουλειά ή υπόθεση: «όταν πρόκειται για καμιά καλή δουλειά, με βγάζουν απέξω»·
    - με ρίχνουν απέξω ή με ρίχνουν στην απέξω, α. (στη γλώσσα της αργκό) δε με συμπεριλαμβάνουν σε κάποια δουλειά ή υπόθεση, με παραγκωνίζουν: «όταν πρόκειται να κάνουν καμιά ζουμερή δουλειά, με ρίχνουν πάντα στην απέξω». β. μου στερούν τα διάφορα οφέλη που πέφτουν στο μερτικό μου σε μια μοιρασιά, με αδικούν: «σ’ όλες τις μοιρασιές που έχουμε κάνει μέχρι τα τώρα, με ρίχνουν στην απέξω»·
    - μένω απέξω, δε συμμετέχω, δεν παίρνω μέρος σε μια δουλειά, υπόθεση ή διαδικασία: «δεν έχω τόσα λεφτά γι’ αυτή τη δουλειά, οπότε μένω απέξω». (Τραγούδι: θέλω κι εγώ να παίξω κι όχι να μείνω απέξω
    - ρίξ’ τα (ρίχ’ τα) στην απέξω τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
    - το λέω απέξω απέξω, βλ. φρ. το φέρνω απέξω απέξω·
    - το ρίχνω στην απέξω, (στη γλώσσα της αργκό) δε νοιάζομαι για κάτι, αδιαφορώ: «ό,τι και να συμβαίνει, το ρίχνω στην απέξω και δε στενοχωριέμαι για τίποτα»·
    - το φέρνω απέξω απέξω, λέω κάτι συγκαλυμμένα, με υπαινιγμούς, με νύξεις για να βολιδοσκοπήσω τις διαθέσεις κάποιου: «όταν θέλω να του ζητήσω κάτι, πρώτα το φέρνω απέξω απέξω, για να δω τις διαθέσεις του, κι ανάλογα πράττω»·
    - τον βγάζω απέξω, τον απομακρύνω από κάποια δουλειά ή υπόθεση, δεν υπολογίζω στη συνδρομή του, στη βοήθειά του: «τον τάδε τον έβγαλα απέξω, γιατί δεν έχει τις κατάλληλες γνώσεις || τον τάδε τον έβγαλα απέξω, γιατί δεν έχει λεφτά για το συνεταιρισμό»·
    - του το λέω απέξω απέξω, βλ. συνηθέστ. του το φέρνω απέξω απέξω·
    - του το φέρνω απέξω απέξω, του μιλώ συγκαλυμμένα, με υπαινιγμούς, με νύξεις, τον προετοιμάζω κατάλληλα για να του ανακοινώσω κάτι, ιδίως δυσάρεστο: «πρόσεξε να του το φέρεις απέξω απέξω, για να μην τρομάξει ο άνθρωπος»·
    - φέρνω απέξω, εισάγω από άλλη χώρα: «έφερα απέξω το αυτοκίνητό μου».
       

Ετυμολογία

 
  • Γλώσσα






































  • Άλλες συντομογραφίες



Συντομογραφίες

  • Α

    αγγλ. αγγλικός, -ή, -ό
    άγν. ετυμολ. άγνωστης ετυμολογίας
    αιτιατ. αιτιατική
    αιτιολογ. αιτιολογικός, -ή, -ό
    άκλ. άκλιτο
    αλβαν. αλβανικός, -ή, - ό
    αμερικ. αμερικανικός, -ή, -ό
    αμτβ. αμετάβατο
    αναφορ. αναφορικός, -ή, -ό
    αντίθ. αντίθετο
    αντων. αντωνυμία
    απαρέμφ. απαρέμφατο
    απρόσ. απρόσωπο
    αραβ. αραβικός, -ή, -ό
    αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός, -ή, -ό
    αριθμ. αριθμός
    αρσ. αρσενικό
    αρχ. αρχαίος, -ία, -ιο
    αρχαϊστ. αρχαϊστικός, -ή, -ό
  • Β

    βενετ. βενετικός, -ή, -ό
    βλ. βλέπε
    βλ. και φρ. βλέπε και φράση
    βλ. συνηθέστ. βλέπε συνηθέστερο
    βλ. φρ. βλέπε φράση
    βλάχ. βλάχικος, -η, -ο
    βουλγαρ. βουλγαρικός, -ή, -ό
    βραζιλ. βραζιλιάνικος, -η, -ο
  • Γ

    γ΄ εν. πρόσ. τρίτο ενικό πρόσωπο
    γαλλ. γαλλικός, -ή, -ό
    γεν. γενική
    γενουατ. γενουατικός, -ή, -ό
    γερμαν. γερμανικός, -ή, -ό
  • Δ

    δεικ. δεικτικό
    δηλ. δηλαδή
    διεθν. διεθνής, διεθνώς
    δοτ. δοτική
  • Ε

    εβρ. εβραϊκός, -ή, -ό
    ειρων. ειρωνικά
    ελνστ. ελληνιστικός, -ή, -ό
    ενεστ. ενεστώτας
    ενν. εννοείται
    επέκτ. επέκταση
    επίθ. επίθετο
    επίρρ. επίρρημα
    επιφών. επιφώνημα
    επιφωνημ. επιφωνηματικός, -ή, -ό
    επών. επώνυμο
    εύχρ. εύχρηστος, -η, -ο
    εφημερ. εφημερίδα
  • Θ

    θηλ. θηλυκό
  • Ι

    ιαπων. ιαπωνικός, -ή, -ό
    ιδ. ιδίως
    ιδ. εύχρ. ιδίως εύχρηστο
    ινδ. ινδικός, -ή, -ό
    ιραν. ιρανικός, -ή, -ό
    ισπαν. ισπανικός, -ή, -ό
    ιταλ. ιταλικός, -ή, -ό
  • Κ

    κ. και
    κ.ά. και άλλα
    κ.λπ. και λοιπά
    κελτ. κελτικός, -ή, -ό
    κουτσοβλάχ. κουτσοβλάχικος, -η, -ο
    κυρ. κυρίως
    κυρ. εύχρ. κυρίως εύχρηστο
    κύρ. ό. κύριο όνομα
  • Λ

    λ. λέξη, λήμμα
    λατιν. λατινικός, -ή, -ό
  • Μ

    μαλαισ. μαλαισιανός, -ή, -ό
    μεγεθ. μεγεθυντικό
    μέλλ. μέλλοντας
    μέσ. μέσος, -η, -ο
    μόρ. μόριο
    μσν. μεσαιωνικός, -ή, -ό
    μτβ. μεταβατικό
    μτγν. μεταγενέστερος, -η, -ο
    μτφ. μεταφορικός, μεταφορικά
    μτχ. μετοχή
  • Ν

    νεότ. νεότερος, -η, -ο
  • Ο

    όν. όνομα
    ουγγρ. ουγγρικός, -ή, -ό
    ουδ. ουδέτερο
    ουσ. ουσιαστικό
  • Π

    π.χ. παραδείγματος χάριν
    παρακ. και παρακείμ. παρακείμενος
    παρατατ. παρατατικός
    περσ. περσικός, -ή, -ό
    πιθ. πιθανόν
    πληθ. και πλ. πληθυντικός
    πορτογαλ. πορτογαλικός, -ή, -ό
    πρβλ. παράβαλε
    πρόθ. πρόθεση
    πρόσ. πρόσωπο
    προστακτ. προστακτικός, -ή, -ό
  • Ρ

    ρ. ρήμα
    ρουμαν. ρουμανικός, -ή, -ό
    ρωσ. ρωσικός, -ή, -ό
  • Σ

    σερβ. σερβικός, -ή, -ό
    σκωπτ. σκωπτικά
    σλαβ. σλαβικός, -ή, -ό
    στερητ. στερητικό
    σύνδ. σύνδεσμος
    συνήθ. συνήθως
    συνηθέστ. συνηθέστερος, -η, -ο
    συνών. συνώνυμος, συνώνυμα
  • Τ

    τακτ. τακτικός, -ή, -ό
    τοπ. τοπικός, -ή, -ό
    τουρ. τουρκικός, -ή, -ό
    τουρκοπερσ. τουρκοπερσικός, -ή, -ό
    τσεχ. τσεχικός, -ή, -ό
    τσιγγ. τσιγγάνικος, -η, -ο
  • Υ

    υβριστ. υβριστικά
    υπερθετ. υπερθετικός
    υποκορ. υποκοριστικός, -ή, -ό
    υποτιμητ. υποτιμητικά
    υποχωρητ. υποχωρητικός, -ή, -ό
  • Φ

    φρ. φράση
  • Χ

    χρον. χρονικός

Ομάδα εργασίας

Σχεδιασμός - Γενική Επιμέλεια
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Σχεδιασμός φόρμας σύνταξης και ψηφιοποίησης
Κ. Θεοδωρίδης, Ε. Μητρούση
Φιλολογική επεξεργασία ηλεκτρονικών λημμάτων / τελικού κειμένου
Ε. Μητρούση
Φιλολογικές εργασίες για τη διαμόρφωση του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος
Ε. Μητρούση
Ηλεκτρονική υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης